cf80ceacceb5ceb9 cebf cebccf80ceb1cebdceb9cf83cf84ceaecf82 ceb3ceb9ceb1 cebccf80ceaccebdceb9cebf

mpanistirΜέσα στον  καύσωνα και στις πυρκαγιές, ταιριάζει να βάλουμε κάτι δροσερό. Θα πούμε κάτι που το έχουμε αναφέρει ξανά, αλλά όχι σε ειδικό άρθρο, κι έτσι δεν έχει γίνει ευρύτερα γνωστό. Την αφορμή την πήρα από μια γελοιογραφία του Βασίλη Χριστοδούλου, υποθέτω από το Ρομάντζο της δεκαετίας του 60, που την ανάρτησε στο Φέισμπουκ ο φίλος Γιώργος Σεργάκης, κάνοντας το εξής σχόλιο:

Μπάνιο, μπανιστήρι, μπανιστηρτζής: «επειδή παλιότερα οι άντρες κρυφοκοίταζαν από μακριά τις γυναίκες που κολυμπούσαν» –τις μπάνιζαν. Τη δεκαετία του 50, στις οργανωμένες πλαζ στήθηκαν ξύλινες καμπίνες για να μπορούν με άνεση, γυναίκες και άντρες, να βάζουν και βγάζουν τα μαγιό τους. Συντομότατα οι καμπίνες γέμισαν τρύπες απ’ όπου κάποιοι άντρες κρυφοκοίταζαν τις γυναίκες να γδύνονται και να ντύνονται, ήταν οι μπανιστηρτζήδες.

Η εξήγηση αυτή δίνεται από όλα τα λεξικά, όσα τουλάχιστον δίνουν ετυμολογία της λέξης και πραγματικά φαίνεται πολύ λογική. Μπανίζω, το  ρήμα, μπανιστήρι η δραστηριότητα, μπανιστηρτζής και πιο σπάνια «μπανιστής» αυτός που ασκεί τη δραστηριότητα. Ο μπανιστηρτζής (ή, σπανιότερα, μπανιστής) ίσως δεν ταυτίζεται με τον ηδονοβλεψία, αφού ο δεύτερος θέλει να  βλέπει κυρίως ζευγάρια σε ερωτικές περιπτύξεις, αλλά κάποια επικάλυψη  θα υπάρχει.

Στη συνέχεια βέβαια, το ρήμα «μπανίζω» δεν έμεινε στην ειδική σημασία του λιγούρη άντρα που «παίρνει μάτι», όπως είναι η έκφραση, τη γυναίκα που γδύνεται στις καμπίνες ή γενικώς γυναίκες που κολυμπούν ή που κάνουν  ηλιοθεραπεία στην παραλία, αλλά πήρε τη σημασία «βλέπω, διακρίνω», αν και πολλές φορές υπάρχει το στοιχείο της επιθυμίας, π.χ. Mπάνισα ένα ωραίο δερμάτινο, όπως είναι η παραδειγματική φράση στο ΛΚΝ. Εξάλλου, μπάνικος λέγεται ο ελκυστικός, και μπάνικο μπορεί να  είναι το δερμάτινο της προηγούμενης φράσης,  ένα αμάξι ή ένα μηχανάκι, όπως βέβαια και πρόσωπα αμφοτέρων των φύλων.

Με τη σημασία της γελοιογραφίας η λέξη δεν  πολυακούγεται πια, μόνο στο ουσιαστικό «μπανιστήρι», που κάποιοι θέλησαν να το εξευγενίσουν χαριτόλογα σε «οφθαλμόλουτρο», διευρύνοντας  και το πεδίο εφαρμογής του όρου -δεν  ξέρω αν ο πρώτος που το είπε είχε κατά νου τον στίχο του Καββαδία «να κάνεις οφθαλμοπορνεία στα καφενεία», που όταν επρόκειτο να τον απαγγείλει ο Πέτρος Φυσσούν από την τηλεόραση χρειάστηκε να μετατραπεί σε «να τριγυρνάς εδώ κι εκεί στα καφενεία». Το  αστείο είναι ότι ως «οφθαλμόλουτρα» προσδιορίζονται και διατίθενται στην  αγορά και κάποια κολλύρια, σε κυριολεκτική βέβαια χρήση του όρου.

Αλλά ας επιστρέψουμε στην ετυμολογία. Είπα πως όλα τα λεξικά (ΛΚΝ, Μπαμπινιώτης, ΜΗΛΝΕΓ, αλλά και ο Γ. Κάτος στο λεξικό της λαϊκής) δέχονται την προέλευση  από τη συνήθεια κάποιων αντρών  να κρυφοκοιτάζουν ή να κοιτάζουν από μακριά γυναίκες που έκαναν  θαλάσσια λουτρά, είτε την ώρα που ντύνονταν είτε την  ώρα που κολυμπούσαν -και είπα επίσης πως θεωρώ εύλογη την εξήγηση.

Όμως, υπάρχει και ο Μηνάς Χαμουδόπουλος. Ο Μηνάς Χαμουδόπουλος (1843-1908) ήταν λόγιος της Σμύρνης, δημοσιογράφος, με σημαντικό συγγραφικό έργο ιδίως θεολογικό, διατέλεσε άλλωστε και οφικιούχος του Πατριαρχείου, όπως και βουλευτής στο οθωμανικό κράτος. Το 1871 ο Χαμουδόπουλος κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα «Οι μυστηριώδεις νυκτοκλέπται», ένα μυθιστόρημα του υποκόσμου, σαν τα «Μυστήρια των  Παρισίων» ή τους μεταγενέστερους «Αθλίους των  Αθηνών». Το είδος αυτό της λαϊκής λογοτεχνίας, παραλογοτεχνίας θα έλεγαν κάποιοι, ήταν  δημοφιλέστατο τον 19ο αιώνα.

Το βιβλίο το αναζήτησα στην Εθνική Βιβλιοθήκη και το διάβασα, πήρα και φωτογραφίες. Στο μεταξύ, οι απόγονοι του Χαμουδόπουλου έχουν εκδώσει το σύνολο του έργου του, άρα και το συγκεκριμένο «νεανικό αμάρτημα». Το  μυθιστόρημα έχει τρομερό ενδιαφέρον, όχι για τις λογοτεχνικές του αρετές ή για την αστυνομική πλοκή του, αλλά ως γλωσσικό μεταλλείο: παρέχει την πρώτη  μαρτυρία για δεκάδες λέξεις και εκφράσεις του αργκοτικού και ρεμπέτικου λεξιλογίου -άλλωστε το έχουμε χρησιμοποιήσει και στο ιστολόγιό μας, μεταξύ άλλων στα άρθρα για τη λέξη «γκόμενα» και για την  προέλευση  του όρου «ρεμπέτικο«. Ο έπαινος για την ανακάλυψη αυτού του κελεπουριού ανήκει στον παλιό μας φίλο Spatholouro, ο οποίος το μακρινό 2010 είχε κάνει ένα μνημειώδες σχόλιο στο ιστολόγιο του φίλου μας του Δύτη:

Ιδίως για τους ρεμπετοερευνώντες είναι λουκουμάκι σκέτο το βιβλίο του Μηνά Χαμουδόπουλου, «Οι μυστηριώδεις νυκτοκλέπται» (Σμύρνη 1871), καθώς εκεί πρωτοαπαντά, ως φαίνεται έως τώρα, η λέξη «ρεμπέτα», στο θηλυκό μάλιστα, όπως ξεκίνησε και η λέξη «μάγκα».
Είναι μάλιστα εντυπωσιακό ότι ο όρος αυτός απαντά 38 φορές στο βιβλίο αυτό. Παραθέτω ενδεικτικά: «το καμάρι της Ρεμπέτας», «τα παιδιά της Ρεμπέτας», «το στολίδι της Ρεμπέτας», «εις τας τάξεις της Ρεμπέτας», «η ρεμπέτα έπεσε σε μπαγάσικα χέρια», «η ρεμπέτα το’ χει τούμπανο και συ κρυφό καμάρι», «για το ονόρε της ρεμπέτας», «η ρεμπέτα δεν αφίνει τα παιδιά της να πεινάσουν», «τόσα χρόνια είμαι μέσα στη ρεμπέτα», «το’ χουν τιμή τους να’ νε μέσα στη ρεμπέτα».
Στη σελίδα 11 δίνεται και ο ορισμός της (με τη λέξη Ρεμπέτα «ονομάζουσιν οι νυκτοκλέπται το σύνολον των νυκτοκλεπτών).
Το βιβλίο του Χαμουδόπουλου έχει και πρόσθετο ενδιαφέρον, σε ό,τι αφορά το αργκοτικό λεξιλόγιο που ενσωματώνει σποράδην, και μάλιστα σε μια τόσο πρώιμη εποχή, 56 χρόνια πριν από το Τουμπεκί… του Πικρού.
Εδώ συναντάμε λέξεις και φράσεις αποσπασμένες από τον κορμό μιας πρώιμης συνθηματικής γλώσσας: μπανιστής (=κατάσκοπος), σβελτσέτα και καπατσιτά, σαπουκαλίδες (=όσους, αφού περάσουν από φυλακή, μετά με ψύλλου πήδημα τους κουβαλάνε μέσα), πλιάτζικα (=τα κλοπιμαία), σκυλόστομο (=το κρεμαστό κλείθρο, κοινώς λουκέτο), παίρνω πρόβες (=βγάζω κέρινα αντίτυπα των κλείθρων), γκόμινες, φούρκα (=φυλακή;), σουμπέ (=υποψία), ρουκάνισμα (=διάρρηξη), μπουταλάς, κολαούζι, κόβω λάσπη, τσατ πατ, σακουλεύομαι, σουσούμια, μονόφθαλμο (ευμεγέθης κύλινδρος, εντός του οποίου τίθεται μακρύς κηρός −αντί για χαρτοφάναρο), βγαίνω φλούδα (παίρνω μηδενικό μερτικό από κλοπή »).

Σύμφωνα με τις συμβάσεις της εποχής, στους Νυκτοκλέπτες ο συγγραφέας χρησιμοποιεί καθαρεύουσα για την αφήγηση αλλά στους διαλόγους έχει αποτυπώσει, πόσο πιστά δεν ξέρουμε, τον προφορικό λόγο των λαϊκών στρωμάτων  της εποχής. Και στο βιβλίο γίνεται πολύ συχνά αναφορά σε μπανιστή και σε μπανιστάδες, με πρώτη εμφάνιση στη  σελ. 15:

Ο Γερος λοιπόν πληροφορεί τον Παναγιώτη πως, ενώ ο Μπαραλής και ο Λεύκοβιτς είναι το καμάρι της Ρεμπέτας, ο Φιλώτας είναι μπανιστής και παίρνει λουφέ από τον αστυνομικό Βρατσάνο. Και, όπως συχνά κάνει ο Χαμουδόπουλος την πρώτη  φορά που χρησιμοποιεί έναν αργκοτικό όρο, τον εξηγεί  κιόλας: κατάσκοπος.

Στη σελ. 47 διηγούνται ένα περιστατικό, όταν στο κρατητήριο είχαν βάλει έναν μπανιστή να ψαρέψει τον μπαρμπα-Δημήτρη, ο οποίος όμως ήταν μανας γιος κι έτσι ο μπανιστής έφυγε άπρακτος.

 

Σε άλλο σημείο, στη σελ. 75 ένα μέλος της σπείρας αναρωτιέται «πώς θα ξεφύγουμε από τα μάτια των μπανιστάδων;» και παρακάτω, στη σελ. 102, κάποιος εκφράζει την ανησυχία μήπως,  επειδή το μέρος είναι πολυσύχναστο («περαστικό»), τους δει κανείς μπανιστής και μπει σε υποψία.

Από τα παραδείγματα αυτά φαίνεται πως ο μπανιστής είναι κατάσκοπος, πληροφοριοδότης της αστυνομίας, χαφιές.

Αν όμως το 1870 ο μπανιστής είχε αυτή τη σημασία, δεν καταρρίπτεται αυτόματα η προέλευση  από το μπάνιο; Το 1870 δεν υπήρχε, τουλάχιστο στα μέρη μας, η  συνήθεια του θαλάσσιου λουτρού, που άνθισε από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, αρχικά σε χωριστές πλαζ για άντρες και γυναίκες και μετά, λίγο πριν από τον δεύτερο πόλεμο, σε «μπεν μιξτ».

Πράγματι, από μια πρώτη  ματιά, το εύρημα στο βιβλίο του Χαμουδόπουλου φαίνεται να καταρρίπτει την ετυμολόγηση  του ρήματος μπανίζω από το μπάνιο και από τους άντρες που κρυφοπαρατηρούσαν τις γυναίκες -μια ακόμα απόδειξη της αξίας της χρονολόγησης των λέξεων.

Από την  άλλη, υπάρχουν και αντεπιχειρήματα. Θα μπορούσε ας πούμε να σκεφτεί κανείς ότι και τον καιρό εκείνο υπήρχαν λουόμενες ή γυναίκες που πλένονταν, στα χαμάμ, σε λίμνες ή ποτάμια, άρα ο μπανιστής θα  μπορούσε να ετυμολογείται από το μπάνιο έτσι κι αλλιώς.

Αυτό δεν το βρίσκω πολύ πειστικό, αλλά αν ο μπανιστής δεν προέρχεται από το μπάνιο, ποια  είναι η ετυμολογία του; Να σκεφτούμε κάτι το τούρκικο, λόγω Σμύρνης, αλλά τίποτα δεν μπόρεσε να βρει ο οθωμανολόγος υπηρεσίας, που τον  ρώτησα, εκτός από την κατάληξη -ban, περσικής αρχής, που σημαίνει φύλακας. Πχ bağban ο κηπουρός, bagçevan που είναι παρόμοιο, ακόμα και çoban ο τσομπάνης (όλα παλαιοπερσικής αρχής). Επειδή όμως όλα αυτά είναι μακρινά επιβιώματα της μεσαιωνικής ή αρχαίας περσικής, μου φαίνεται δύσκολο να πέρασαν στα ελληνικά ως συνθετικά ρήματος.

Έπειτα, στον Χαμουδόπουλο δεν υπάρχει άλλη λέξη της οικογένειας, ούτε μπανίζω, ούτε μπάνισμα, ούτε κάτι άλλο, μονο ο μπανιστής.

Επίσης, δεν βρήκα σε άλλα παλιότερα κείμενα κάποια αναφορά σε μπανιστήρι, μπάνισμα, μπανιστή, μπανίζω. Αν εξαιρέσουμε τον μπανιστή του Χαμουδόπουλου, οι παλαιότερες αναφορές που μπόρεσα να βρω είναι στο λεξικό του Δημητράκου, όπου υπάρχουν  τα λήμματα «μπανίζω», «μπάνικος», «μπάνισμα» (το μετ’ ερωτικής επιθυμίας οράν) και «μπανιστήρι» = μπάνισμα. Επίσης, στον 12ο τόμο του περιοδικού Λαογραφία (1939), σε συλλογή διαλεκτικού υλικού (τα google books δεν με αφήνουν να δω περισσότερα και τον τόμο δεν τον έχω πρόχειρο) βρίσκω: μπανίζει = με ενδιαφέρον κοιτάζει.

Στο αρχείο του Ιστορικού Λεξικού, του ΙΛΝΕ (ευχαριστώ τη φίλη Γεωργία Κατσούδα που μου έδωσε πληροφορίες) υπάρχει λήμμα μπανιστής  = ηδονοβλεψίας, καθώς και μπανίστρα = θέση για κρυφοκοίταγμα (και τα δυο από τη Στερεά Ελλάδα), υπάρχουν όμως και καταγραφες που δεν έχουν την ερωτική διάσταση. Μπανίζω με τη σημασία παρατηρώ, μπάνισμα = προσεκτική παρατήρηση, μπανισμός = προσεκτική παρατήρηση.

sinafΚι ενώ ήμουν έτοιμος να δεχτώ ότι το εύρημα του Χαμουδόπουλου, έτσι μόνο του και χωρίς άλλες λέξεις της οικογένειας, δεν αρκεί για να κλονίσει την προέλευση του μπανίζω από το μπάνιο, βρήκα μια ακόμα αναφορά που μου φαίνεται κρίσιμη, μάλλον καθοριστική. Στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, στον τόμ. 10 (Τουρκοκρατία, 1453-1669) γίνεται στη σελ. 455 αναφορά στις συντεχνίες και στις συνθηματικές γλώσσες (κουδαρίτικα, μπουκουρέικα, ντόρτικα κτλ.) που η χρήση τους επέτρεπε στους ομότεχνους και συμπατριώτες όχι μονάχα  ν’ αλληλοαναγνωρίζονται στα ξένα αλλά και να μιλάνε ελεύθερα χωρίς φόβο πως θα καταλάβουν τη γλώσσα τους οι Τούρκοι. Και εκεί  υπάρχει η φράση: Μας μπανίζει ο Χαντούρης = Παρακολουθεί ο Τούρκος.

Αναφορές στο ρήμα «μπανίζω» βρίσκω και σε άλλες εργασίες  περί συνθηματικών γλωσσών.

Οπότε νομίζω ότι έχουμε βρει την  αρχή του νήματος. Το ρήμα «μπανίζω» του συνθηματικού λεξιλογίου, με σημασία «παρακολουθώ», πέρασε και στο λεξιλόγιο του υποκόσμου και έδωσε τον μπανιστή, τον κατάσκοπο της αστυνομίας, και από εκεί σε διάφορες διαλέκτους έδωσε λέξεις που σχετίζονται με την προσεκτική παρατήρηση. Η σημασία «παρατηρώ με ερωτικό  ενδιαφέρον» είναι μεταγενέστερη. Ασφαλώς θα παρασυσχετίστηκε με τη  λέξη  «μπάνιο» και τις λουόμενες γυναίκες, αλλά δεν ετυμολογείται από  εκεί.

Και η ετυμολογία της; Δεν ξέρω. Μπορεί, λέω στη  τύχη, να είναι  τσιγγάνικης προέλευσης, αφού πολλά τέτοια ειδικά λεξιλόγια, και τα καλιαρντά ανάμεσά τους, έχουν πολλές τσιγγάνικες  επιρροές.

Πάντως, κατά τη γνώμη  μου, ο μπανιστής μάλλον δεν πάει για μπάνιο -εννοώ, δεν έχει ετυμολογική σχέση.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *