Πολλές φορές έχουμε δημοσιεύσει στο ιστολόγιο διηγήματα του φίλου μας του Τζι. Το τελευταίο ήταν πέρυσι τον Ιούλιο κι εκεί θα βρείτε λινκ προς τα προηγούμενα.
Tο σημερινό είναι μια τριλογία με διαφορετικά θέματα που δείχνουν την θεώρηση των πραγμάτων και των ενδιαφερόντων πριν, κατά ή μετά από ένα γεγονός που αλλάζει την φιλοσοφία της ζωής μας, όπως λέει ο Τζι, που μου έστειλε και τις φωτογραφίες που συνοδεύουν τη δημοσίευση.
Πριν
Η φωτογραφία
Η φωτογραφία έμεινε πολύ καιρό αποθηκευμένη στην μνήμη του υπολογιστή αλλά και του μυαλού του. Δεν ήταν πως την είχε ξεχάσει, κάθε άλλο, ήταν…να, που δεν έβρισκε μια ευκαιρία, ένα λόγο για να την ξαναδεί, να την σχολιάσει, να την βάλει στο ράφι που της πρέπει. Ηξερε πως δεν είναι πλέον τυπωμένη στο χαρτί να μπει στο άλμπουμ με τις όμοιες κι ένα τίτλο χαραγμένο στο εξώφυλλο ή στο μυαλό του, η ψηφιακή μορφή, βολική κι απρόσωπη, έκανε πιο δύσκολη την ταξινόμηση.
Ηταν ένα θέμα που εμφανίσθηκε για λίγες μόνο μέρες με την κατεδάφιση κάποιου διώροφου. Από την ταράτσα του κάποιος κάποτε ζωγράφισε έναν ήλιο στον τοίχο του διπλανού σπιτιού που δεν φαινότανε παρά μονάχα απ’ την ταράτσα και κάποια μπαλκόνια ψηλότερα και σε σωστή θέση. Ηταν ένας ήλιος σχεδόν ιδιωτικός, με την δική του ομορφιά να μην είναι σε κοινή θέα, αλλά να χαρίζεται σ’ αυτόν που ήρθε στην ταράτσα ή την είχε εντοπίσει απο τα λίγα μπαλκόνια που είχαν το προνόμιο. Ηταν το ίδιο όμορφος με την εικόνα μιας γυμνής ερωτευμένης γυναίκας, κάτι γνωστό σ’ ελάχιστους και για ελάχιστες στιγμές.
Ο ίδιος ο ήλιος, σχεδιασμένος και χρωματισμένος σε πλήρη αρμονία με τον τοίχο που τον φιλοξενούσε, δεν προκαλούσε, δεν τραβούσε το μάτι, δεν κοίταζε να εκμεταλλευθεί την πρόσκαιρη δημοσιοποίησή του. Είχε αποτυπωμένη την ημερήσια κίνησή του σαν να κολύμπαγε στον ουρανό με σταθερή πορεία. Ο άγνωστος καλλιτέχνης εκτός από την κίνηση είχε καταφέρει να αποτυπώσει με το χρώμα του και την θερμότητα που μας έστελνε, μετρημένη στην σωστή ποσότητα. Σε λίγες μέρες θα ξεκίναγε η ανέγερση της πολυκατοικίας και θα σκεπαζότανε από ένα στρώμα σοβά μετά από την εφήμερη λάμψη του.
Μπορεί να υπήρξαν κι άλλα λιγότερο ή περισσότερο αριστουργήματα που χάθηκαν στον βωμό του γκρεμίσματος και της ανοικοδόμησης σε εποχές που οι φωτογραφίες δεν υπήρχαν ούτε σαν ιδέα και μόνο διορατικοί ζωγράφοι αποτύπωναν τέτοιες λεπτομέρειες στον καμβά τους. Σήμερα, μαζί με κάθε κινητό υπάρχει και μια κάμερα κι όλοι μας έχουμε γίνει φωτογράφοι και ρεπόρτερ που καταγράφουμε ό,τι κι αν συμβαίνει, καθένας μας κατά το γούστο του και σύμφωνα με όσα η ζωή του φανερώνει. Και όλα πιά αποθηκεύονται στην παγκόσμια μνήμη που λόγω του όγκου της ταυτίζεται με την παγκόσμια λησμονιά.
