cebf cf83ceb5cf86ceadcf81ceb7cf82 cebaceb1ceb9 cebf cebccf80ceadceb7cf82 cf84ceb7cf82 ceb1ceafceb3ceb9cebdceb1cf82

Έναυσμα για το σημερινό άρθρο στάθηκε μια ηλεσυζήτηση που είχα με τον φίλο Δημήτρη Ραπτάκη, που τον ευχαριστώ.

Στις Μέρες, το πολύτομο ημερολόγιο του Γιώργου Σεφέρη, στον Β’ τόμο, υπάρχει μια αξιοπρόσεκτη εγγραφή, που ξεχωρίζει όχι μόνο για το περιεχόμενό της ή τη μεγάλη της έκταση (κάπου τέσσερις σελίδες βιβλίου) αλλά και επειδή ο ποιητής δηλώνει πως την καθαρόγραψε και τη συμπλήρωσε το 1967, ενώ αρχικά την είχε γράψει στις 25 Μαΐου 1932, 35 χρόνια νωρίτερα, από το Λονδίνο, όπου υπηρετούσε στην ελληνική πρεσβεία. Την παραθέτω και μετά θα τη σχολιάσω.

1bis3a25 Μάη (Καθαρογραμμένο και συμπληρωμένο, 1967.)

Έκλεισε χρόνο που ο Σεφέρης είδε το φως της Αττικής: πάλι καλά. Συλλογίστηκα το Χάνι τής Γραβιάς:

Διαβαίνων και σφάζων λαμβάνει
ο Σεφέρης βαρείαν πληγήν
και βαρύγδουπος πίπτει εις την γην
αλλά πριν αποθάνει

τον φονέα με σφαίραν ευρίσκει
εις το στήθος. «Θεέ των πιστών,
εις τους κόλπους σου δεξου κι αυτόν,
υπέρ σού αποθνήσκει».

Δεν είμαι ολωσδιόλου σίγουρος για τη μνήμη μου. Το «βαρύγδουπος» με κάνει να σκέπτομαι ότι πρέπει να ήταν κι αυτός σωματώδης, ο θετός προπάππος μου. Κι αυτά μού φέρνουν στο νου οικογενειακές κουβέντες για τους άλλους, τους φυσικούς, προγόνους.

Τον πρώτο που θυμούνταν η φαμίλια ήταν ο Σεφέρης Αί(γ)ιναμπέογλου, γεννημένος γύρω στην επανάσταση του Ορλώφ· παντρεύτηκε στην Καισάρεια τη Μαγλή, την κόρη του Μιλλέτμπαση· ο θείος μου ο Σωκράτης τον θυμούνταν στη Σμύρνη, τριγυρισμένον από καναρίνια σέ κλουβιά· πρέ­πει να τον διασκέδαζαν τα πουλιά, στα γερατειά του τουλά­χιστο. (Δε θυμάμαι πού, σέ κάποια εγκυκλοπαίδεια υπο­θέτω, είδα ότι στα περίχωρα τής Καισάρειας υπήρχε παροι­κία από Αιγινήτες.) Ο γερο-Σεφέρης έκαμε εφτά παιδιά· το πρώτο ήταν ο Πρόδρομος, ο πατέρας του πατέρα μου, γεννημένος στα 1820 ή 1821, και το δεύτερο ο Αναστάσης, ο πατέρας του θείου μου του Σωκράτη· (η μάνα μου θυμούν­ταν το πρόσωπό του με κάποιο δέος· ήταν όλο μαχαιριές από ληστές που τον έπιασαν κάποτε). Ο Πρόδρομος παντρεύ­τηκε στη Σμύρνη τη Χαρίκλεια Αγγελίδη που πέθανε πολύ νέα από κακοήθη πυρετό (30 Ιουνίου 1880). Το πρώτο από τα δυο αγόρια της, ο πατέρας μου Στέλιος, είχε γεννηθεί 1η Αυγούστου 1873. Είχαμε, θυμούμαι, τη φωτογραφία της στο οικογενειακό λεύκωμα — την αντέγραψε αργότερα σέ λάδι ο ζωγράφος Ευάγγελος Ιωαννίδης —, καθώς και του πατέρα της, του «παππουλάκου του Αγγελή». Ήταν ευγενικότατες φυσιογνωμίες και οι δυο· τα φορέματά τους τούς έδειχναν αρχοντάνθρωπους. Ο πατέρας μου έλεγε πως κατάγουνταν από τη Δημητσάνα και είχαν συγγένεια με τον Οι­κουμενικό Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε’.

Από το μέρος τής μητέρας μου, ο παππούς μου ήταν ο Γεωργάκης Κυριάκου Τενεκίδης (ο Γιωργάκης ο Τενεκές)· καταγωγή του από τη Νάξο. Πέθανε το Μάη 1886. Έζησε κυρίως στα Βουρλά· εκεί και στη Σκάλα, όπου περνούσα μι­κρός τα καλοκαίρια, πολλοί τον θυμούνται να πηγαίνει καβα­λάρης. Ήταν πλούσιος κτηματίας και η Σκάλα ήταν σχε­δόν αποκλειστικό δημιούργημά του. Άλλωστε οι μόνοι που παραθέριζαν πάντα στη Σκάλα, σέ δικά τους σπίτια, ήταν τα πέντε επιζώντα από τα οχτώ παιδιά του. Ο Γεωργάκης παντρεύτηκε την Ευανθία Μιχαλάκη Πεστεμαντζόγλου. Η οικογένεια της καταγόταν από την Άγκυρα (έπειτα, στην Αθήνα, το όνομα έγινε Πεσμαζόγλου). Η γιαγιά Ευανθία (εμείς τα εγγόνια τη λέγαμε πάντα νενέ) είναι η μόνη πού γνώρισα από τούς προγόνους μου· πέθανε 29 Μαΐου 1909· ήμουν εννιά χρονώ· τη θυμάμαι καλά· ήταν γενναιόδωρη και, καθώς θυμάμαι, πάντα γύρω της ένας αέρας μεγαλοπρέ­πειας — από τότε πού έμαθα την έννοια τής λέξης δέσποινα (το κύριο όνομα μού ήταν οικείο: Δέσποινα ήταν η μητέρα μου και την έλεγαν πάντα: Δέσπω), της Ευανθίας την εικόνα μού φέρνει πάντα στο μυαλό μου. Κάποτε μου χάρισε ένα ασημένιο ρολόι. Φυσικά, άρχισα αμέσως να το περιεργάζομαι επικίνδυνα. «Πρέπει να το φυλάξουμε, θα το χαλάσει» είπε κάποιος. «Να το χαλάσει, είπε εκείνη, δεν του το έδωσα για να το κρύψει». Αν κάποτε αισθάνομαι την ανάγκη να δώσω, νομίζω σ’ αυτήν την αρχόντισσα το χρωστώ. Ο θάνατός της κόστισε πολύ στη μάνα μου· όμως η μάνα μου, μολονότι «παστρικά» ευαίσθητη, θέλω να πω χωρίς αισθηματολογικά μπιχλιμπίδια, είχε πολύ συχνά ξεσπάσματα κεφιού. Τη θυμούμαι να λέει ένα γαμήλιο στιχούργημα που κάποιος καλο­προαίρετος αποπειράθηκε να φτιάξει στους γάμους των γο­νιών της· έλεγε στην Ευανθία:

 

Στην χορείαν των παρθένων
δεν θ’ ανήκεις τώρα πλέον.

Ο γενναίος ευπατρίδης,
ο Γεωργάκης Τενεκίδης
θα σε φέρει…

 

Τόσο μπορώ να θυμηθώ, όμως απόμειναν παντοτινά στο νου μου τα πλατιά και χαμηλά μαρμάρινα σκαλοπάτια του σπιτιού της στο «Βερχανέ» (εκεί εγκαταστάθηκε μετά το θάνατό της η «Ελληνική Λέσχη τής Σμύρνης»), όταν πηγαί­ναμε να τής ζητήσουμε συχώρεση για να κοινωνήσουμε.

Συμπληρωματικά αντιγράφω τώρα από το βιβλίο του Νίκου Ε. Μηλιώρη (Τα Βουρλά, τόμος Α’, σ. 208): «Τενε­κίδης Γεώργιος (ο Γιωργάκης ο Τενεκές). Από τους σημαν­τικότερους, ίσως ο σοβαρότερος κοινοτικός παράγων της εποχής του (στα Βουρλά), κατά την περίοδο μεταξύ 1860- 1880. Κατά το 1861 υπογράφει ως επίτροπος τής Παναγίας σχετικό έγγραφο. Υπήρξε ένας άνδρας ζωηρός, ευφυέστα­τος, δραστήριος. Ως έμπορος σταφίδων και κτηματίας, με τις εξαιρετικές του ικανότητες, κατόρθωσε να δημιουργήσει μια αρκετή μεγάλη περιουσία. Μετά το 1880 αποσύρθηκε και εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη, όπου και αγόρασε την επ’ ονόματί του δίοδο στο Φραγκομαχαλά, τη γνωστή ως «Βερχανές του Τενεκέ». Υπήρξε επίτροπος του Μητροπο­λίτη ’Εφέσου Παϊσίου (1872), δημογέρων, αγάς, αντεπιστέλλον μέλος τής Εταιρείας του Μουσείου και τής Βιβλιοθή­κης τής Ευαγγελικής Σχολής (1874) και ευεργέτης αυτών…»

Αντιγράφω και τούτο ακόμη από τον ίδιο (τόμος Β’, σ. 252): «Στα Βαζίκια, μια έξοχή περί τα τέσσερα χιλιόμετρα νοτιοανατολικά των Βουρλών, υπήρχε ένα εξωκκλήσι προς τιμήν της Παναγίας· γιόρταζε στις 8 Σεπτεμβρίου· το «Γενέσιον της Θεοτόκου”. Για την εύρεσή του λέγανε, πως ένας Τούρκος που είχε κτήμα εκεί κοντά, γιασαξής, σωματοφύ­λακας του Γιωργάκη του Τενεκέ, καιρό πολύ έβλεπε σ’ ένα σημείο της περιοχής εκείνης ένα φώς· το είπε στους γειτόνους του και σκάψανε και βρήκανε το δάπεδο μιας παλιάς εκκλησιάς».

Ο σχολιασμός:

Στη σημαντική αυτή εγγραφή, λοιπόν, ο Σεφέρης ξεκινάει παραθέτοντας δυο στροφές από το Χάνι της Γραβιάς, του Γ. Ζαλοκώστα (χρωστάμε και γι’ αυτόν άρθρο), ένα ποίημα που ήταν πολύ περισσότερο γνωστό το 1930 απ’ ό,τι είναι σήμερα, και μάλιστα πολυπαρωδημένο. Καλά κάνει πάντως και κρατάει επιφύλαξη για το μνημονικό του, αφού μεταφέρει λάθος ακριβώς τη λέξη που επισημαίνει, τη λέξη «βαρύγδουπος». Ο Ζαλοκώστας στο ποίημά του έχει άλλη λέξη, τη σπανιότατη «οπλόδουπος», ένα άπαξ λεγόμενο στην αρχαία γραμματεία (στα Ορφικά), που σημαίνει αυτόν που προκαλεί κρότο με τα όπλα. Πιθανώς όμως σε κάποια σχολική ποιητική ανθολογία να είχε τυπωθεί «βαρύγδουπος».

Ο Ζαλοκώστας μιλάει για τον Θανάση Σεφέρη, αγωνιστή του 21 που κέρδισε την υστεροφημία επειδή ήταν ο μοναδικός ή ένας από τους λιγοστούς νεκρούς Έλληνες μιας παραλίγο άδακρης και θριαμβευτικής νίκης, στο Χάνι της Γραβιάς. Τον αποκαλεί «θετό» προπάππο, θετό βέβαια από την μεριά τη δική του, του «δισέγγονου», και επιμένει στον χαρακτηρισμό (που δεν υπάρχει όπως είδαμε) «βαρύγδουπος» διότι κι ο ίδιος ο ποιητής, από τα νιάτα του κιόλας, ήταν σωματώδης και πολλοί τον χαρακτήριζαν χοντρό, όπως οι χουντικοί κονδυλοφόροι επί δικτατορίας.

Αλλά δεν είναι αυτό το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της αφήγησης, αλλά τα στοιχεία για την καταγωγή της οικογένειας Σεφεριάδη -που αυτό ήταν το πραγματικό επώνυμο του ποιητή. Πραγματικός (και όχι θετός) προπάππος του Γιώργου Σεφεριάδη-Σεφέρη είναι ένας άλλος Σεφέρης, ο Σεφέρης Αί(γ)ιναμπέογλου, όπως τον γράφει.

Τον γράφει έτσι ο Γιώργος Σεφέρης, επειδή φαίνεται να πιστεύει πως ο προπάππος του καταγόταν από την Αίγινα, και γι’ αυτό προσθέτει την κάπως ασαφή πληροφορία περί παροικίας Αιγινητών στα περίχωρα της Καισάρειας, αλλά αυτό το παρένθετο γ μας δείχνει πως το επώνυμο του προπάππου ήταν, μάλλον «Εϊναμπέογλου» ή «Αϊναμπέογλου». Σε κάθε περίπτωση, το επώνυμό του θα το έβρισκε ίσως κι ο ίδιος ανοικονόμητο, αφού τα παιδιά που έκανε πήραν το πατρωνυμικό επώνυμο Σεφεριάδης, σε μιαν εποχή που λίγοι είχαν επώνυμα και τα άλλαζαν εύκολα, χωρίς διατυπώσεις (όπως και ο εκ μητρός παππούς, ο Τενεκές, που ερχόμενος από τη Νάξο, το τροποποίησε σε Τενεκίδης).

Ο Ρόντρικ Μπήτον στη βιογραφία του Σεφέρη, δεν φαίνεται να πολυπιστεύει την αιγινήτικη καταγωγή του προπάππου. Αναφέρει ότι δεν υπάρχει άλλο στοιχείο που να συνδέει τον πρόγονο με την Αίγινα, και προτείνει, διστακτικά, τις τουρκικές λέξεις ayina (πηγή) ή ayi (άνοιξη) σαν πιθανά έτυμα του επωνύμου. Το όνομα Σεφέρης είναι βέβαια τουρκικής προέλευσης, αραβικής πιο σωστά, κι από εκεί προέρχεται και το σεφέρι (εκστρατεία, στράτευμα και άλλες σημασίες) που καρτερούσαν να φέρει ο Μόσκοβος, όπως και το σαφάρι. Η Καισάρεια, στη μέση της Καππαδοκίας, είχε βεβαίως Έλληνες, και δεν είναι απίθανο να είχε φτάσει ως εκεί κάποιος νησιώτης -άλλωστε ήταν πάρα πολλοί οι Μικρασιάτες (πλην Ποντίων) που είχαν ρίζα ελλαδική (και στη γενεαλογία του Σεφέρη βρίσκουμε από τη Νάξο και από τη Δημητσάνα).

Στο πρόσφατο βιβλίο του «Ο Ασιάτης Σεφέρης», ο Άκης Γαβριηλίδης ασχολείται αναλυτικότερα με το θέμα. Όπως λέει ο Γαβριηλίδης, στο αρχείο Σεφέρη (στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη) απόκειται χειρόγραφο της Μάνιας Σεφεριάδη «σχετικά με την οικογένεια Σεφεριάδη και την οικογένεια Τενεκίδη». Σε αυτό δηλώνεται ότι η προγιαγιά του ποιητή, η σύζυγος του Σεφέρη Αϊναμπέογλου (ή Εγιναμπέογλου) λεγόταν όχι Μαγλί αλλά Ναζλί Τσε/αρτίνογλου, κόρη του μιλέτ-μπασή. Με το ε/α αποδίδω ένα σύμπλεγμα των ε και α, που υπάρχει στο χειρόγραφο -και σε σημείωση της ίδιας: «ο Γιώργος μού έλεγε πως είναι κάτι ανάμεσα στο α και το ε». Πάντως, το όνομα Ναζλί είναι μουσουλμανικό. Όσο για το όνομα Σεφέρης δεν φαίνεται ορθόδοξο, αν και στο ίδιο χειρόγραφο η Μάνια Σεφεριάδη σημειώνει ότι «ο κ. Ερμόλαος Ανδρεάδης μού είχε πει ότι το όνομα Σεφέρης αντιστοιχεί στο Σεραφείμ στην Καππαδοκία».

Πάντως, ο Σεφέρης Αϊναμπέογλου έδωσε στα παιδιά του το επώνυμο Σεφεριάδης, ενώ τους έδωσε και σαφώς χριστιανικά ονόματα. Ο πρωτότοκος, ο παππούς του ποιητή, βαφτίστηκε Πρόδρομος. Το περίεργο είναι (αντιγράφω πάλι από τον Γαβριηλίδη) ότι στο έγγραφο των αρραβώνων του με τη Χαρίκλεια Αγγέλου Ευστρατίου, ενώ στο κείμενο αναφέρεται ως Σεφεριάδης υπογράφει ως Π. Σεφέρωφ, και ως Σεφερώφ υπογράφει κι άλλα έγγραφα. Φαίνεται λοιπόν πόσο ρευστά ήταν τα επώνυμα την εποχή εκείνη.

Ο Πρόδρομος είχε δυο παιδιά, με πρώτο τον Στέλιο Σεφεριάδη, τον πατέρα του ποιητή. Και βέβαια ξέρουμε ότι ο διπλωματικός υπάλληλος Γεώργιος Σεφεριάδης όταν τύπωσε την πρώτη συλλογή του, το 1931, διάλεξε το ψευδώνυμο Σεφέρης, με το οποίο μεσουράνησε ως ποιητής και βραβεύτηκε με το Νόμπελ, ενώ εξακολουθούσε να σταδιοδρομεί στο διπλωματικό σώμα ως Σεφεριάδης.

Αν θέλετε τη γνώμη μου, και παρότι εγώ έχω όντως καταγωγή από την Αίγινα, δεν θεωρώ πιθανή την καταγωγή του Σεφέρη από τον «μπέη της Αίγινας» (που, απ’ όσο ξέρω, δεν υπήρξε και ποτέ). Δεν μπορούμε να το αποκλείσουμε βέβαια: θα μπορούσε, θεωρητικά, να είναι το παρατσούκλι του προπάππου Σεφέρη, όταν έφτασε (θεωρητικά, λέω) από την Αίγινα στην Καισάρεια -ποιος είσαι εσύ, ξένε, που έχεις τόσο ύφος; Ο γιος του μπέη της Αίγινας; Αλλά αυτό είναι απίθανο.

Το ενδιαφέρον είναι πως η Αίγινα έχει παίξει ρόλο στη ζωή του ποιητή, αφού εκεί γνώρισε, ενώ έκανε διακοπές, τη Μαρώ. Θα περίμενε κανείς να έχει αναφέρει και σε άλλα σημεία τον τόπο καταγωγής του προπάππου του, πέρα από τις δύο αναφορές που διαβάσατε. Ίσως κι ο ίδιος να μην ήταν πεισμένος για την αιγινήτικη καταγωγή, που μέχρι να βρεθεί κάποιο άλλο στοιχείο (όπως η επιβεβαίωση της ύπαρξης αιγινήτικης παροικίας στην Καισάρεια) πρέπει να την αντιμετωπίζουμε με πολλές επιφυλάξεις.

Οπότε, μάλλον φαίνεται πιο δικαιολογημένη η άποψη του Μπήτον ότι George’s forebears on his father’s side had been deeply rooted in the Anatolian heartland, indeed in the Turkish language. Όσο για τον μιλέτμπαση, τον πατέρα της Ναζλί ή Μαγλί Τσερτίνογλου (ή Τσαρτίνογλου) ασφαλώς ήταν προύχοντας, επικεφαλής του μιλετιού -αλλά τίνος μιλετιού; Εδώ θα ζητήσουμε τη βοήθεια οθωμανολόγων.

Μια τελευταία γλωσσική-ονοματολογική παρατήρηση. Διαβάσαμε στην ημερολογιακή εγγραφή του Σεφέρη, ότι η εκ μητρός γιαγιά του λεγόταν Ευανθία Μιχαλάκη Πεστεμαντζόγλου και ότι η οικογένεια της καταγόταν από την Άγκυρα κι έπειτα, στην Αθήνα, το όνομα έγινε Πεσμαζόγλου. Στην αρχή του επωνύμου βρίσκεται το πεστεμάλι, η πετσέτα του χαμάμ, και ο πεστεμαλτζής/πεστεμαντζής, δηλ αυτός που πουλάει πεστεμάλια (ή που φέρνει τα πεστεμάλια στον λουτράρη). Σιγά το επάγγελμα, θα πείτε, αλλά σε μια εποχή που τα σπίτια δεν είχαν λουτρό, ούτε τα αρχοντικά, το χαμάμ έπαιζε πολύ σημαντικό ρόλο στην καθημερινή ζωή. Την απλολογία στο επώνυμο την είχε σημειώσει ο Τριανταφυλλίδης, την επιβεβαιώνει και ο Σεφέρης.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *