Ευάγγελος Ι. Τζάνος, Το πέρασμα της θρυαλλίδας, εκδ. Ηριδανός, Αθήνα 2020.
Το βιβλίο του Ευάγγελου Τζάνου, που αποφεύγει να αυτοχαρακτηριστεί συλλογή διηγημάτων, αποτελείται από πεζά κείμενα που κάποιος θα ονόμαζε πεζογραφήματα και άλλος διηγήματα. Σε κάθε περίπτωση το βιβλίο περιλαμβάνει γραπτά κείμενα πεζού λόγου. Γράφτηκαν σε μια περίοδο που έχει αφομοιώσει κυρίαρχες τάσεις της μεταπολίτευσης, τόσο εκφραστικά όσο και θεματικά, και που δοκιμαζόταν από την οικονομική κρίση και την κοινωνικοπολιτική διαφθορά.
Τα κείμενα φέρουν ίχνη αυτής ακριβώς της περιόδου των τελευταίων δεκαετιών και σε καθένα από αυτά αξιοποιούνται αφενός τα ανθρώπινα πάθη και αφετέρου τα κοινωνικοπολιτικά παθήματα με τρόπο άλλοτε πιο ρεαλιστικό (όπως στο κείμενο Πανσιόν «Τέλος του μήνα») και άλλοτε αλληγορικό (Ακρωτήριο Απολυτάρες). Ως αναγνώστρια θεωρώ πως ο τόνος και ο προσανατολισμός των κειμένων κινούνται μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού με τρόπο τέτοιο ώστε το δημόσιο να αγγίζει τον καθένα και την καθεμία και το ιδιωτικό και προσωπικό να καθίσταται πολιτικό και ηθικό. Στο πεζογράφημα με τίτλο «Σε αδιάκοπες γραμμές ανάμεσα» τα κοινωνικά και ιστορικά τραύματα συναντούν την προσωπική οδύνη και ο πόλεμος την ενδοοικογενειακή βία. Σε ένα ασφυκτικό περιβάλλον η ανυπότακτη αθωότητα του αφηγητή μέσω της ποιητικής τέχνης βρίσκει χώρο να αλλάξει την πραγματικότητα με έναν στίχο που αποστηθίζει: «Μη φωτογραφίζεστε με τους πεθαμένους ποιητές. Σας χαλάνε τη φωτογένεια» (σελ. 22). Ο αφηγητής αφού σε α΄ πρόσωπο εξιστορεί το τραύμα του, στρέφεται σε εμάς, τους υποτιθέμενους παρατηρητές και αναγνώστες και μας νουθετεί εμμέσως, διατυπώνοντας την ηθική του θέση ίσως. Όσες φορές και αν διάβασα το κείμενο δεν κατέληξα σχετικά με το τι εννοεί εδώ ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής. Τι θέλει να μάς πει; Ειρωνεύεται ή κυριολεκτεί; Μάς καλεί να σκεφτούμε καλύτερα προτού εγκαταλείψουμε το παρελθόν στη λήθη για χάρη εκείνου που στα δίχως επίγνωση μάτια φαίνεται καινοτόμο, σύγχρονο και άξιο λόγου, και να μη βιαστούμε να προσπεράσουμε με αλαζονική αυτάρκεια όσους άνοιξαν δρόμους; Ή μας καλεί να προσέξουμε μήπως το παρελθόν μάς παγιδέψει; Ο νεαρός αφηγητής πριν αποστηθίσει τον παραπάνω στίχο είχε δεχτεί το απαξιωτικό σχόλιο του πατέρα του σχετικά με την ενασχόλησή του (του αφηγητή) με τους στίχους. Η πολυσημία τού παραινετικού στίχου «Μη φωτογραφίζεστε με τους πεθαμένους ποιητές. Σας χαλάνε τη φωτογένεια» ερμηνεύει τελικά εμάς ως αναγνώστες, αφού το πώς και τι θα καταλάβουμε καθορίζεται και από τη σχέση που έχουμε με τους πεθαμένους ποιητές ή με το παρελθόν αν το ακούσουμε αλληγορικά.
Ο Ευάγγελος Τζάνος μάς προσφέρει μια ιδιαίτερη συλλογή 15 κειμένων η οποία δείχνει πως λογοτεχνία και ανάγνωση είναι ένα εγχείρημα πολυδιάστατο που περιλαμβάνει τη ζωή, κινητοποιεί τη νόηση και το συναίσθημα, γεννάει απορίες και ερωτήματα, εμβαθύνει την ενσυναίσθησή μας, προξενεί ποικίλες συγκινήσεις και προϋποθέτει γνώσεις τις οποίες και εμπλουτίζει.
Ο τρόπος με τον οποίο αυτοσχεδιάζει και εκφράζεται ο συγγραφέας Ευάγγελος Τζάνος βασίζεται στην παρωδία. Στα κείμενα συναντάμε αρχικά την υπαρξιακή παρωδία. Οι ήρωές του διαπιστώνουν αλλά και οι αναγνώστες συνειδητοποιούν ότι τίποτα δεν μπορεί να προβλεφθεί ολοκληρωτικά, ότι υπάρχει αβεβαιότητα. Ωστόσο διατηρείται ως δυνατότητα το στοιχείο της ελευθερίας των ανθρώπινων υποκειμένων που τους καθιστά ικανούς να ανατρέπουν κάτι που μοιάζει αναγκαίο. Στο κείμενο «Ο άνθρωπος που απέφευγε να χορέψει» ο συγγραφέας μάς εκπλήσσει με τη μεταμόρφωση του ήρωά του. Έτσι δεν παρωδείται μια αφελής αισιοδοξία όσο μια αφελής απαισιοδοξία και απελπισία. Το τέλος στο κείμενο όπως και στη ζωή φαίνεται να μην είναι αναγκαστικά κακό. Ο ρεαλισμός της αφήγησης συνοδεύεται από τη διάψευση των προσδοκιών της αναγνώστριας. Για τις διαψεύσεις, τις αμφισημίες, τις εκπλήξεις, την αβεβαιότητα, την ειρωνεία, τους υπαινιγμούς στα κείμενα της ανά χείρας συλλογής θα επανέλθω, αφού γράψω δυο λόγια ακόμα για την παρωδία που κατά τη γνώμη μου κυριαρχεί στα κείμενα.
Στη συνέχεια, λοιπόν, παρωδούνται οι μεγάλες μετα-αφηγήσεις, τα προφητικά οράματα, οι εθνικιστικές κορώνες, ο επιστημονικός λόγος αλλά και ο ορθός λόγος. Στο κείμενο «Η ανατομία των παθών» ο συγγραφέας αναμειγνύει λόγο που προέρχεται από διαφορετικά είδη. Χρησιμοποιεί τον επιστημονικό λόγο, και μάλιστα εκείνον που ανακοινώνεται σε ένα συνέδριο ή κατατίθεται σε ένα επιστημονικό περιοδικό, συμβάλλοντας (τάχα) στην παραγωγή γνώσης και φαίνεται πως τον απευθύνει σε ένα ειδικό κοινό. Οι αναγνώστες είναι κατά κάποιον τρόπο λαθραίοι ακροατές, ωτακουστές αν θέλετε. Ωστόσο στο τέλος αλλάζει ύφος η αφήγηση και θυμίζει ο συγγραφέας πως εμείς είμαστε οι υπομονετικοί αναγνώστες μιας άκρως βαρετής συγκριτικής μελέτης σχετικά με το μήκος των δαχτύλων του Μάνθου. Στο τέλος μοιάζει να σαρκάζει τη ματαιότητα του ανταγωνισμού με την αποκάλυψη του τίτλου της μελέτης: «“Μελέτη περί της μέτρησης του γοήτρου ως αποτέλεσμα των παθών της ανθρώπινης ψυχής” – καλή ώρα» (σελ. 19). Το συγκεκριμένο πεζογράφημα καταφέρνει να προκαλέσει πλήξη στους αναγνώστες (μια πλήξη που τουλάχιστον σε εμένα προκάλεσε γέλιο) που είναι τελικά η ίδια πλήξη του ανταγωνισμού, της σύγκρισης και της τελικής ιεράρχησης. Με τον υβριδισμό του, το συγκεκριμένο κείμενο παρωδεί τον επιστημονικό λόγο με τις υποθέσεις εργασίας, την επιστημονική σκέψη με τον αποδεικτικό λόγο, τα επιχειρήματα και τα συμπεράσματά της. Τελικά τι μάθαμε; «όλα τα δάχτυλα του Μάνθου δεν είναι ίσα».
Γενικά μπορούν πολλά να ειπωθούν για τον υβριδισμό στα κείμενα του Τζάνου αφού παρωδούνται διαφορετικά είδη λόγων (όπως ο ιστορικός λόγος, η ξενάγηση, ο πανηγυρικός λόγος, ο δημοσιογραφικός λόγος του ρεπορτάζ κ.ά.). Η παρωδία πάντως δεν καταλήγει στον χλευασμό. Θα έλεγε κάποιος πως στα κείμενα της συλλογής η παρωδία είναι σοβαρή ακόμα και όταν είναι ευτράπελη. Για παράδειγμα στο αφήγημα με τίτλο «Το γράμμα της Πηνελόπης», η ευτράπελη εκδοχή του μύθου σχετικά με το τι έκανε η Πηνελόπη τόσα χρόνια περιμένοντας τον Οδυσσέα, παρωδεί την πολιτική της συγκάλυψης των παθογενειών που συχνά μετατρέπουν τον θύτη σε θύμα και το αντίστροφο. Επιπλέον, το συγκεκριμένο κείμενο, όπως και το πεζογράφημα με τίτλο «Τοπικές λιχουδιές», παρωδούν το αίτημα για αλήθεια, η οποία λόγω της ανθρώπινης αδυναμίας καταλήγει σε θλιβερό ζωτικό ψεύδος. Η επιβίωση με κάθε κόστος προκρίνεται της αλήθειας και της ζωής σε αυτά τα κείμενα.
Πλησιάζοντας προς το τέλος της παρουσίασης του τελευταίου βιβλίου του Ευάγγελου Τζάνου, θα ήθελα να μην παραλείψω να αναφερθώ στο γεγονός πως τα πεζογραφήματα της συλλογής συνομιλούν με την ιστορία, τον μύθο, την επιστήμη, τη φιλοσοφία, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνική κριτική, αλλά εμμέσως και με τη θεολογία. Θα σταθώ λίγο στη σχέση των κειμένων με μια θεολογική-υπερβατική και αποκαλυπτική διάσταση. Στα κείμενα δεν υπάρχουν πολλές ρητές αναφορές στον Θεό, τη θρησκευτική πίστη, τα θρησκευτικά σύμβολα, με εξαίρεση το κείμενο με τον πολυσήμαντο τίτλο «Η σύνδεσή σας δεν είναι ασφαλής». Στο εν λόγω κείμενο η αφήγηση κινείται χρονικά την περίοδο των Χριστουγέννων και υπάρχει διατυπωμένη από μια γυναικεία φωνή η επιστημολογική αρχή της θεολογίας που δεν είναι άλλη από την πίστη. Στο βαθμό που όλα είναι κατασκευές του ανθρώπου, η πίστη στο ότι υπάρχει ένα κάποιο νόημα όταν μιλάμε και το οποίο νόημα ως εξωτερικό από εμάς μπορούμε να το μοιραζόμαστε με τους άλλους, ή η πεποίθηση ότι οι πράξεις μας όπως η συγγραφή έχουν σημασία, καθιστούν τη λογοτεχνία θεολογία. Τα κείμενα του Τζάνου αναδεικνύουν το ρίσκο της πίστης, το ρίσκο των ανθρώπινων σχέσεων, το ρίσκο της ύπαρξης και υπό αυτή την έννοια έχουν θεολογική σημασία. Εκεί που κάποιοι συνδέονται, εκεί άλλοι αποσυνδέονται θανάσιμα (όπως οι δύο γυναίκες στο διήγημα που υπαινικτικά τιτλοφορείται «Η σύνδεσή σας δεν είναι ασφαλής»). Τα κείμενα του Τζάνου αφορούν βασικά ερωτήματα και ως εκ τούτου, όπως ισχυρίζεται ο Τζορτζ Στάινερ στο προκλητικό έργο του Real presences: Is there anything in what we say? (London 1989), φέρουν το ίχνος του Θεού και του υπερβατικού στοιχείου. Για τον Στάινερ ακόμα και η απουσία του Θεού μαρτυράει την παρουσία του (σελ. 229) στον βαθμό που εμπιστευόμαστε τον λόγο ώστε να επικοινωνήσουμε ένα νόημα ή ένα συναίσθημα. Το στοίχημα του υπερβατικού βρίσκεται στην πίστη στο νόημα της γλώσσας. Επιπλέον, θεολογικό ζήτημα είναι και το πώς ερμηνεύουμε εμείς τις πράξεις των χαρακτήρων ενός έργου (σελ. 227) ή τα κενά της αφήγησης, τα αινίγματα, τις παύσεις ενός κειμένου, την αισθητική του γενικά. Η υπαρξιακή παρωδία, οι εκπλήξεις, οι ανατροπές, οι αμφισημίες στα κείμενα του βιβλίου αφυπνίζουν τους αναγνώστες/τριες, καθώς οι τελευταίοι αναλαμβάνουν την ευθύνη του νοήματος. Αφηγητές και αναγνώστες μοιράζονται την ίδια ευαλωτότητα, την ίδια αδυναμία, τα ίδια πάθη, τον ίδιο θάνατο αλλά και την ίδια ελευθερία και πίστη ότι τα πράγματα μπορούν να είναι αλλιώς ή ότι τα πράγματα δεν εξαντλούνται σε αυτό που εκ πρώτης όψεως βλέπουμε. Τα κείμενα του βιβλίου υπογραμμίζουν με την αισθητική τους, το αφηγηματικό τους ύφος και την πλοκή τους, πως υπάρχει μια διάσταση που μάς διαφεύγει και αυτή η διαπίστωση τα καθιστά θεολογικά σημαντικά. Η ανάγνωση αντίστοιχα καθίσταται μια πνευματική άσκηση καθώς τη στιγμή που διαβάζουμε μια πρόταση, η σημασία της πάντα κατά κάποιον τρόπο αναβάλλεται και υπάρχει κάτι που αναμένεται να έρθει. Έτσι, ενώ τα κείμενα του βιβλίου του Ευάγγελου Τζάνου κάποια στιγμή τελειώνουν, η διαδικασία της γλώσσας δεν τελειώνει ποτέ διασώζοντας το στοίχημα του υπερβατικού, την επιθυμία για επικοινωνία και την ελπίδα μιας αιώνιας απόλαυσης. Καλή ανάγνωση.
⸙⸙⸙
[Το παραπάνω κείμενο αναγνώστηκε από τη Δρα φιλοσοφίας, εκπαιδευτικό και ψυχοθεραπεύτρια Σπυριδούλα Αθανασοπούλου-Κυπρίου στην παρουσίαση του βιβλίου που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 50ού Φεστιβάλ Βιβλίου στο Ζάππειο (3.9.2022). Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Paul Klee. Δείτε τα περιεχόμενα του έβδομου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]