Τότε
Η πρώτη γνωριμία
Ηταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Κοινός, του μέσου όρου. Κι’ όσο σκεπτόταν έτσι σε τίποτε δεν ξεχώριζε από το στατιστικό δείγμα. Αυτό το δείγμα που νιώθει τα εφτά από τα είκοσι πράγματα που συμβαίνουν και είναι απολύτως σίγουρο πως τα υπόλοιπα δεκατρία δεν υπάρχουν. Το λέει η θρησκεία, το λέει κι’ η κοινωνία … άρα έτσι θάναι !
Οπως η κοινωνία λέει και επιμένει ότι οι αρχιεπίσκοποι δεν πεθαίνουν αλλά κοιμούνται, ενώ οι πρωθυπουργοί απλά αναπαύονται, μόνο η πλέμπα πεθαίνει, έρχεται δηλαδή σε επαφή με την απαγορευμένη στην σκέψη και ενίοτε στην προφορά λέξη, τον θάνατο.
Καθόλου περίεργο που δεν θυμότανε ποιός του εξήγησε για πρώτη φορά πως η επάρατη ασθένεια ήταν ο καρκίνος, αλλά εδώ υπήρχε μια διαφορά, ο καρκίνος δεν υπήρχε σαν λέξη όταν μιλούσε ενώ ο θάνατος δεν υπήρχε και σαν ιδέα, σαν έννοια όταν σκεφτότανε. Η κυριότερη αιτία, μα και δικαιολογία, ήταν πως έχουμε καιρό για τα γεράματα, τότε που – ίσως – δεν θα σκεφτόμαστε τίποτε άλλο, παρά τον χάρο.
Οταν τον ένιωσε πρώτη φορά δεν φόραγε μακριά μπέρτα με κουκούλα, ούτε βάσταγε δρεπάνι. Δεν είχε σχέση με το μυαλό του, μόνο με τις αισθήσεις του. Μια έντονη απορία υπήρχε στο κεφάλι του, απόρροια του αποσυντονισμού των αισθήσεων, η ακοή προηγείτο της όρασης και η γεύση της οσμής. Η αφή ήταν καλά ριζωμένη μέσα του, δεν παραμορφώθηκε αλλά τα ερεθίσματά της είχαν λάθος συντονισμό με την χρονική αίσθηση των στιγμών εξ αιτίας της διαταραχής της όρασης, άλλα έβλεπε και άλλα αισθανόταν. Θύμιζε κάπως το μεθύσι, το πέρασμα της λογικής σε άλλες διαδικασίες. Θυμήθηκε τους στίχους από τις Βέδες :
(σε μετάφραση Ν. Τσιφόρου)
– Κι’ ο Ηλιος είναι αλλοιώτικος από τον ήλιο
– Και το άσπρο αλλοιώτικο από το άσπρο
– Κι’ όλα όσα βλέπουμε, το ομαλό και το λείο
– Το όμορφο και το ωραίο, διαφέρουνε πάντα μεταξύ τους
– Και μονάχα δυό πράματα είναι τα ίδια
– Και θα μείνουνε πάντα τα ίδια
– Οσοι αιώνες κι’ αν περάσουνε
– Η «λογική» κι η «τρέλλα»
Εδώ βέβαια δεν έβλεπε την λογική των ανθρώπων σαν ωφελιμότητα και την τρέλλα σαν τις μυστηριακές θεωρίες που είναι ίδιες σε όλες τις χώρες, σε όλες τις θρησκείες και σε όλους τους αιώνες, όπως έκανε στο ποίημα ο μεταφραστής, αλλά σαν την αλλαγή των βάσεων δεδομένων : να ακούς πρώτα και να βλέπεις μετά, να γεύεσαι πρώτα και να μυρίζεις μετά, να ακουμπάς κάπου και να νοιώθεις την προηγούμενη επαφή…
Ηταν κάτι το πρωτόγνωρο, άρα και τρομακτικό, μια που ο φόβος στηρίζεται στην άγνοια. Και τότε, μέσα στην ομίχλη του άγνωστου, η αίσθηση που εγκαταλείπει τελευταία του έδωσε ένα γνωστό σημάδι της, τον πόνο, σαν μια κλωστή να τον κρατήσει στην ζωή. Ναι, ο πόνος, αυτή η διαταραγμένη αίσθηση αφής, ήταν η πρώτη που συντονίσθηκε με αυτόν τον χρόνο που αποκαλούσε πραγματικότητα. Κι’ αυτή η αίσθηση του πόνου του φάνηκε τόσο οικεία και τόσο ανακουφιστικά γνωστή ώστε να σηματοδοτήσει την επιστροφή του στα τετριμένα πεδία των αισθήσεων της μοναξιάς.
Είχε την πρώτη επαφή του με την αθέατη πλευρά της Σελήνης και τώρα γύριζε πίσω στο γνωστό από χρόνια πρόσωπό της, άλλοτε σκοτεινό κι’ άλλοτε φωτισμένο, μα πάντοτε το ίδιο στραμμένο προς την γη των ζωντανών…
Μετά
Ένα πρωινό στην πλατεία του χωριού
Την κοιτούσε αλλά μάλλον ήταν τόσο πολύ αφηρημένος που δεν την έβλεπε, του γεννούσε εξ άλλου τόσους συνειρμούς που θα ήταν αδύνατον σε μια από τις αισθήσεις του- στην όραση εκείνη τη στιγμή- να επικρατήσει στο μυαλό του.
Ηταν τα νιάτα της που τον χτύπαγαν στο υπογάστριο, το ξανθό α λα γκαρσόν μαλλί της που αναδείκνυε έναν υπέροχο λαιμό και τα χοντρά άγαρμπα ποδοδάκτυλα που σηκώνονταν σαν περπατούσε με τις σαγιονάρες που τράβαγαν το βλέμμα του. Είχαν γι αυτόν κάτι το έντονα σεξουαλικό αυτού του είδους τα δάκτυλα και η κίνησή τους. Είχε παρκάρει- μάλλον παρατήσει – το θηριώδες τζιπ της στην πλατεία του χωριού και πήγαινε χαμογελαστή και φουριόζα στο μανάβικο καλημερίζοντας τους θαμώνες του διπλανού καφενείου. Ολοι την έτρωγαν με τα μάτια, άλλος για το πλούσιο στήθος της, άλλος για τη μέση της κι άλλος για τα καλοσχηματισμένα από τον πολύ χορό ημισφαίρια. Η κοπελιά δεχόταν τα βλέμματα των συγχωριανών της με κατανόηση, η σαρκική υπεροχή της ερχόταν να προστεθεί στην οικονομική αλλά και στην εθνική – όπως πίστευε- υπεροχή της.
Η οικονομική υπεροχή ήταν αναμφισβήτητη. Τα παραλιακά κατσάβραχα όπου έβοσκε τα ζα ο παπούς της είχαν αποκτήσει μεγάλη αξία όταν έφτασε -επί χούντας- ο δρόμος κι ο τουρισμός στο χωριό της. Ολοι οι κάτοικοι ευγνωμονούσαν το στρατιωτικό καθεστώς αγνοώντας πως ο δρόμος είχε αποφασισθεί να γίνει πριν έλθει αυτό στην εξουσία. » Οι άχρηστοι πολιτικοί όλο υποσχέσεις ήτανε και μεις πηγαίναμε με το καΐκι στ’ άλλα χωριά» ήταν η μόνιμη επωδός τους όταν κάποιος επιχειρούσε να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Ο παπούς της κοπελιάς δεν παρασύρθηκε από την γρήγορη άνοδο των τιμών. Μαθημένος στη φτώχεια του ζήταγε με γαϊδουρινή υπομονή ένα αστρονομικό ποσό για μια λουρίδα βραχώδους γης που έμπαινε μέσα στη θάλασσα. Δεν το πίστευε κανείς αλλά βρέθηκε ένας βαρεμένος αμερικάνος που ήθελε να κτίσει «σπίτι στη θάλασσα» και πλήρωσε πέντε φορές επάνω την τρέχουσα τιμή του οικοπέδου. Ξεκίνησε να κτίζει το «σπίτι στη θάλασσα» κι όταν το τέλειωσε εξαφανίσθηκε, μάλλον πέθανε. Ποτέ κανένας κληρονόμος δεν άνοιξε το σπίτι στη θάλασσα που έμεινε ακατοίκητο να σαπίζει στα κτυπήματα της θάλασσας και του αγέρα.
Τα παιδιά του παπού, ανάμεσά τους κι ο πατέρας της κοπελιάς, κεφαλαιούχοι του χωριού πλέον, τόριξαν στις τουριστικές μπίζνες, «ρούμς του λετ» και καφετέριες που εξελίχθηκαν σε πιο πολιτισμένες επιχειρήσεις, όπως ξενοδοχεία και βενζινάδικα. Τα παιδιά τους, ανάμεσά τους κι η κοπελιά, δεν χρειάσθηκε να δουλέψουν, πήραν μόνο ένα σεμινάριο από τους γονείς τους πως να κλέβουν την εφορία και το φι-πι-α, δεν τους χρειάζονταν περισσότερα.
Η κοπελιά βγήκε από το μανάβικο με τα ψώνια της. Χαμογελούσε συνεχώς, είχε όλα τα προβλήματά της λυμένα, όπως ο ήλιος στη καθημερινή του διαδρομή. Τα βλέμματα όλων την ακολουθούσαν αυξάνοντας την αυτοπεποίθησή της. Ηταν περήφανη για το ολοφάνερα μακρύ, σλάβικο σώμα της που αναπτύχθηκε όταν μετά την κατοχή η διατροφή των παιδιών έπαψε να είναι τραγική καθώς και για το αρβανίτικο αγύριστο κεφάλι της που κανένα σχολείο δεν ήταν σε θέση να της το διορθώσει. Εξ άλλου δεν το είχε ανάγκη, μπορούσε να περάσει ζωή χαρισάμενη και με τα λίγα και στραβά πράγματα που ήξερε. Ετσι υπερηφανευότανε για την ελληνική καταγωγή της -κατευθείαν από τον Σωκράτη και την Ξανθίππη- και σιχαινότανε τους αλβανούς και βούλγαρους που ξεζούμιζε στις επιχειρήσεις της. Τα προσόντα της επεκτείνονταν και στην μαγειρική όπου η προτίμησή της συνέπιπτε με τα εθνικά της ιδεώδη. Ετσι όταν είχε χρόνο έφιαχνε περίτεχνο ιμάμ μπαϊλντί ή μουσακά αλλά και το ατζέμ πιλάφι ήταν στο ρεπερτόριό της ενώ όταν βαριότανε να μαγειρέψει δοκίμαζε τις συνθετικές της ικανότητες στην πίτσα, παίζοντας με τα υλικά που άπλωνε στην έτοιμη πίττα. Οι φίλες της κι οι συγγενείς της που είχαν την τύχη να δοκιμάσουν την μαγειρική της είχαν να το λένε πως ήταν πολύ προχωρημένη στην ελληνική κουζίνα.
Η κουλτούρα της περιοριζότανε σε καψουροτράγουδα και δημοτικά που τα χόρευε μανιωδώς. Εξ άλλου ήταν ιδρυτικό μέλος και χορηγός της γυναικείας ομάδας χορού του χωριού της στην οποίαν συμμετείχε και ένας νέος, ολοφάνερα αδερφή. Η επιτυχία των χορευτικών εκδηλώσεων μεγάλωνε το κύρος της και τα σκαλοπάτια που θα έπρεπε να ανέβει ο πρίγκηπας που θα την κατακτούσε. Η λεσβιακή οδός φάνταζε πιο εύκολη και οι κακές γλώσσες είχαν ήδη αρχίσει να ψιθυρίζουν.
Το βλέμμα του είχε μαγνητισθεί από το γαλάζιο του μπλουτζίν της. Περιέργως δεν πήγαινε στο περιεχόμενο του παντελονιού αλλά προσπαθούσε να καταλάβει αν πλησίαζε περισσότερο το γαλάζιο της ακίνητης θάλασσας ή το γαλάζιο του ασυννέφιαστου ουρανού, λίγο πριν φέξει. Το χρώμα έσπαζε στα γόνατα όπου το ξεφτισμένο ύφασμα άφηνε να φανεί το χρώμα της επιδερμίδας της. Το παντελόνι τελείωνε σε μια λυγερή μέση που δεν είχε ανάγκη από ζώνη να το συγκρατήσει, τόσο εφαρμοστό ήτανε. Πιο πάνω, το άσπρο πουκάμισο δεμένο κόμπο στο γυμνό στομάχι της θύμιζε άγραφο χαρτί, ίδιο με το μυαλό του εκείνη τη στιγμή. Η κοπελιά τον κοίταξε κι αμέσως σκόνταψε, το μάτι του «έπιανε».
Ο θεός της Ελλάδας να σε έχει καλά» της είπε κι αμέσως ανέβηκε πρώτος στη λίστα των υποψηφίων εραστών της, όταν και αν αποφάσιζε να δοκιμάσει τις ετεροφυλικές σχέσεις. Τον ήξερε από το τοπικό κουτσομπολιό, τον θεωρούσανε απόμακρο. Σκέφθηκε πως ήταν ώριμος, εχέμυθος και συμπαθητικός.
Του γέλασε παιχνιδιάρικα και μπήκε στο τζιπ της όπου η φίλη της την περίμενε υπομονετικά και τώρα πια, ζηλότυπα…