Στις 14 Φεβρουαρίου 1989, λίγους μήνες πριν πεθάνει, ο Αγιατολάχ Χομεϊνί, ανώτατος ηγέτης της Ισλαμικής δημοκρατίας του Ιράν, εξέδωσε από ραδιοφώνου έναν φετφά με τον οποίο καλούσε τους πιστούς να θανατώσουν τον συγγραφέα Σαλμάν Ράσντι για το «βλάσφημο» βιβλίο του «Σατανικοί στίχοι», που είχε κυκλοφορήσει τον Σεπτέμβριο του 1988. Ταυτόχρονα, ο Βρετανός συγγραφέας επικηρύχτηκε από ιρανικά μέσα ενημέρωσης για αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια (στη συνέχεια το ποσό αυτό έφτασε τα 3 εκατομμύρια).
Ο Ράσντι αναγκάστηκε να ζει κρυμμένος, με διαρκή αστυνομική προστασία, και με το ψευδώνυμο Τζόζεφ Άντον. Το Ηνωμένο Βασίλειο διέκοψε διπλωματικές σχέσεις με το Ιράν λίγο μετά την έκδοση του φετφά. Όμως το 1998 οι σχέσεις των δυο χωρών αποκαταστάθηκαν, όταν ο τότε πρόεδρος του Ιράν δήλωσε ότι η χώρα του δεν στηρίζει (αλλά ούτε και εμποδίζει!) προσπάθειες δολοφονίας του Ράσντι. Ο φετφάς πάντως δεν άρθηκε ποτέ (και είναι και ένα ζήτημα αν μπορεί να τον άρει άλλο πρόσωπο, τη στιγμή που αυτός που τον εξέδωσε έχει πεθάνει) και επόμενοι αξιωματούχοι του Ιράν επιβεβαίωσαν ότι ο Ράσντι είναι επικηρυγμένος.
Ο συγγραφέας στο μεταξύ είχε μετακομίσει στις Ηνωμένες Πολιτείες και είχε αρχίσει, εδώ και χρόνια, να ζει χωρίς σωματοφύλακες και να κάνει περισσότερες δημόσιες εμφανίσεις -αλλά το σπαθί του Δαμοκλή εξακολουθούσε να κρέμεται από πάνω του, όπως τραγικα φάνηκε πριν από δέκα μέρες. Ο Ράσντι επρόκειτο να δώσει διάλεξη στο πνευματικό ίδρυμα μιας μικρής πόλης (με απρόφερτο όνομα, Chautauqua) στην πολιτεία της Νέας Υόρκης όταν τον πλησίασε ο 24χρονος Χαντί Ματάρ, Αμερικανός με καταγωγή από τον Λίβανο, και τον μαχαίρωσε αρκετές φορές πριν τον ακινητοποιήσουν οι παριστάμενοι. Ο Ράσντι διασωληνώθηκε στο νοσοκομείο και η κατάστασή του παραμένει σοβαρή.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που κάποιος είχε προσπαθήσει να εκτελέσει τον φετφά του Χομεϊνί. Το 1989 στο Λονδίνο κάποιος ετοίμαζε ένα βιβλίο-βόμβα, αλλά η βόμβα εξερράγη πρόωρα και σκότωσε τον επίδοξο φονιά. Εξάλλου, πολλοί έχουν βρει τον θάνατο ή έχουν δεχτεί επιθέσεις εξαιτίας του φετφά. Ο Χιτόσι Ιγκαράσι, ο Γιαπωνέζος μεταφραστής του βιβλίου, δολοφονήθηκε το 1991. Φονική επίθεση δέχτηκε και ο Έτορε Καπριόλο, ο Ιταλός μεταφραστής, το ίδιο και ο William Nygaard, ο εκδότης της νορβηγικής μετάφρασης.
Πιο σημαντικό είναι το μακελειό στη Σεβάστεια, το 1993, όταν φανατικοί ισλαμιστές έβαλαν φωτιά σε ένα ξενοδοχείο όπου επρόκειτο να γίνει εκδήλωση Αλεβιτών στην οποία συμμετείχε ο έξοχος Αζιζ Νεσίν, που είχε μεταφράσει το βιβλίο στα τουρκικά. Ο ίδιος ο Νεσίν είχε φύγει εγκαίρως, αλλά 37 άνθρωποι βρήκαν τον θάνατο.
Ο γιος του Χομεϊνί είχε πει ότι ο πατέρας του εξέδωσε τον φετφά χωρίς να έχει διαβάσει το επίμαχο βιβλίο. Μάλλον θα του είχαν δείξει κάποια αποσπάσματα.
Γράφουμε «φετφά», διότι έτσι έχει περάσει στη γλώσσα μας, ενώ στα αγγλικά ή στα γαλλικά χρησιμοποιείται ο αραβικός όρος, fatwa. Η αραβική λέξη πέρασε στα τουρκικά, fetva, και από εκεί στα ελληνικά, ήδη από τα όψιμα μεσαιωνικά χρόνια.
Η πρώτη εμφάνιση είναι τον 16ο αιώνα, στον Μανουήλ Μαλαξό, και μάλιστα με τον τύπο «φεϊτιφάς», πχ:
καὶ εὔγαλαν φεϊτιφᾶν ὅτι, ὅποιον κάστρον ἐπάρθη μὲ τὸ σπαθῆ, χωρὶς νὰ προσκυνήσῃ, εἰς αὐτὸ τὸ κάστρον ἐκκλησία Ῥωμαϊκὴ νὰ μὴ δὲν ψάλλεται, οὐδὲ νὰ ἔναι·
Ο φετφάς σήμερα έχει χρωματιστεί, στα ελληνικά, αρνητικά, αφού σημαίνει αυθαίρετη απόφαση, διαταγή -και βεβαια μπορεί να τη χρησιμοποιήσουμε για αυθαίρετη απόφαση του πρωθυπουργού, του διευθυντή μας ή κάποιας υπηρεσίας. Και μόνο που χρησιμοποιούμε τη λέξη, χρωματίζουμε αρνητικά, ενώ την ίδια συμπαραδήλωση έχει και το επίσης τουρκικό «φιρμάνι», όπως και το ρωσικό «ουκάζιο»: διαταγή αυθαίρετη, που δεν χωρεί συζήτηση.
Ωστόσο, η αρχική σημασία της λέξης ήταν η επίσημη γνωμοδότηση ή ερμηνεία, από μουφτή ή από ιμάμη, για ζητήματα που σχετίζονται με το ισλαμικό δίκαιο. Με αυτή τη σημασία βρίσκουμε τη λέξη σε διάφορα ελληνικά κείμενα επί Τουρκοκρατίας. Ο Χρύσανθος Νοταράς, ένας από τους πρώτους Έλληνες της νεότερης εποχής με σπουδές αστρονομίας και χαρτογραφίας, και πατριάρχης Ιεροσολύμων από το 1707 ως το 1731 γράφει για μια διαφορά που είχαν με τους καθολικούς:
ἐγυρεύθη φετφᾶς δι’ αὐτὴν τὴν ὑπόθεσιν, καὶ ἔδωκε φετφᾶν ὁ σοφώτερος τῶν κατὰ βάθος σοφῶν, καὶ ἐναρετώτερος τῶν εὐσεβῶν ἐναρέτων Σεχουλισλάμης Μουφτής μας Ἀπτουλλάχης...
Γνωμοδότησε ο Απτουλλάχης, υπέρ των ορθοδόξων (αφού ήταν σοφότατος, αναμενόμενο είναι). Να προσέξουμε το «εγυρεύθη [ζητήθηκε δηλαδή] φετφάς». Πράγματι, ο φετφάς κανονικά έρχεται ως απάντηση σε ένα ερώτημα, σε μια αίτηση. Και μπορεί να πάρει τη μορφή μιας απλής απάντησης «ναι/όχι» ή να έχει την έκταση πραγματείας ή και βιβλίου, ανάλογα με την πολυπλοκότητα του ζητήματος και την κατάρτιση του μουφτή που τον εκδίδει.
H αραβική λέξη fatwa είναι ρηματικό ουσιαστικό του ρήματος afta («εκδίδω γνωμοδότηση»). Ενεργητική μετοχή του ίδιου ρήματος είναι ο mufti (στα αραβικά αυτό το αρχικό mu- δηλώνει μετοχή), άρα ο μουφτής είναι αυτός που η δουλειά του είναι να βγάζει φετφάδες. (Και, ναι, το επώνυμο Φετφατζίδης από τον φετφά προέρχεται).
Μετά τον φετφά κατά του Ράσντι ακολούθησαν κι άλλες ελευθεροκτόνες πράξεις από μουσουλμάνους με θύματα καλλιτέχνες και λόγιους που «πρόσβαλαν» τον Μωάμεθ, με αποκορύφωμα το μακελειό στο Σαρλί Εμπντό τον Γενάρη του 2015 (έχουμε γράψει). Να θυμηθούμε ακόμα τις διαδηλώσεις σε πολλά μέρη του κόσμου το 2005, όταν μια δανέζικη εφημερίδα δημοσίευσε γελοιογραφίες του Μωάμεθ και τις νέες διαδηλώσεις και επιθέσεις (και κατά του Σαρλί Εμπντό) το 2012, που ξέσπασαν όταν κυκλοφόρησε στο Διαδίκτυο η ερασιτεχνική ταινία μικρού μήκους Η αθωότητα των μουσουλμάνων. Αλλά και ο Ολλανδός σκηνοθέτης Τέο βαν Γκογκ, δισέγγονος του αδελφού του μεγάλου ζωγράφου, που είχε γυρίσει ένα δεκάλεπτο φιλμ εξαιρετικά επικριτικό για τη μεταχείριση των γυναικών από το Ισλάμ, δολοφονήθηκε το 2004 από έναν Ολλανδομαροκινό μουσουλμάνο.
Όλες οι μεγάλες θρησκείες είναι δυσανεκτικές απέναντι σε αυτό που θεωρούν βλάσφημο, και όλοι οι εκπρόσωποι μεγάλων θρησκειών κάνουν το βολικό λογικό άλμα να θεωρούν πως οτιδήποτε (θεωρούν ότι) προσβάλλει τη θρησκεία τους προσβάλλει και τα δισεκατομμύρια πιστών.
Αντιγράφω μια παράγραφο από ένα (πολύ) παλιότερο άρθρο μας:
Με αφορμή την ταινία «Ο τελευταίος πειρασμός», ο αρχιεπίσκοπος Παρισίων είχε δηλώσει «Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να προσβάλλει τις ευαισθησίες εκατομμυρίων ανθρώπων, για τους οποίους ο Ιησούς είναι σημαντικότερος από τον πατέρα τους ή τη μητέρα τους». Ανάλογο επιχείρημα πρόβαλαν πολλοί μουσουλμάνοι ηγέτες (π.χ. ο πρόεδρος του Αφγανιστάν) για την πρόσφατη αντιισλαμική ταινία, ότι προσβάλλει τα θρησκευτικά αισθήματα 1,5 δισεκατομμυρίου μουσουλμάνων. Οι δυο περιπτώσεις διαφέρουν όσο η μέρα με τη νύχτα (από τη μια ένα χονδροειδές κατασκεύασμα, σκαρωμένο για να προκαλέσει, από την άλλη ένα σημαντικό έργο τέχνης) αλλά ο πυρήνας παραμένει ίδιος: η ελευθερία του λόγου σταματάει τάχα εκεί όπου αρχίζει να προσβάλλει τα θρησκευτικά πιστεύω κάποιου άλλου; Προσωπικά πιστεύω ότι είναι πολύ επικίνδυνο να δεχτούμε περιορισμούς στην ελευθερία του λόγου στο όνομα της προσβολής των θρησκευτικών πιστεύω. Φυσικά, αν απαγορευόταν η προβολή του αντιισλαμικού κατασκευάσματος, ο κόσμος δεν θα γινόταν φτωχότερος -αλλά αν απαγορευτεί για λόγους βλασφημίας το κατασκεύασμα, πού θα σταματήσουμε; Σκεφτείτε όλα τα έργα τέχνης που αναφέρω στο άρθρο -πού θα βάζατε τη γραμμή; Στο φιλμάκι του βαν Γκογκ; Στις γελοιογραφίες του Μωάμεθ; Στο βιβλίο του Μίμη Ανδρουλάκη; Στους Σατανικούς στίχους; Στην Πάπισσα Ιωάννα; Στο Φως που καίει; Στον Τελευταίο πειρασμό; Και γιατί χρειάζεται νόμος περί βλασφημίας, τη στιγμή που υπάρχουν άλλοι νόμοι για τα αδικήματα μίσους;
Ωστόσο, εξίσου αναμφισβήτητο γεγονός είναι ότι οι διαμαρτυρίες μουσουλμάνων εναντίον αυτού που θεωρούν βλασφημία παίρνουν κατά κανόνα εξαιρετικά βίαιη μορφή, τόσο στην Ευρώπη όσο και σε μουσουλμανικές χώρες, κάτι που ασφαλώς οδηγεί στην αυτολογοκρισία και στη λογοκρισία, αλλά και δίνει εύκολη τροφή σε ακροδεξιούς να κατασκευάσουν «βλάσφημο» υλικό με σκοπό την πρόκληση. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, πάλι, ενώ έχουν καταδικάσει τους μουσουλμάνους πολίτες τους στην περιθωριοποίηση, επειδή θέλουν να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο και τον κρατικό κορβανά γεμάτο αποδεικνύονται εξαιρετικά ενδοτικές απέναντι στα αυταρχικά θεοκρατικά μουσουλμανικά κράτη -εδαφιαίες υποκλίσεις έκανε τις προάλλες ο πρωθυπουργός μας, αλλά και ο πρόεδρος Μακρόν στον πρίγκιπα με το πριόνι (αλλά και με τα πετροδολάρια).
Και βέβαια, σήμερα ακομα κι αν βρισκόταν κάποιος παλαβός συγγραφέας να γράψει ένα μυθιστόρημα σαν τους Σατανικούς στίχους δεν θα έβρισκε εκδότη να το εκδώσει. Από την άποψη αυτή, ο φετφάς του Χομεϊνί είχε φέρει αποτελέσματα πριν ακόμα από τη φονική επίθεση στη Νέα Υόρκη.