cf80ceafcf83cf89 ceb1cf80cf8c cf84cebfcebd ceaecf87cebf cf84cebfcf85 cebdceb5cf81cebfcf8d ceadcebdceb1 ceb2ceb9ceb2cebbceafcebf ceb5

tatsh

Γράφει ο Γιώργος Αλπογιάννης

“Πρώτα άκουσα το φτεροκόπημα κι ύστερα είδα την εκτίναξή τους.

Στο σύρμα, μέσα από την περίφραξη, στην πλευρά του λιβαδιού, είδα άσπρο παγόνι. Στο σύρμα, έξω από την περίφραξη, στην πλευρά του ποταμού, είδα μπλε παγόνι. Εκτινάχτηκαν και τα δυο μαζί φτεροκοπώντας. Οι λαιμοί τους συναντήθηκαν στον αέρα πάνω από το συρματόπλεγμα, ίσα για να αγγιχτούν τα ράμφη τους, και αμέσως έπεσαν στο χώμα.

Η μπλε ουρά καθώς σερνόταν στη γη άρχισε να πάλλεται σαν να έτρεμε και, τρέμοντας άρχισε να ανεβαίνει. Σηκώθηκε από τα βότσαλα ένας μπλε παλμός, ένα παλλόμενο μπλε – πράσινο στροβιλίστηκε και το μπλε παγόνι με ανοιγμένη την ουρά του στάθηκε απέναντι στο άσπρο. Το άσπρο παγόνι πλησίασε περισσότερο. Βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο, ήρθαν ενώπιος ενωπίω. Κοιτάζονταν; Μιλούσαν; Αγαπιόντουσαν; Όσο το λευκό παγόνι από τη μέσα μεριά της περίφραξης στεκόταν υπνωτισμένο από το μπλε, εμφανίστηκε από το βάθος ένα άλλο, ολόλευκο, ένας αλμπίνος, μια λευκή δαντέλα. Ερχόταν προς το ζευγάρι, πλησίαζε προς το μέρος του με την αλαζονεία της ομορφιάς του.

Μόνο τότε αναγνώρισα αυτό το απροσδιόριστο κάτι που συνέβαινε μέσα της. Αυτό που ζούσε η μάνα μου, αυτό που διαισθανόμουν τι ήταν, αλλά δεν ήξερα τι ήταν, το αναγνώρισα. Κατάλαβα γιατί στα νερά του ποταμού έντρομες οι πέστροφες χώνονται κάτω από τις πέτρες, γιατί στα νερά της θάλασσας ο γόνος σπαρταράει πριν ακόμα εκραγεί ο δυναμίτης.

Βάδιζα πλάι της, πλάι τους, περπατούσαμε, δεν ήξερα που πηγαίναμε, αλλά ούτε αυτοί ήξεραν, νομίζω. Ακολουθούσαμε τον δρόμο του νερού, βαδίζαμε με τη ροή του. Τα βότσαλα δυσκόλευαν το βάδισμά μου, γύριζε το πόδι μου στον αστράγαλο, πότε το ένα, πότε το άλλο. Δεν μιλούσαμε. Δεν μιλούσαν. Ούτε κοιτάζονταν. Βάδιζαν σκυφτοί, σαν να υπολόγιζαν τα βήματά τους. Κάποιες στιγμές, σταματούσαν απότομα. Κοκάλωναν και πετούσαν σπίθες, φοβόμουν πως θα αρπάζαμε φωτιά.”

Γεωργία Τάτση, “Πίσω από τον ήχο του νερού”, εκδόσεις Βακχικόν 2022

*

Αντί για το παραπάνω απόσπασμα, που αγαπώ πολύ, θα μπορούσα να παραθέσω πλήθος άλλων, πιο αγαπημένων ίσως, αν η εξαιρετική συγγραφέας δεν είχε ήδη φροντίσει η ίδια, δικαιωματικά, να αναρτήσει την ψίχα τους, βάζοντας ερήμην και εν αγνοία της φυσικά φρένο, στην όποια επιθυμία μου. Είτε πέντε όμως, είτε δεκαπέντε ή τριάντα πέντε προτάσεις – όπως εγώ τώρα καλή ώρα – είτε ολόκληρα κεφάλαια αναρτήσει κάποιος εδώ ή οπουδήποτε αλλού, από αυτό το φτενό, λιγνό σαν το κεράκι βιβλίο, που το κείμενό του αυτό καθ’ αυτό ζήτημα να φτάνει τις 80 σελίδες, είναι αδύνατο να μεταφέρει το άρωμα και το μετάξι του, που θυμίζουν στιγμές – στιγμές την άγρια ομορφιά ενός ζωντανού κι αργοκινούμενου πίνακα του Μπρίγκελ. Μιλάω για μένα. Μόνο στα σπάνια βιβλία δίνεται το προνόμιο να σε αναγκάζουν να μιλήσεις για σένα. Όταν, στα παιδικά μου χρόνια στις καλοκαιρινές διακοπές στα βουνά της Ηπείρου, πνιγμένος στην λατρευτή αγκαλιά γιαγιάς και παππού στη Χόσεψη – τότε- και νυν Κυψέλη Άρτας, άφηνα στεντόρειες, τρομακτικές μακρόσυρτες κραυγές – ουρλιαχτά, πάνω από πανέμορφα, αγριωπά στεφάνια και μέσα σε πανύψηλα έλατα, έτσι, για τη χαρά και μόνο της κραυγής, το ξέδωμα, πιστεύοντας πως είμαι ολομόναχος ενώ άκουγαν όλα τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου. Ο αφηγητής εδώ, και βασικός, υποτίθεται ήρωας του βιβλίου, δεν είχε ποτέ αυτή τη χάρη, της έξω κραυγής. Ενός βιβλίου λυπηρού και λυπημένου, αλλά και δοξαστικού συνάμα, όπου με λόγο παραληρηματικό, παραισθητικό σχεδόν, μιλιέται ο χρόνος που λιώνει στο δωμάτιο της παιδικής ηλικίας του τραύματος και της πληγής κι έρχεται το βλέμμα του βιωμένου χρόνου των 60, όχι για ν’ αναστήσει κάτι μιας και τίποτε δεν έχει πεθάνει ποτέ, αλλά, για μια σπονδή, λιτανεία, ελεγεία, τελετή θωπείας σε ό,τι αγαπημένο παρ’ όλα αυτά έχει οριστικά χαθεί ως βλέμμα, ως πρόσωπο κι ως αφή. Μιλιέται και παίρνει σώμα και χρώμα η σιωπή, κυρίως αυτή, ο έρωτας, κυρίως αυτός, ο θάνατος, η μοναξιά, το σθένος των γυναικών που δεν κουράστηκαν την αυγή του Σεφέρη, κι οι εκρήξεις στα σπλάχνα των ανθρώπων, ακόμα κι αν τα νεύρα τους είναι βαθιά φυτεμένα στον πάγο κι η ζωή τους βυθίζεται στην κίτρινη ομίχλη της ώχρας και της λησμονιάς, είτε ζουν στη Νέα Υόρκη, στην έρημο Μοχάβι, στα Πατήσια ή στα Τζουμέρκα. “Η ενδιάμεση κατάσταση, το κενό ανάμεσα στον πόνο και την ανακούφιση, αυτό που δεν είναι πια πόνος, αλλά ούτε ανακούφιση είναι, πώς λέγεται;” Παντού ίδιο, παντού ανέκφραστο.

Βιβλίο αργής και κοπιώδους βασανιστικής απόσταξης και εν συνεχεία, σαν τα δισκία για την στηθάγχη, παρατεταμένης αποδέσμευσης στο σώμα του αναγνώστη, ενώ η μαρτυρική μορφή της Βιρτζίνια Γουλφ κάνει αραιά και που εμφανίσεις σαν υδατογράφημα μέσα στις σελίδες του κειμένου. Βιβλίο – εμπειρία, βιβλίο εγκόλπιο για τις μέρες τις καλές, μα πιο πολύ για τις κακές μέρες. Μετά δε και την δεύτερη ανάγνωση, σε διαβάζει πια αυτό, όχι εσύ εκείνο, κι αυτό είναι η μέγιστη απόλαυση και το κέρδος. Και πάλι, μιλάω για μένα. Δεν έχω άλλο να πω. Τα ανείπωτα, κι είναι πολλά, τόσο πάρα πολλά σ’ αυτόν τον πλούσιο καρπό, κρύβονται στη φωνή της Lisa Gerrard, στον τρόπο που τραγουδάει το Sacrifice, την Θυσία. Ένα μεγάλο ευχαριστώ στην Γεωργία Τάτση, την Τάτσαινα, που ξεπέρασε τον μέχρι τούδε συγγραφικό εαυτόν κι έδωσε αυτό το υπέροχο χάδι – προσφορά, στο σώμα της ωραίας μας κι ανθηρής ελληνικής λογοτεχνίας.

The post "Πίσω από τον ήχο του νερού", ένα "βιβλίο – εμπειρία" appeared first on Vakxikon.gr – Vakxikon.gr Media & Publishing Group.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *