Με πολλή χαρά παρουσιάζω σήμερα ένα ακόμα διήγημα του φίλου Κωστή Ανετάκη. Η χαρά οφείλεται στο ότι το διήγημα αυτό το πήρα από ένα βιβλίο του Ανετάκη που μόλις κυκλοφόρησε, με τίτλο Ο Ευριπίδης της ταφής και υπότιτλο Δέκα ιστορίες γυρεύουν δολοφόνο, από τις εκδόσεις Ανάτυπο.
Ο τίτλος του βιβλίου θα είναι γνώριμος σε πολλούς αναγνώστες του ιστολογίου. Πράγματι, το (έξοχο) διήγημα που χάρισε τον τίτλο του στο βιβλίο το είχαμε παρουσιάσει στο ιστολόγιο το 2017., ενώ στη συνέχεια παρουσιάσαμε κι άλλες δουλειές του Ανετάκη.
Το βιβλίο ήδη παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη (ο Κωστής είναι Θεσσαλονικιός) και θα παρουσιαστεί και στην Αθήνα την Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου. Πολύ θα ήθελα να παρευρεθώ, αλλά δεν θα είμαι στην Ελλάδα την επόμενη εβδομάδα. Οπότε, αναπληρώνω την απουσία μου με το να παρουσιάσω σήμερα ένα άλλο διήγημα από το βιβλίο του Ανετάκη.
Μια και το ιστολόγιο έχει επιβάλει εμπάργκο σχολίων στο Καταραμένο Μουντιάλ και όσο να’ναι κάποιοι θα νιώθουν στέρηση, διάλεξα ένα διήγημα με θέμα ποδοσφαιρικό, διασκεδαστικό και καλογραμμένο. Ο Ανετάκης είχε κέφια και δεν τσιγκουνεύτηκε τις διακειμενικές αναφορές, που τις εξηγεί σε υποσημείωση στο τέλος του βιβλίου, οπότε δεν τις μαρτυράω για να μην σποϊλάρω. Γούστο έχουν και τα ονόματα διάφορων πρωταγωνιστών, όπου Καβάσης σημαίνει κλητήρας, τσιράκι, ο Τζελάτης (ο επιλεγόμενος καιο Χασάπης) σημαίνει «δήμιος», ο ένας πρόεδρος λέγεται Αγοραστάκης, ενώ ο διαιτητής Μουστερής (πελάτης). Όλα αυτά τα επώνυμα είναι υπαρκτά, βέβαια.
Ο Σέρβος ποδοσφαιριστής λέγεται Πιάσιτς, που δεν ξέρω αν υπάρχει, σιγουρα υπάρχει Πιάνιτς, ενώ ο τερματοφύλακας Κερβεράκης είναι φόρος τιμής στον Κερβέρογλου του Χάρρυ Κλυνν. Για να γκρινιάξω με μια παρωνυχίδα, η ομάδα της Χίου θα έπρεπε να λέγεται Πανχωραϊκός ή Παγχωραϊκός -αλλά είναι λεπτομέρεια.
Το εξώφυλλο του βιβλίου και η πρόσκληση στην παρουσίαση:
Ο Δεκατρίας
“Όλα όσα ξέρω για την ηθική
μου τα έμαθε το ποδόσφαιρο” Αλμπέρ Καμί
Δεύτερο ημίχρονο κι ο Σώτος Μεντόνης δεν είχε τόπο να σταθεί. Στην άκρη του πάγκου φύτρωναν θαρρείς δωδεκάποντα καρφιά. Κουνιόταν νευρικά, έτοιμος σε κάθε φάση να πεταχτεί ολόρθος. Ζούσε έντονα το παιχνίδι, στιγμή προς στιγμή, λες κι ήταν ο τελικός του Τσάμπιονς Λιγκ. Οι άλλοι τον βλεφάριζαν με την άκρη του ματιού και χαμογελούσαν με νόημα μεταξύ τους. Η αγωνία του πρωτάρη.
Απ’ το απόγεμα της Παρασκευής, όταν ο προπονητής της Α.Ε. Καστρόπυργου Στέλιος Αναφάνταλος ανακοίνωσε την αποστολή για τον κυριακάτικο αγώνα με τον Πανχωριακό Α.Ο., ο Σώτος δεν μπορούσε να ησυχάσει. Ήταν η πρώτη φορά που θα καθότανε στον πάγκο σε αγώνα της Σούπερ Λιγκ, μόλις στα δεκαεφτά του. Την περίμενε καιρό τούτη την ώρα.
Κάθε Παρασκευή που δεν άκουγε τ’ όνομά του για τη δεκαεξάδα, έσφιγγε τα δόντια αποφασισμένος να δουλέψει ακόμα πιο σκληρά, να κάνει τον προπονητή του να τον εμπιστευτεί, να του δώσει την ευκαιρία. «Είσαι μικρός ακόμα, μη βιάζεσαι, περίμενε την ώρα σου» τον νουθετούσαν οι παλιοί.
Η μεγάλη ευκαιρία παρουσιάζεται τρεις φορές σε μια ζωή, έλεγε ο πατέρας του. Την πρώτη περνάει από μπροστά σου μακρυμαλλούσα, με τη χαίτη ν’ ανεμίζει ξοπίσω της. Τη δεύτερη είναι κοντοκουρεμένη σαν αγόρι. Την τρίτη φορά είναι κουκί φαλακρή και το μόνο που μπορείς πια να κάνεις είναι να σταθείς ανήμπορος, να την κοιτάς να χάνεται. Γι’ αυτό, τον ορμήνευε, πρέπει να ’σαι πάντα έτοιμος να την αδράξεις απ’ τα μαλλιά με την πρώτη.
Ο Σώτος ήταν ξύπνιο και σοβαρό παλικάρι, όχι σαν κάτι άλλα ταλέντα, που είχαν τα μυαλά πάνω απ’ το κεφάλι και κατέληξαν στ’ αζήτητα. Είχε στόχο και σκοπό, είχε κι όρεξη για δουλειά. Από τη μέρα που ο προπονητής του Καστρόπυργου τον επέλεξε απ’ τα τμήματα υποδομής για να τον προωθήσει στην πρώτη ομάδα, είχε μάτια κι αφτιά μονάχα για ό,τι έλεγε κείνος. Ο λόγος του ήταν ευαγγέλιο.
Γιατί ο Αναφάνταλος δεν ήταν κάνας πουθενάς· τεράστιο όνομα στην ποδοσφαιρική πιάτσα. Είχε ξεκινήσει απ’ τον Ολυμπιακό, όμως σύντομα μεταπήδησε στην Μπάγερν Μονάχου. Έκανε μεγάλη καριέρα στην Μπουντεσλίγκα και στην Εθνική Ελλάδος, πρώτος σκόρερ σε τελικά παγκοσμίων κυπέλλων. Ως προπονητής, είχε αφήσει τη σφραγίδα του, όταν οδήγησε τον ΠΑΟΚ στην κατάκτηση του πρωταθλήματος και στα ημιτελικά του Γιουρόπα Λιγκ. Είχε τη φήμη πως ήξερε ν’ αναδεικνύει νέα ταλέντα που αφήναν εποχή.
Ο Σώτος δούλευε στις προπονήσεις με σκυλίσια επιμονή· όργωνε το τερέν με τις τάπες των παπουτσιών του και πότιζε το γρασίδι με τον ιδρώτα του. Κάπου στα μισά του δεύτερου γύρου, άρχισε ν’ απογοητεύεται. Δεν είχε κάτσει στον πάγκο ούτε στους πιο αδιάφορους αγώνες. Μα και πάλι δεν το ’βαλε κάτω. Είχε πίστη ακλόνητη στο άστρο του και ήξερε να περιμένει.
Κι ήρθε επιτέλους η ώρα της δικαίωσης. Τέσσερις αγωνιστικές πριν απ’ το τέλος, ανακοινώθηκε τ’ όνομά του στη δεκαεξάδα. Ήταν σημαντικός ο αγώνας, αφού σε περίπτωση νίκης θα εξασφάλιζαν την έξοδο στην Ευρώπη, οπότε δεν είχε και πολλές ελπίδες να παίξει. Μα Σαββάτο μεσημέρι, όταν αποσύρθηκε η ομάδα στο ξενοδοχείο, του καρφώθηκε η προαίσθηση πως θα ’παιζε, έστω για λίγο. Προσπάθησε ν’ αποδιώξει τούτη τη σκέψη, αλλά δεν τα κατάφερε. Μια παράξενη σιγουριά τον είχε κατακλύσει και του ’δενε κόμπο τα σωθικά. Δεν τόλμησε να το ξομολογηθεί σε κανέναν, ούτε καλά καλά στον εαυτό του.
Ο αγώνας στο δεύτερο ημίχρονο είχε ενδιαφέρον. Η ομάδα είχε ανεβάσει ρυθμούς και πίεζε τον αντίπαλο. Οι φίλαθλοι στις κερκίδες είχαν ζεσταθεί κι εμψύχωναν με τραγούδια και ιαχές τους παίχτες. Ο Πιάσιτς, το αστέρι της ομάδας και πρώτο βιολί στην επίθεση, είχε βγάλει φτερά στα πόδια κι αναστάτωνε την άμυνα της χιώτικης ομάδας, που δυσκολευόταν πολύ να τον αντιμετωπίσει. Ήδη ο αντίπαλος τερματοφύλακας είχε σώσει δυο φορές την εστία του την τελευταία στιγμή. Δυο λεπτά αργότερα, ο Σέρβος, μ’ ένα σουτ-φωτοβολίδα, έστειλε την μπάλα να τραντάξει τ’ οριζόντιο δοκάρι.
Ακούστηκε το τηλέφωνο του Αναφάνταλου να χτυπάει. Ο προπονητής απάντησε. «Ορίστε… Μα… Καλά, καλά εντάξει, κλείσε». Έβαλε το τηλέφωνο στην τσέπη και γύρισε να κοιτάξει τον πάγκο. «Εσείς οι τρεις, σηκωθείτε για ζέσταμα» πρόσταξε με τον γνωστό αυταρχικό του τρόπο. Όταν ο Σώτος κατάλαβε ότι εννοούσε και κείνον μαζί, λες και πιάσανε τα πόδια του φωτιά. Πετάχτηκε απάνω, πήγε δίπλα στον πάγκο κι άρχισε τις διατάσεις και τα επιτόπια άλματα. Κι ήταν σα να ’χαν σούστες τα τακούνια του.
* * *
«Φίλες καιφίλοι της ΕΡΑΣπορ, ακούτε την εκπομπή “Μικρόφωνο στα Γήπεδα”. Θα διακόψουμε τη μετάδοσή μας από το γήπεδο Χαριλάου και θα μεταφερθούμε στα γρήγορα στον Καστρόπυργο, γιατί κάτι συμβαίνει εκεί. Το μικρόφωνο στον ανταποκριτή μας Λάκη Πετρίδη. Λάκη, γιατί ζήτησες το λόγο, σε ακούμε».
«Θανάση Παπαδημητρίου, φίλες και φίλοι, εδώ στο γήπεδο Στρατηγός Ρούσης τα πνεύματα έχουν ανάψει για τα καλά. Βρισκόμαστε στο εικοστό λεπτό του δευτέρου ημιχρόνου και ο προπονητής της Α.Ε. Καστρόπυργου αποφάσισε να κάνει αλλαγή τον Ζάρκο Πιάσιτς, τον μοναδικό παίχτη που απειλούσε τα καρέ του Πανχωριακού, σ’ ένα κατά τ’ άλλα ανιαρό παιχνίδι. Η ομάδα της Χίου παρατάχτηκε με σκοπό να μη χάσει και μόνο με σποραδικές αντεπιθέσεις απειλούσε τα γκολπόστ του Καστρόπυργου.
Μετά την πολύ χλιαρή εμφάνισή του, μέχρι το τριακοστό πέμπτο λεπτό του πρώτου ημιχρόνου, ο Σέρβος ανέβασε κατακόρυφα απόδοση και, ειδικά στο δεύτερο ημίχρονο, κυριολεκτικά μασούσε σίδερα, παρασέρνοντας όλη την ομάδα ν’ ανεβάσει ρυθμούς.
Ωστόσο, ο Στέλιος Αναφάνταλος όχι μόνο αποφάσισε να τον αποσύρει, μόλις αυτός έστειλε την μπάλα στο δοκάρι του τερματοφύλακα Κερβεράκη, όχι μόνο άλλαξε τον κεντρικό του επιθετικό μ’ έναν αμυντικό μέσο, αλλά επέλεξε για αντικαταστάτη τού Σέρβου άσου τον νεαρό Σώτο Μεντόνη, που δεν είχε ούτε λεπτό συμμετοχής στο πρωτάθλημα μέχρι σήμερα.
Όπως καταλαβαίνεις, Θανάση, αυτό εξόργισε τους φιλάθλους του Καστρόπυργου. Έχουν ξεσηκωθεί στις κερκίδες, γιουχάρουν άγρια τον προπονητή και πετούν αντικείμενα στον αγωνιστικό χώρο, πράγμα που πιθανώς θα επιφέρει την τιμωρία της ομάδας…»
«Με συγχωρείς που σε διακόπτω, Λάκη, όμως ο Αναφάνταλος δε μας έχει συνηθίσει σε άστοχες ή επιπόλαιες κινήσεις, είναι ένας προπονητής που γνωρίζει καλά τη δουλειά του, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, Θανάση, δυστυχώς στην Ελλάδα είμαστε προπονητές της εξέδρας και δεν εμπιστευόμαστε ανθρώπους με περγαμηνές όπως αυτές του Αναφάνταλου. Κι εμένα με παραξενεύει η επιλογή του, όμως ο καλός σκακιστής είναι αυτός που δεν μπορεί κανείς να προβλέψει τις κινήσεις του. Οι φίλαθλοι θα πρέπει να δείξουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην κρίση του πολύπειρου ποδοσφαιράνθρωπου, που τιμά με την παρουσία του την ομάδα τους.
Το παιχνίδι έχει διακοπεί, ο διαιτητής Μουστερής δείχνει ότι θα κρατήσει καθυστερήσεις και δίνει εντολή στον νεαρό παίχτη να μπει στον αγωνιστικό χώρο. Θανάση, μπορείς να μεταφέρεις το μικρόφωνο σε κάποιο άλλο γήπεδο, όπου υπάρχει αγωνιστική δράση. Εγώ θα σας κρατώ ενήμερους για ό,τι ενδιαφέρον συμβεί εδώ στον Καστρόπυργο».
* * *
Το ’ξερα, μα την πίστη μου, το ’ξερα, πανηγύρισε από μέσα του ο Σώτος. Ο τέταρτος διαιτητής σήκωσε την ηλεκτρονική πινακίδα με το 13, το δικό του νούμερο. Κανείς δεν το ’θελε κι ο κλήρος έπεσε, φυσικά, στον πιο νέο, που λέει και το τραγούδι. Μα κείνος το δέχτηκε με χαρά. Ήτανε το τυχερό του νούμερο, το δεκατριάρι του προπό, που όλοι το ποθούν. Όμως, για κάτσε, προηγουμένως είχε υψώσει το δέκα. Τον Πιάσιτς κάνει αλλαγή; Γιατί γυρνάει σε αμυντικογενές σχήμα; απόρησε ο Σώτος.
Μα ο Αναφάνταλος ήταν αλεπού των πάγκων κι ο νεαρός τού είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Κάτι θα ’χε στο νου του, για να μπερδέψει τον αντίπαλο. Πλησίασε τον πάγκο να πάρει οδηγίες, μα ο προπονητής δεν είπε κουβέντα. Του ’ριξε μια φιλική σφαλιάρα στα πισινά κι έκλεισε το μάτι, σα να του ’λεγε «Ξέρεις εσύ».
Ο Σώτος πήγε δίπλα στον τέταρτο διαιτητή, στο ύψος της σέντρας, και περίμενε τον Πιάσιτς, που έβγαινε με το πάσο του εν μέσω αλαλαγμών. Αναπτήρες και άλλα αντικείμενα άρχισαν να πέφτουν βροχή τριγύρω. Ο Σώτος δεν περίμενε τέτοια εχθρική υποδοχή στην πρώτη του εμφάνιση και μάλιστα εντός έδρας. Αυτό τον πεισμάτωσε. Δεν τον είχαν άξιο, μα γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος.
Ο Σέρβος βγήκε δίχως να του δώσει το χέρι. Χειροκροτούσε το πλήθος που τον αποθέωνε και καμώθηκε πως δεν είδε τον νεαρό.
Τη στιγμή που ο Πιάσιτς πέρασε από δίπλα του, ένα κέρμα σφύριξε ξυστά απ’ τ’ αφτί του Σώτου κι έκανε γκελ στο χορτάρι μπρος στα πόδια του. Δίχως να χάσει την ψυχραιμία του, ο νεαρός έσκυψε και το σήκωσε. Το φίλησε, έκανε το σταυρό του και το έβαλε στην τσέπη. Αυτή η κίνηση είχε απρόσμενη απήχηση στην κερκίδα. Όλοι άξαφνα σώπασαν και μια ηλεκτρισμένη σιγή σκέπασε το γήπεδο.
Είχε καταφέρει να κάνει αισθητή την παρουσία του, μες στη χλαλοή της ανθρώπινης αγέλης. Τώρα, όλα τα μάτια ήτανε στραμμένα πάνω του. Είδε τη μακρύκομη ευκαιρία να περνά μ’ ένα λάγνο χαμόγελο. Το μόνο που χρειαζόταν ήτανε ν’ απλώσει το χέρι. Έκανε όρκο στον πατέρα του και στον εαυτό του, δε θα την άφηνε να του ξεφύγει.
Τα πρώτα λεπτά ήταν δύσκολα. Το σχήμα της ομάδας είχε αλλάξει κι οι παίχτες έμοιαζαν αποσυντονισμένοι. Οι Χιώτες αναθάρρησαν και πέρασαν στην αντεπίθεση. Η πρώτη φάση όπου άγγιξε μπάλα ο Σώτος ήταν ένα εξαιρετικό τάκλιν στο αριστερό εξτρέμ του Πανχωριακού, τελευταία στιγμή προτού βγει ολομόναχος, φάτσα με την εστία. Κέρδισε ένα αχνό χειροκρότημα από την εξέδρα, αλλά τα μπινελίκια προς τον Αναφάνταλο ακούγονταν μέχρι το κέντρο του γηπέδου.
Ξάφνου, κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει. Ο προπονητής του τον είχε βάλει στα μετόπισθεν, ώστε να προωθείται σαν κρυφός κυνηγός. Φαίνεται πως ο Πιάσιτς είχε κουραστεί ή ότι οι αντίπαλοι αμυντικοί είχαν καταλάβει το παιχνίδι του. Ο Αναφάνταλος ήθελε να τους δώσει χώρο να βγουν μπροστά και να τους αιφνιδιάσει. Μα φυσικά. Τόσες και τόσες φορές το ’χανε παίξει στις προπονήσεις το σύστημα. Έκανε θαυμάσια που πρόσεχε κάθε λέξη του προπονητή του.
Έπιασε τον Συμεωνίδη, τον άλλον αμυντικό χαφ της δεξιάς πλευράς, και του ψιθύρισε στ’ αφτί τι έπρεπε να κάνουν, δήθεν πως το ’πε ο προπονητής. Ο άλλος δεν έφερε καμιάν αντίρρηση. Μοίρασαν το χώρο, έπιασαν τις κατάλληλες θέσεις, ο Σώτος πίσω κι ο Συμεωνίδης λίγο πιο μπροστά στο κέντρο, κι αμέσως η ομάδα φάνηκε να βρίσκει ισορροπία.
Δεν κινδύνεψαν ξανά, αλλά ο Σώτος δεν κατάφερε στα επόμενα λεπτά να σταυρώσει μπαλιά. Δεν τον εμπιστεύονταν οι συμπαίχτες του, δεν του έδιναν πάσα ούτε για δείγμα. Αυτό τον τσίτωσε ακόμα περισσότερο.
Η κανονική διάρκεια συμπληρώθηκε και μπήκαν στις καθυστερήσεις. Σήκωσε το κεφάλι κι είδε τον τέταρτο διαιτητή να υψώνει την ηλεκτρονική πινακίδα, τέσσερα λεπτά.
Οι Χιώτες βγήκανε στην επίθεση απ’ αριστερά. Η άμυνα του Καστρόπυργου έδιωξε κι η μπάλα ήρθε συστημένη στα πόδια του Σώτου. Είδε μπροστά ένα κενό στην άμυνα του αντίπαλου. Δίχως να χάσει στιγμή, πέταξε την μπάλα στον ξεμαρκάριστο Συμεωνίδη και σπριντάρησε στον ελεύθερο χώρο.
* * *
«Φίλες και φίλοι της ΕΡΑ Σπορ, διακόπτουμε τη μετάδοσή μας από τη Λειβαδιά, γιατί ο Λάκης Πετρίδης ζήτησε επειγόντως το μικρόφωνο από τον Καστρόπυργο. Λάκη, τι έχουμε εκεί;» «Θανάση, φίλες και φίλοι, έχουμε γκολ στο γήπεδο Στρατηγός Ρούσης. Ο νεαρός Μεντόνης, έπαιξε το ένα-δύο με τον Συμεωνίδη στο χώρο του κέντρου και ξεχύθηκε σαν τον άνεμο προς τ’ αντίπαλα καρέ. Ο συμπαίχτης του κατάφερε να τον βρει σωστά και κείνος, ένα μέτρο έξω απ’ την περιοχή, είδε τον τερματοφύλακα Κερβεράκη σε λάθος θέση και τον κρέμασε μ’ ένα υπέροχο σουτ, που θα το ζήλευε κι ο Λιονέλ Μέσι».
«Πράγματι, Λάκη, τώρα βλέπω κι εγώ το ριπλέι. Ο μικρός είναι εξαιρετικό ταλέντο και τον περιμένει μεγάλη καριέρα. Να λοιπόν που δικαιώνει τον προπονητή του και αποστομώνει κάθε επικριτική φωνή».
«Πολύ σωστά, Θανάση. Είχαμε πει ότι ο Αναφάνταλος ξέρει τι κάνει και να που ο Σώτος Μεντόνης αποδεικνύεται η χρυσή αλλαγή. Φυσικά, οι προπονητές της εξέδρας έχουν ήδη ξεχάσει τα γιουχαΐσματα και πανηγυρίζουν έξαλλα, φωνάζοντας ρυθμικά τ’ όνομα του Σώτου.
Ο κύριος Μουστερής δε θ’ αργήσει να σφυρίξει τη λήξη της συνάντησης. Φαίνεται λοιπόν ότι η Α.Ε. Καστρόπυργου, μετά από μια θαυμάσια πορεία στο φετινό πρωτάθλημα, εξασφαλίζει πρόωρα την έξοδο στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις».
«Ωραία, Λάκη, θα μεταφέρουμε το μικρόφωνο στο γήπεδο της Τούμπας, όπου ήδη έχει λήξει ο αγώνας, και θα επανέλθουμε στον Καστρόπυργο για την αποφώνηση».
* * *
Ήτανε πάνω κι απ’ το πιο τρελό του όνειρο, καλύτερο κι απ’ το σεξ. Μόλις ο Σώτος είδε τη μπάλα να καταλήγει στα δίχτυα, για μια στιγμή δεν το πίστεψε. Κοίταξε τον βοηθό διαιτητή που επόπτευε την περιοχή του Πανχωριακού, σίγουρος ότι θα ’χει τη σημαία υψωμένη για οφσάιντ. Τον είδε να τρέχει προς το κέντρο, με τη σημαία να δείχνει το έδαφος. Γύρισε προς τον διαιτητή· έδειχνε και κείνος τη σέντρα.
Οι ιαχές των φιλάθλων τον ξύπνησαν απ’ τον βουβό λήθαργο που τον είχε περιζώσει. Ήταν αλήθεια, ήτανε γκολ, το νικητήριο γκολ, και το ’χε βάλει αυτός, στην πρώτη του εμφάνιση.
Ατίθαση χαρά τού φούσκωσε τα πλεμόνια. Είδε τους συμπαίχτες του να τρέχουν να τον αγκαλιάσουν κι αφήνιασε. Ρίχτηκε σαν αστραπή προς το πέταλο, πίσω απ’ την αντίπαλη εστία, όπου μαζεύονταν οι σκληροπυρηνικοί Μανιάτες οπαδοί. Σκαρφάλωσε στο κιγκλίδωμα, οι φίλαθλοι όρμησαν προς το μέρος του, τον αγκάλιαζαν πίσω απ’ τα σίδερα. «Μπράβο μικρέ, Σώτο είσαι θεούλης, σ’ έχουμε στην καρδιά μας, αγόρι μου».
Ένιωσε χέρια να τον τραβούν από πίσω. Βρέθηκε στο γρασίδι ανάσκελα, με πεντέξι συμπαίχτες απάνω του σα χιονοστιβάδα. Πανζουρλισμός. Το βράδυ, όλη η Ελλάδα θα ’βλεπε την γκολάρα στην Αθλητική Κυριακή και θα μάθαινε τ’ όνομά του. Έτσι είναι· όποιος δουλεύει σκληρά, και δε μιλάει, και ξέρει να περιμένει τη στιγμή, πάντοτε δικαιώνεται. Τελικά, το 13 αποδείχτηκε μεγάλο γούρι.
Ο διαιτητής τούς σφύριξε επιτακτικά να τελειώνουν με τους πανηγυρισμούς. Σηκώθηκαν ένας ένας. Ο Σώτος κατευθύνθηκε προς τη σέντρα. Γύρισε να κοιτάξει τον πάγκο, να δει την επιβράβευση στα μάτια του προπονητή του, που τον σεβότανε σα δεύτερο πατέρα του.
Ο Αναφάνταλος κοιτούσε απ’ την άλλη, του φάνηκε πως απόφευγε το βλέμμα του. Δε θέλει να πάρουν τα μυαλά μου αέρα, σκέφτηκε. Έπειτα είδε παραδίπλα την μπατάλικη καραφλή φιγούρα του Μένιου Τζελάτη, του προέδρου της ομάδας, να χτυπιέται σα νευρόσπαστο και να κλοτσάει τον πάγκο, λες κι ήθελε να τον γκρεμίσει. Καθένας έχει τον δικό του τρόπο να πανηγυρίζει, σκέφτηκε.
Ο Μένιος Τζελάτης απολάμβανε το πούρο του, συνοδεία ουίσκι με κοκακόλα, στη σουίτα του γηπέδου Στρατηγός Ρούσης. Είχε ξοδέψει κατιτίς παραπάνω απ’ τις επιχορηγήσεις του ΟΠΑΠ κι απ’ τα τηλεοπτικά δικαιώματα, για να φτιάσει τούτο το διαμάντι, μα άξιζε τον κόπο. Το παιχνίδι είχε μόλις ξεκινήσει κι όλα έδειχναν πως κείνο το κυριακάτικο απόγεμα θα κυλούσε ήρεμα.
Χτύπησε η πόρτα. Βλαστήμησε μες στα δόντια του, κατέβασε τα πόδια απ’ το γραφείο, όρθωσε τη γοριλοπρεπή κορμοστασιά του, χάιδεψε την αρειμάνια μουστάκα του, που έφτανε ως κάτω στο σαγόνι, και φώναξε «Εμπρός». Είδε την κοντόχοντρη ασπρομάλλικη μορφή του Κώστα Αγοραστάκη, προέδρου του Πανχωριακού, να ξεπροβάλλει από το κούφωμα.
«Καλώς τον πρόεδρο, πέρνα μέσα να κεράσω ένα ουισκάκι».
«Ευχαριστώ, Μένιο μου, αλλά έχω παρέα κάτω στην κερκίδα. Πέρασα να σου ευχηθώ καλή επιτυχία, χάριν του αθλητικού πνεύματος».
«Να ’σαι καλά, φίλε μου, μακάρι να κερδίσει ο καλύτερος».
«Ε, σ’ αυτό θα πιω μια γουλιά» είπε ο Αγοραστάκης και μπήκε μέσα. Ο Τζελάτης του έβαλε δυο δάχτυλα σ’ ένα σκαλιστό κρυστάλλινο ποτήρι. Τα σήκωσαν και τσούγκρισαν. «Να κερδίσει ο καλύτερος».
Ο Χιώτης πρόεδρος το κατέβασε μονορούφι, αγκάλιασε τον Τζελάτη απ’ τους ώμους κι έφυγε. Κείνος παραξενεύτηκε. Δεν τον είχε συνηθίσει σε τέτοιες αβρότητες. Σαν κάτι να μην πήγαινε καλά.
Το παιχνίδι ήταν αργό και ανιαρό. Η αντίπαλη ομάδα είχε παραταχτεί με σύστημα 4-5-1, με προφανή σκοπό να κρατήσει το μηδέν στην άμυνα. Η ισοπαλία τούς βόλευε για ν’ αποφύγουν τον υποβιβασμό, γιατί οι επόμενοι τρεις αγώνες ήτανε φωτιά και λάβρα και δύσκολα θα κέρδιζαν πάνω από έναν πόντο. Μα και τα δικά του τα ρεμάλια δεν έδειχναν ιδιαίτερη όρεξη. Οι δυο επιθετικοί ταλαιπωρούσανε την μπάλα, ιδιαίτερα ο Πιάσιτς, κι η ομάδα διατηρούσε μια φλύαρη υπεροχή.
Εντάξει, δικαιούται κι αυτός μια φορά να βρεθεί σε κακή μέρα, έκανε τρομερό πρωτάθλημα φέτος, είπε ο Τζελάτης μέσα του. Δεν ήταν καλοπροαίρετος τύπος ούτε κάνας μπουνταλάς, όμως ο Σέρβος δεν είχε δώσει μέχρι τότε δικαιώματα. Ο απογεματινός ήλιος, καθώς χαμήλωνε στον ορίζοντα, έκανε την καράφλα του να γυαλίζει σαν τον Γλόμπο του Κύρου Γρανάζη.
Ο Μένιος Τζελάτης ήταν τυπική περίπτωση αυτοδημιούργητου Έλληνα επιχειρηματία, όπως και παράγοντα του ελληνικού ποδοσφαίρου. Γεννήθηκε στη Μάνη κι από μικρός ξενιτεύτηκε στη Γερμανία, όπως οι περισσότεροι νέοι της γενιάς της Κρίσης. Έγινε επαγγελματίας πυγμάχος κι έπειτα έκανε καριέρα ως σοφέρ και σωματοφύλακας πλούσιων επιχειρηματιών στο Μόναχο.
Μες σε δέκα χρόνια, βρέθηκε άξαφνα με μπόλικους παράδες. Πολλοί είπαν ότι ήταν η μπροστάντζα κύκλων του γερμανικού υπόκοσμου, που γύρευαν ν’ απλώσουν τα πλοκάμια τους στην Ελλάδα, το ευρωπαϊκό Πουέρτο Ρίκο. Άλλοι πάλι ότι καθάρισε ένα φορτίο κόκας από την Κολομβία, κάτω απ’ τη μύτη των αφεντικών του, κι έκοψε λάσπη προτού τον πάρουνε χαμπάρι και τον λιανίσουν. Άνοιξε μια εταιρεία εισαγωγών-εξαγωγών κρεάτων, για βιτρίνα, γι’ αυτό στην πιάτσα τον φώναζαν Χασάπη. Στην πραγματικότητα, ήταν αφανής ιδιοκτήτης νυχτερινών κέντρων, κοσμικών αλλά και κακόφημων.
Με το ποδόσφαιρο έμπλεξε για το ξέπλυμα του χρήματος και για την έξωθεν καλή μαρτυρία. Κανείς δεν τολμάει να τα βάλει με κάποιον που διαθέτει ολάκερο στρατό από πιστούς οπαδούς, έτοιμους να τα κάνουν όλα λίμπα, αν κινδυνέψει η ομάδα τους. Φωνή λαού, οργή Θεού. Είχε και πολλά τυχερά το άθλημα, χώρια η δημοσιότητα, που πάντα τον εξιτάριζε. Μέχρι δήμαρχος θα γινόταν κάποια μέρα.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, το παιχνίδι είχε φτάσει στο μισάωρο και κόντευε να τον πάρει ο ύπνος. Έπιασε τον εαυτό του να παίζει με το κινητό, αντί να παρακολουθεί. Η πόρτα χτύπησε κι αμέσως άνοιξε, χωρίς να περιμένει το ορίστε. Ο Γιώργος Καβάσης, δεξί του χέρι στην ομάδα και αυτοφωράκιας στα νυχτερινά του κέντρα, εισέβαλε φουριόζος στη σουίτα.
«Αφεντικό, έχω άσκημα νέα, μόλις με ειδοποίησαν».
«Τι έγινε, ρε Γιώργη, πάλι θα πας αυτόφωρο;» γέλασε ο Τζελάτης.
«Όχι, όχι απόψε τουλάχιστον. Με πήρε τηλέφωνο ο Ηλίας, ο μπάρμαν απ’ το Βιετνάμ, το σκυλάδικο στη Σπάρτη, ξέρεις».
«Δε σου είπα, ρε μαλακισμένο, να μη μ’ ενοχλείς με άλλες δουλειές την ώρα του αγώνα;» αγρίεψε ο πρόεδρος.
«Μα για τον αγώνα πρόκειται, αφεντικό. Ο Ηλίας τον βλέπει στην τηλεόραση και ξαφνικά του ήρθε κάτι που δεν είχε δώσει σημασία. Την Παρασκευή το βράδυ, ήταν εκεί ο Πιάσιτς μαζί μ’ έναν περίεργο τύπο, που δεν είχε ξαναφανεί στα πέριξ. Απομονώθηκαν σ’ ένα σεπαρέ και τα λέγανε, ψου ψου. Τους είχε βγάλει φωτογραφία με το κινητό και μόλις τώρα σκέφτηκε να μου τη στείλει. Τον αναγνωρίζεις;» Έδωσε το κινητό του στον Τζελάτη.
Ο πρόεδρος πετάχτηκε ως το ταβάνι. «Αμάν, η Ούγια. Μόνο αυτή η παλιοαδερφή μας έλειπε. Είναι το μεγαλύτερο λαμόγιο στην πιάτσα. Δεν υπάρχει στημένος αγώνας που να μη γράφει τ’ όνομά του στην ούγια, έτσι του βγήκε το παρατσούκλι».
«Αυτό είπα κι εγώ μόλις τον είδα, αφεντικό»
«Ώστε έτσι, γι’ αυτό το μουνάκι ο Σέρβος δένει τα κορδόνια του στη σέντρα1 τόσην ώρα, τώρα εξηγείται» άρχισε να βγάζει καπνούς ο Τζελάτης.
«Θέλεις κάτι να κάνω, αφεντικό;» ο Καβάσης πισωπάτησε μερικά βήματα. Ο Τζελάτης ήταν επίφοβος όταν θύμωνε κι είχε τη φήμη πως δε χάριζε κάστανα, όνομα και πράμα2 .
«Όχι, όχι, θα το κανονίσω εγώ, εσύ να πας στην εξέδρα των επισήμων να παρακολουθείς τους Χιώτες». Το μούτρο κι η καράφλα του είχαν αναψοκοκκινίσει.
«Ό,τι πεις αφεντικό». Ο Καβάσης έκανε ακόμα μερικά βήματα με την πλάτη, μέχρι που βρήκε στην πόρτα. Την άνοιξε κι εξαφανίστηκε. Ο Τζελάτης βγήκε κι αυτός και τη βρόντηξε ξοπίσω του. Στις μυλόπετρες των δοντιών του αλέθονταν μουρμουριστά φριχτές βρισιές και φοβέρες, αντάξιες ενός προέδρου Σούπερ Λιγκ. Όσο πιο γρήγορα του επέτρεπε το βαρύ του κορμί, έτρεξε προς τ’ αποδυτήρια κι αποκεί, μέσα απ’ τη φυσούνα, βγήκε στον αγωνιστικό χώρο.
Για καλή του τύχη, πέτυχε τον Πιάσιτς να ’χει κερδίσει κόρνερ. Πήρε τη μπάλα απ’ τα χέρια του πιτσιρικά που την είχε μαζέψει και πλησίασε χαμογελαστός, τάχατες για να τη δώσει στον Σέρβο.
Μόλις τον πλησίασε, έσκυψε προς το μέρος του. «Πίτσκο μάικο3 , ρε αρχίδι σέρβικο. Παίξε μπάλα, ρε πουλημένο τομάρι, για θα σου τα κόψω εγώ τα ποδάρια» έκανε με το χέρι του μια εύγλωττη κίνηση σα δρεπάνι. «Στο χαντάκι θα σε βρούνε, μπάσταρδε, στο χαντάκι, μ’ ακούς;» πρόλαβε και του πέταξε, προτού ο τέταρτος διαιτητής τρέξει για να τον απομακρύνει.
Ο Πιάσιτς άσπρισε κυριολεκτικά. Δεν καταλάβαινε πολλά ελληνικά, μα είχε κι αυτός ακουστά τι εστί Χασάπης και τα χρειάστηκε. Ήτανε φανερό πως είχε λερωμένη τη φωλιά του. Εκτέλεσε το κόρνερ κι έφυγε βιαστικός για το κέντρο της επίθεσης.
Ο Τζελάτης πήγε δίπλα στον πάγκο και στάθηκε μες στο επιτρεπτό λευκό ορθογώνιο, όπως ορίζει ο κανονισμός. Ακούμπησε στην άκρη του κουβούκλιου και παρακολουθούσε μ’ ένταση τη συνέχεια του παιχνιδιού. Ο Πιάσιτς λες κι είχε στον κώλο νέφτι. Άρχισε να τρέχει, να πασάρει, προσπαθούσε με κάθε τρόπο να διαπεράσει την αντίπαλη άμυνα.
Αυτόματα, ανέβηκε όλη η ομάδα. Άρχισαν να πιέζουν ασφυχτικά τους Χιώτες, που μέχρι τότε περνούσαν ένα ευχάριστο απόγεμα. Η πρώτη ευκαιρία για γκολ, ένα σουτ του Σέρβου που έφυγε ξυστά απ’ το αριστερό δοκάρι, σημειώθηκε στο τριακοστό έβδομο λεπτό του πρώτου ημιχρόνου. Ο Χασάπης χαμογέλασε ικανοποιημένος και γύρισε να πάει ξανά στη σουίτα.
* * *
«Τι θέλεις πάλι, ρε Καβάση, δε μ’ αφήνετε ούτε ένα ουίσκι να πιω, γαμώ την Παναχαϊκή μου».
«Αφεντικό, οι Χιώτες είδανε τι έκανες με τον Πιάσιτς, και την κωλοπηλάλα που τον έπιασε μετά απ’ αυτό, και κατάλαβαν. Κάτι συζήτησαν μεταξύ τους, μετά σηκώθηκε ο Αγοραστάκης και με φώναξε κοντά του. Μου ’πε πως θέλει να σου μιλήσει για δουλειές. Να του πω ν’ ανέβει;»
Ο Τζελάτης το σκέφτηκε λιγάκι. «Ναι, πες του να ’ρθει του παλιόπουστα, έχω να του ψιθυρίσω δυο φωνήεντα» έκανε μ’ ένα μοχθηρό χαμόγελο. Ο Καβάσης έφυγε τρεχάτος. Έπειτα από δυο λεπτά, η πόρτα της σουίτας χτύπησε κι εμφανίστηκε το λευκό κεφάλι του Αγοραστάκη. «Μπορώ να μπω;» Ο Τζελάτης έγνεψε καταφατικά. Ο Χιώτης πέρασε μέσα και σφάλισε πίσω του την πόρτα.
«Ώστε να κερδίσει ο καλύτερος· έτσι μου ξηγιέσαι, ρε μεγάλε; Σε μένα, ρε;» τον άρπαξε απ’ τα μούτρα ο Τζελάτης. Ο άλλος σήκωσε τα χέρια.
«Έλα, ρε αδερφέ, στο ίδιο καζάνι βράζουμε όλοι· δεν είσαι κι εσύ κάνας άγιος, έτσι; Για το καλό της ομάδας μου το ’κανα, εσύ δε θα ’κανες το ίδιο στη θέση μου, δηλαδή;»
«Ναι, αλλά είμαστε τόσα χρόνια συνεργάτες, ρε Κώστα, σε μένα πήγες να παίξεις πουστιά; Αν θες το καλό της ομάδας σου, να μιλάς απευθείας μαζί μου».
«Εντάξει, έκανα μαλακία, γράψε λάθος. Το θέμα είναι τώρα τι κάνουμε».
«Σαν τι θες να κάνουμε».
«Έδωσα δέκα χιλιάρικα στον Πιάσιτς, του χρωστάς λέει δόσεις συμβολαίου κι έχει μείνει ρέστος. Θα δώσω κι άλλα είκοσι σε σένα και θα ’ρθουμε στα ίσα μας, είσαι μέσα;»
«Στο μιλητό σού δίνω κι εγώ εκατό. Πού ’ναι το παραδάκι». Ο άλλος έβαλε το χέρι στην τσέπη του μπουφάν κι έβγαλε δυο δεσμίδες κολλαριστά κατοστάρικα.
«Εδώ τα ’χω, αν θες μέτρα τα. Λοιπόν, είμαστε σύμφωνοι;» Ο Τζελάτης τα τσέπωσε.
«Σ’ εμπιστεύομαι πως είναι σωστά. Οκέι, σύμφωνοι. Τράβα τώρα, γιατί όπου να ’ναι θ’ αρχίσει το δεύτερο ημίχρονο. Άντε, κι όχι σε μένα πουστιές, ξηγηθήκαμε;»
«Έγινε, ζητώ συγνώμη» είπε ο γερο-πρόεδρος κι έφυγε ανακουφισμένος.
Ο Χασάπης βγήκε στα γρήγορα, να προλάβει την ομάδα πριν μπει στον αγωνιστικό χώρο. Έφτασε στ’ αποδυτήρια, μα δεν μπήκε μέσα.Δεν ήθελε να δώσει λαβές στους υπόλοιπους παίχτες να σχολιάζουν. Μετά από μερικά λεπτά, άνοιξε η πόρτα και βγήκε ο προπονητής, μαζί με τον βοηθό του. Χαιρέτησε τον Τζελάτη μ’ ένα διάνεμα του κεφαλιού και προχώρησε προς τη φυσούνα. Πίσω του άρχισαν να βγαίνουν οι παίχτες. Μόλις ξεμύτισε ο Πιάσιτς και τον είδε, άρχισε να τρέμει σαν το ψάρι. Ο Χασάπης τον αγκάλιασε με το δεξί απ’ τους ώμους και του ψιθύρισε στ’ αφτί:
«Εντάξει, άκυρο, παίξε όπως στην αρχή, όλα κανονίστηκαν. Κι αν ξαναπείς ότι δε σε πληρώνω, στο χαντάκι θα σε βρούνε, ρε καθίκι, μ’ ακούς;» του έκλεισε με νόημα το μάτι και τον άφησε. Ο Σέρβος έφυγε τρεχάτος και χώθηκε ανάμεσα στους υπόλοιπους. Ο Τζελάτης γύρισε κι ανέβηκε τη σκάλα προς τη σουίτα. Τα ’χε κανονίσει όλα, είχε τσεπώσει κι είκοσι χιλιάρικα, ήταν ώρα ν’ απολαύσει επιτέλους το πούρο και το ακριβό ουίσκι.
Ξεκίνησε το δεύτερο ημίχρονο. Μα ο Πιάσιτς όχι μόνο δε μείωσε την απόδοσή του, αλλά προσπαθούσε ακόμα περισσότερο. Ρε, τι κάνει αυτός, θα μας τρελάνει; απόρησε ο Τζελάτης. Πέμπτο λεπτό του δεύτερου ημιχρόνου κι ο Σέρβος έκανε νταντέλα όλη την άμυνα του Πανχωριακού, όμως ευτυχώς το σουτ απέκρουσε με υπερένταση ο Κερβεράκης. Ρε, θα μας κάψει τούτο το μουνόπανο, πλάκα μας κάνει; Δεν άκουσε τι του είπα; Τότε κατάλαβε πως ήτανε δικό του το λάθος. Όχι, ρε, γαμώ την καταδίκη μου, ξέχασα πως δε μιλάει καλά ελληνικά, βάρεσε με την παλάμη του το μέτωπο.
Το μόνο που ’χε καταλάβει ο Πιάσιτς απ’ όσα άκουσε έξω απ’ τ’ αποδυτήρια ήταν πως αν συνεχίσει να παίζει όπως στην αρχή, ο Χασάπης είχε κανονίσει να τον πετάξουν στο χαντάκι. Κι έκανε συγκινητικές προσπάθειες να σώσει το τομάρι του.
Ο Τζελάτης καθότανε σ’ αναμμένα κάρβουνα. Δωδέκατο λεπτό κι άλλο ένα σουτ του Σέρβου έδιωξε με τ’ ακροδάχτυλα ο Κερβεράκης. Η πόρτα πάλι χτύπησε και μπήκε ο Καβάσης.
«Αφεντικό, ο Αγοραστάκης ανησυχεί. Τι έγινε, λέει, τον πούλησες; Δεν ισχύει η συμφωνία; Τούτος εδώ έχει βαλθεί να μας κάψει, μου είπε. Τι να του πω;» Ο Χασάπης το σκέφτηκε για λίγο. «Ότι όλα είναι κανονισμένα κι ο Πιάσιτς τα κάνει αυτά για ξεκάρφωμα. Επίτηδες στέλνει τη μπάλα στον τερματοφύλακα. Τα έχω όλα υπό έλεγχο, αυτό να του πεις».
«Σίγουρα, αφεντικό; Τους είδα αγριεμένους. Μου ’πε πως άμα τονε ρίξεις θα ’χετε κακά ξεμπερδέματα».
«Σίγουρα, ρε μαλάκα, μη μου σπας τ’ αρχίδια κι εσύ τώρα. Όλα είναι εντάξει, θα τα κανονίσω εγώ, λέμε». Ο Καβάσης υποκλίθηκε δουλικά και πήρε δρόμο. Αμέσως το γήπεδο σείστηκε απ’ τις ιαχές των φιλάθλων. Ο Χασάπης γύρισε να κοιτάξει, μια στιγμή προτού η μπάλα τραντάξει τ’ οριζόντιο δοκάρι του Πανχωριακού. Ο Πιάσιτς έπεσε στα γόνατα και τραβούσε τα μαλλιά του.
Ο Τζελάτης δεν έχασε καιρό. Έπιασε το κινητό μέσ’ απ’ το σακάκι και χτύπησε έναν αριθμό. «Έλα, Αναφάνταλε; Πρόεδρος εδώ. Λοιπόν, άκου με προσεχτικά. Θέλω να βγάλεις τον Πιάσιτς, να τον κάνεις αλλαγή. Τι μα και μου, ρε μαλάκα, θα μας χαλάσει τη δουλειά το κωλόπαιδο, βγάλ’ τον έξω αμέσως» έκανε επιτακτικά. «Οκέι, κλείνω, κανόνισε συ».
* * *
Ο διαιτητής σφύριξε τη λήξη του αγώνα. Ο Σώτος ήτανε σα μεθυσμένος, απ’ την απόλυτη ηδονή του γκολ, την πεμπτουσία του ποδοσφαίρου. Όταν βγήκε απ’ τον αγωνιστικό χώρο, τον πλησίασε ο πρόεδρος και του ’σφιξε το χέρι σα μέγγενη, κόντεψε να του σπάσει τα δάχτυλα. Τα μάτια του έσταζαν παχύρευστο μίσος, συγκαλυμμένο πίσω από ένα προσποιητό χαμόγελο. Ο άβγαλτος νεαρός δεν ήτανε σε θέση να διακρίνει τέτοιες λεπτομέρειες, αφού ο νους του πετούσε στα ευρωπαϊκά σαλόνια, που τον περίμεναν του χρόνου.
Έξω απ’ τ’ αποδυτήρια αγκάλιασε τον πατέρα του, που περήφανος είχε σπεύσει για τα συχαρίκια. Έκανε στα γρήγορα ένα ντους κι έφυγε μαζί του για το σπίτι. Ο προπονητής δεν ήρθε καν μέσα· ούτε κουβέντα, έστω για τα τυπικά.
Ο νεαρός δεν έμαθε ποτέ όσα συνέβησαν μετά την αποχώρησή του. Ο Τζελάτης, ο Αγοραστάκης, ο Αναφάνταλος κι ο Πιάσιτς κυνηγούσαν ο ένας τον άλλον, βρίζονταν, έριχναν μπουνιές, έψαχναν ευθύνες, ζητούσαν τα λεφτά τους, σ’ έναν παλαβό καρνάβαλο σαν επεισόδιο Τομ και Τζέρι. Μα οι ήρωες των καρτούν είναι άτρωτοι, οι άνθρωποι όχι.
Ο Σώτος Μεντόνης δεν ξανάπαιξε μπάλα. Στην επόμενη προπόνηση, κάποιος συμπαίχτης τον μάρκαρε σκληρά, με τις τάπες και των δύο παπουτσιών, φυσικά κατά λάθος. Του έσπασε χιαστούς και μηνίσκο· ήταν θαύμα και μόνο που κατάφερε, μήνες αργότερα, να περπατήσει δίχως πατερίτσες.
Η φανέλα με το 13 έμεινε να κοσμεί τον τοίχο του σπιτιού του, σ’ επίχρυση κορνίζα, με τις υπογραφές των συμπαικτών. Κανείς δεν την ξαναφόρεσε στην ομάδα· ήταν παραπάνω από προφανές πως αυτή έφταιγε για τη γκαντεμιά του μικρού. Του βγάλανε και τ’ όνομα, ο Δεκατρίας, κι όλοι χτυπούσανε ξύλο πίσω απ’ την πλάτη του. Ο Μένιος Τζελάτης τον προσέλαβε για γκαρσόνι σ’ ένα από τα νυχτερινά του κέντρα. Ολάκερη η οικογένεια Μεντόνη τού ήταν βαθύτατα υπόχρεη και του φιλούσε το χέρι, μέχρι τα βαθιά γεράματα.
Υποσημειώσεις:
- Δένει τα κορδόνια του στη σέντρα: Κλασική έκφραση της ποδοσφαιρικής αργκό, που σημαίνει ότι ο παίχτης έχει λαδωθεί για να έχει μειωμένη απόδοση.
- Τζελάτης: Δήμιος (τουρκ).
- Πίτσκο μάικο: Της μάνας σου το μουνί (σερβ).
Ο Πανχωριακός Χίου είναι δημιούργημα του Γιάννη Μακριδάκη (Ήλιος με δόντια) και ο Καστρόπυργος, όπως και ο στρατηγός Ρούσης, του Μ. Καραγάτση (Ο κοτζάμπασης του Καστρόπυργου).