cf80cebfceb9ceaecebcceb1cf84ceb1 cf85cf80cf8c cf83cebaceb9ceaccebd cf84cebfcf85 ceb1ceb8ceb1cebdceaccf83ceb9cebfcf85 ceb2ceb1ceb2cebb

 

poihmata ypo skian

Γράφει η Μαργαρίτα Στ. Κοντού

Κάθε φορά που κρατώ στα χέρια μου ένα βιβλίο του εκλεκτού φίλου και ευαίσθητου λογοτέχνη Θανάση Βαβλίδα, είναι σαν να απ-ασφαλίζω αμέριμνες σκέψεις σε άγνωστα συναισθηματικά τοπία. Κύματα από μνήμες, με χαϊδεύουν και με κεντρίζουν. ‘Ανεβαίνω’ μια σκάλα, με σκαλιά τα νοήματά του και κάθομαι να ξαποστάσω στις προεκτάσεις των νοημάτων του. Επικοινωνώ με τους ορίζοντές του, τα χρώματα και τις μουσικές ενορχηστρώσεις του στη γραφή, όπως μας τις προσφέρει απλόχερα.

Στην ενότητα του βιβλίου που την ονομάζει ‘Φύση και Χρόνος’, καταθέτει με σεβασμό την προσωπική του οδύνη για το φυσικό περιβάλλον και τα δεινά που του προκαλούμε. Γίνεται ο ίδιος δένδρο, δάσος, κήπος, βροχή και χιονοθύελλα ώστε να εισπράξει την απόγνωση για λογαριασμό τους. Στην ιδιαίτερη αυτή πρώτη ενότητα της ποιητικής του συλλογής ανα-στοχάζεται με τη ‘Μνημοσύνη’ και εφορμά στο ‘Χωρίς ρανίδες’, -λες έτοιμος πολεμιστής- να υπερασπιστεί τις ρίζες, τους κορμούς, ‘τα κήτη που ξεβράστηκαν’. Υψώνει τις κραυγές των στίχων του για όλα όσα δεν έχουν φωνή κι όμως αναπνέουν, δίνοντας ‘ανάσα’ και σε μας. Παρουσιάζει με τον δικό του τρόπο τη συνύπαρξη ανθρώπου – φύσης. Εκεί, που όλα ξεκινούν από το χέρι του Θεού και καταλήγουν στο χέρι του ανθρώπου, σε μια αμφίδρομη σχέση, με μονόπλευρη όμως την τάση καταστροφής.

Ο ήλιος στέλνει καταιγίδα/κι εσύ σφαλάς τα βλέφαρά σου/ νομίζεις ότι δεν την είδες/μα διαπερνά τα κύτταρά σου/…

Σ’ εμάς τα δένδρα/ είναι στενά τα περιθώρια χρόνου/ μας θρέφει ο ήλιος, το νερό κι άνοιξη…

…Εμείς που θρέφαμε πουλιά/ και ποτίζαμε δένδρα/ πόσο άνετα χύναμε χρώμιο στο νερό/ και φτύναμε τα πτερύγια των ψαριών…

Ο ποιητής προσπαθεί με έκδηλη ανησυχία να αφυπνίσει. Δεν αποσύρεται. Τουναντίον: Επιδιώκει να γίνουν γνωστές οι συνέπειες που όλοι γνωρίζουμε. Αυτές που οδηγούν σε ντροπή για τη συμπεριφορά μας απέναντι στη θάλασσα, τα νέφη, το χώμα, τα ποτάμια, τα ζώα, τα πουλιά και το κελάιδισμά τους.

Όλη η φύση εγκλωβίστηκε σε έναν κήπο…/ όλη η φύση εδώ μέσα/
κι εμείς απ’ έξω ζητιανεύουμε/ διψώντας να γίνουμε μια ρίζα του/
ένα ίχνος βιομάζας/ ένα λουλούδι στην τελευταία του άνοιξη.

…η φύση αντιδρά με βία/ σε κάθε βίαιη αναπροσαρμογή /- η διατήρηση της ενέργειας.

Στο ποίημα ‘Έ-ρημα ’ φωτογραφίζει τη μοναξιά των ανθρώπων της γης, οι οποίοι μένουν αθεράπευτα ρομαντικοί και αποζητούν να κρατήσουν την ελπίδα τους για έναν κόσμο καλύτερο. Σαν να θέλει να ανοίξει τα χέρια του, σαν μια μεγάλη αγκαλιά κι ας λέει ‘απέμεινα μόνος’. Το γνωρίζει πως δεν είναι μόνος, αλλά εμμέσως, κάνει έκκληση να ενώσουμε όλοι τη φωνή μας, δημιουργώντας έτσι ένα δίκτυο προστασίας του πλανήτη μας.

Απέμεινα μόνος/ να ξεκουφίζω τις θάλασσες/ και να κεντάω τα σύννεφα,/ αφού εξέλιπε το φιλότιμο/ η φιλοξενία,/ η αλληλεγγύη,/ απέμεινα όπως μια πολική αρκούδα πάνω σε νησίδα πάγου,/ μια μέλισσα μετέωρη χωρίς κυψέλη,/αφού φυτρώνει σα χόρτο ο εγωισμός/ στο έδαφος της ανευθυνότητας…

Σήμερα, που όλα αιωρούνται στη σκόνη, έχουμε μεγάλη την ανάγκη να ερωτευτούμε! Ποθούμε τον Έρωτα για κάθε τι, το οποίο θα μας εμπνεύσει για να συνεχίσουμε την πορεία μας, προς την αλήθεια, το φως και τη δικαίωση. Δεν είναι αιθεροβάμων ο ποιητής. Απλά αγγίζει το ευκταίο με ενδόμυχη ελπίδα παραμυθίας και ενίοτε αγαπητικά, για ό,τι επιθυμεί να εξελίσσεται προς το καλύτερο και προς το αρμονικότερο. Η διατάραξη της αρμονίας επιφέρει ανατροπές και…

…Δεν ξέρω πόσο μακριά/ ακούγονται τώρα όλ’ αυτά,
αλλά εδώ πάνω στ’ αστέρια/φωτίζονται οι στίχοι πλέρια,
δεν ξέρω πόσο πολύ πριν/ το φως γινόταν Προς και Συν,
αλλά σας το εύχομαι- αμήν! 

Με τις κεραίες του στραμμένες: Στους κοιτώνες της ιστορίας μας παρασύρει σε μια σύντομη αλλά περιεκτική αναδρομή στο παρελθόν, το παρόν και ίσως το μέλλον των κάθε μορφής ‘πολέμων’ που μοιάζουν να μην έχουν τελειωμό. Αυτών, που συντελούνται στην ζωή και την ψυχή του καθενός μας, αλλά και των πολέμων που οι άλλοι προκαλούν, είτε λέγονται ηγέτες και εξουσίες, είτε αυτοαποκαλούνται σωτήρες και διανοητές.

Στους κοιτώνες της ιστορίας/κοιμούνται θύματα/ από βέλη, ακόντια
και ξίφη,/ κοιμούνται θύματα/ από σφαίρες, βόμβες/ κρεματόρια… ή λήθη./ …

Στους κοιτώνες της ιστορίας/υπάρχουν θύτες/ που ακόμα τριγυρίζουν/ και ακούν ποιος ροχαλίζει,/ ποιος ανήσυχος/ κι έτσι ξανά… τον βασανίζουν

Σε κάποιους ‘νοστ-αλγίας’ στοχασμούς, μας ταξιδεύει μαζί με τα πουλιά κι άλλοτε – απευθυνόμενος, ως συλλέκτης, σε παλαιοπώλη – μας προσφέρει ‘μυρωδιές’, τις οποίες ο χρόνος σέβεται κι αναδεικνύει.

Τα πουλιά από εδώ αποδημούν/όπως έκαναν πάντοτε./Μόλις ψυχράνει λίγο ο καιρός/δε βάζουν πάνω τους παλτό/ούτε μαζεύουν σε σωρό τα ξύλα./Φοράνε τη γαλάζια και λευκή φανέλα τους/παίρνουν μαζί τους ένα σακίδιο γνώσεων/και ξεκινούν για το υπερβατικό ταξίδι τους./ Η νοσταλγία τα οδηγεί πίσω κάθε άνοιξη /αλλά με νοερές φτερούγες/ γιατί και ο καιρός κρατάει ακόμα/νοερά την ψύχρα του.

Αγαπητέ παλαιοπώλη,/φύλαξε τη σκουριασμένη λαμαρίνα /το φθαρμένο υφαντό/την κίτρινη σελίδα στη μνήμη σου/ κι ας μην έχεις ακριβώς υπολογίσει αξία…….Αγαπητέ παλαιοπώλη,/θέλει μεγάλο θάρρος να διαβείς τέτοιο διάστημα χρόνου/και να μην πατήσεις καρφιά/να βάλεις σε τροχιά την αξία/και να μην κολλήσεις μετέωρα απορρίμματα,/…

Σε κάποιες υπαρξιακές του αναζητήσεις αναφέρεται στις ‘σκιές’ που μας τριγυρίζουν αδιάκοπα. Μας ακολουθούν και χαρακώνουν τα βήματά μας, έτσι όπως ‘σχηματίζουν’ το σώμα, μα και το άπειρο του καθενός.

Σκιές που ανταμώνουμε/στις πόλης τα υψίπεδα,/σκιές που κλιμακώνουμε/ εντάσεις σ’ ενδοεπίπεδα /σκιές που διασταυρώνουμε/ πορείες σε γκρίζες ζώνες,/ σκιές: αυτό δεν είμαστε/ στους έμφωτους αιώνες;

Στρεφόμενος στις κατασταλαγμένες του αξίες, μας δίνει γλαφυρά, μόνο σε λίγους στίχους, αυτά που πιότερο αγαπάει στη ζωή: τον έρωτα την φύση, την πάλη για κάθε ιδανικό. Κι ακόμη την προτροπή του για αποχή από τα ανούσια και μηδαμινά.

Αν δεν αγκαλιάσεις τον άνεμο,/αν δε ρουφήξεις τη θάλασσα,/αν δε χαϊδέψεις τον ήλιο,/αν δεν ερωτευθείς/ αν δεν αντισταθείς,/ αν δεν παλέψεις/η ζωή θα σε πνίξει/θα σε καταπιεί/ θα σε κάψει… Κι εσύ,/ θ’ αναρωτιέσαι ακόμα,/αν οι σφαίρες που δε σε πέτυχαν/ ήταν μικρού ή μεγάλου διαμετρήματος.

Αν και πνέει μέσα του πικρία για τα κακώς κείμενα, που μας χαρακώνουν ανελέητα, καταφέρνει να κρατά ψηλά τον πήχη της αισιοδοξίας με ένα του ποίημα – τραγούδι. Έτσι!

Για να ξορκίσει το μαρασμό, την απόγνωση, τον φόβο. Με τις λέξεις του, μας παρασέρνει σε ήχους που δεν ακούμε κι όμως αισθανόμαστε. Δεν τραγουδάμε, κι όμως το μέσα μας αποδέχεται αυτό του το τραγούδι, σαν το μάνα εξ ουρανού.

Τραγουδάμε ακόμα/ με τα μάτια θολά/ στη θάλασσα του οδυρμού/στον ουρανό της εξέγερσης./… Τραγουδάμε ακόμα/ με τα χέρια δεμένα/ για τους νομάδες του παρελθόντος/ για τους πρόσφυγες του μέλλοντος.

Στο ποίημα ‘Νόσοι και φόβοι’ απλώνει, με προφητική ικανότητα, γεγονότα του μέλλοντος. Οι στίχοι γράφτηκαν το 2014. Οι εικόνες που παρουσιάζονται εδώ, είναι μια προβολή των όσων συνέβησαν το 2020!

…οι διαβάτες σκυφτοί μετά τη βροχή,/κανείς δε φιλάει/ δεν ανοίγει το στόμα/δεν αγγίζει ένα σώμα/ που διασχίζει γυμνό, πεινασμένο/ τον απέναντι δρόμο/…στην εκδοχή μιας απροκάλυπτης απειλής/ και μεγάλης,/ μετά τα κυβερνητικά μέτρα υπέρ του κρύου/….η πόλη ολόκληρη μια σκιά/που υψώνεται πάνω από τη θάλασσα…

Με ίχνη απόγνωσης αλλά και ‘ποιητική αδεία’, μας επιτρέπει να εισχωρήσουμε στα κρυφά υπόγεια της σκέψης του. Στο ‘Έκρηξη στίχων’ σαν λαθρεπιβάτες, ταξιδεύουμε για λίγο στον κόσμο της σύνθεσης των ποιημάτων του. Με ειλικρινή αυτογνωσία αναφέρεται στα γραφόμενά του. Τότε, που λέξεις και νοήματα γίνονται βεγγαλικά, εκτοξεύονται, καίγονται και ξαναγεννιούνται μέσα από την προσέγγιση με τους άλλους και τον ίδιο τους τον εαυτό. Τότε που οι στίχοι του αδιαφορούν για την ανυπαρξία τους, αλλά και επιζητούν την ύπαρξή τους.

Ένα ποίημα εξερράγη/ και μαζεύω απομεινάρια,/μύρια γράμματα κουφάρια/ μα και σκόρπιες λέξεις-ράκη/ Έχω χάσει όλους τους τόνος/και πολλά σημεία στίξης/-θα υποφέρουν απ’ τους πόνους/δε θα θέλουν να τ’ αγγίξεις!/ Και μυρίζει ακόμη στάχτη/από τις κλωστές-ιδέες/-κάποτε έμοιαζαν ωραίες/ μες στων στίχων το αδράχτι.

Θα μπορούσα να αναφερθώ λεπτομερώς σε κάθε ένα από τα ποιήματα αυτού του βιβλίου. Η μαγεία όμως στον κόσμο της ποίησης βρίσκεται στις μικρές ‘ανακαλύψεις’ που ο καθένας μας κάνει, καθώς και στην προσωπική του, νοερή επικοινωνία με τον δημιουργό. Το βιβλίο του Θανάση Βαβλίδα μας προσφέρει πλεύσεις και πτήσεις σε κόσμους που εκείνος μας οδηγεί. Εμείς δεν έχουμε παρά να ταξιδέψουμε μαζί του.

Οι παρακάτω στίχοι θεωρώ ότι είναι μια ρεαλιστική απεικόνιση, αλλά με προεκτάσεις, σε ότι αφορά τις μέρες που απευχόμαστε να έρθουν. Τους παραθέτω μιας και αγγίζουν – ιδιαιτέρως – και δικές μου ευαίσθητες χορδές.

Κανείς δεν είναι βέβαιος /για το μέλλον των φύλλων, αλλά εάν δε γεμίσει / με χυμούς τις ίνες τους/εάν δεν πασχίσει να δυναμώσουν τα φύλλα/ στο κλαδί που τα γέννησε,/εάν δεν τ’ αφήσει να χαρούν το φως/-όπως εκείνος τη σκιά τους-/τότε τα φύλλα έχουν τρόπο/ να ειδοποιήσουν το ένα το άλλο,/ότι πλησιάζει η φωτιά,/ η ξηρασία,/ το ανθρώπινο χέρι/ και να πεθάνουν με αξιοπρέπεια,/γνωρίζοντας επακριβώς/τις τραγικές συνέπειες/για το μέλλον των δύο φύλων.’

Άφησα για το τέλος τις ευχές μου, να είναι καλοτάξιδο το βιβλίο του φίλου Θανάση Βαβλίδα και ο ίδιος να έχει πάντα πλούτο σκέψης και έκφρασης. Έτσι ώστε, ό,τι γράφει να αποπνέει ελευθερία!

Τον ευχαριστούμε πολύ για τη λογοτεχνική του προσφορά!

 

* Η Μαργαρίτα Στ. Κοντού είναι ποιήτρια και ζωγράφος καθώς και συντονίστρια σε δύο Λέσχες Ανάγνωσης

 

The post "Ποιήματα υπό σκιάν" του Αθανάσιου Βαβλίδα appeared first on Vakxikon.gr – Vakxikon.gr Media & Publishing Group.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *