cebfceb9 cf85ceb3cf81cebfceaf cebaceb1ceb9 cf83cf84ceb5cf81ceb5cebfceaf ceaccebdceb8cf81cf89cf80cebfceb9 cf84cebfcf85 cf83cf80cf8dcf81

Σπύρος Κιοσσές, Τα πρωτοβρόχια, Μεταίχμιο, Αθήνα 2022.

Μικρή ιστορία ενηλικίωσης χαρακτηρίζει ο ίδιος ο συγγραφέας το αφήγημά του. Ιστορία ενηλικίωσης ή μαθητείας λοιπόν (Bildungsroman). Η διαδρομή του ήρωα προς την ενηλικίωση μέσα από διάφορους εξελικτικούς σταθμούς, με βασικό θέμα την αναζήτηση της ταυτότητάς του. Η Eroica του Κοσμά Πολίτη, οι Μεγάλες Προσδοκίες του Ντίκενς, ο Φύλακας στη σίκαλη του Σάλιντζερ, τα Ψάθινα καπέλα της Μαργαρίτας Λυμπεράκη, το Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα του Λουντέμη αποτελούν μερικά μόνο παραδείγματα μυθιστορημάτων ενηλικίωσης. Τα πρωτοβρόχια είναι τα πρώτα σκιρτήματα, οι πρώτες πινελιές στο πορτρέτο του χαρακτήρα που βαθμιαία ολοκληρώνεται και ενηλικιώνεται στη διάρκεια του αφηγήματος. Αφηγητής είναι ο Τάσος, ένας μικρός Τομ Σώγιερ, ένα παιδί που μεγαλώνει σε μία τυπική, λαϊκή γειτονιά μίας επαρχιακής πόλης ανάμεσα στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα και στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα. Ενηλικιώνεται αργά και σταθερά μέσα από επώδυνες και ευχάριστες εμπειρίες μέσα στο βιβλίο, σε σημείο που το παντελόνι σταλμένο από τον θείο από τη Γερμανία να μην του χωράει.

«Μαμά, γιατί δεν καταλαβαίνεις; Δεν μίκρυνε το παντελόνι. Εγώ μεγάλωσα» λέει με δάκρυα στα μάτια στη μητέρα του. Γιατί το να μεγαλώνει κανείς είναι επίπονο.

Πότε ακριβώς σταματάει κάποιος να είναι παιδί; αναρωτιέται ο Τάσος. Πότε γίνεται κάποιος υπεύθυνος για τις πράξεις του; Άραγε καταλαβαίνει κάποιος ποια είναι η τελευταία μέρα της παιδικής του ηλικίας;

Τα πόδια του ήρωα μακραίνουν, οι κάθε λογιών Προκρούστες είναι πάντοτε τρομακτικοί και παρόντες καθώς πλησιάζει στην εφηβεία, με μεγάλη τρυφερότητα ο συγγραφέας καθοδηγεί τον ήρωα του, τον αναγνώστη αλλά και τον εαυτό του στην πορεία της ενηλικίωσης.

Παράλληλα όμως με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Τάσου, η γιαγιά διηγείται ένα παραμύθι σε κομμάτια, το ίδιο πάντα παραμύθι, όπως διαπιστώνει με αφέλεια ο Τάσος. Είναι ένα ρεαλιστικό άγριο παραμύθι για τους ανθρώπους-λύκους που μένουν σε ένα χωριό, ένα συμβολικό παραμύθι για την κτηνώδη φύση των ανθρώπων. Η Λένκω, μία αθώα χωριατοπούλα που παντρεύτηκε τον Ναστούλη, έναν άνθρωπο-λύκο που την χτυπάει, ένας πατέρας-λύκος που βασανίζει το παιδί του και σκοτώνει τον σκύλο του και στο τέλος καίει ζωντανή την κόρη του μαζί με ένα παλληκάρι μέσα σε ένα εκκλησάκι.

Η πρώτη επαφή με τον θάνατο, με αφορμή τον πεθαμένο κόκορα στην αυλή, το μυστήριο της εγκυμοσύνης της μητέρας, το σήριαλ με τον Ρωμανό Διογένη που τυφλώνεται από τους ημέτερους και όχι από τους εχθρούς, η διαδικασία με τα κάλαντα όπου η παρέα των παιδιών χωρίζει τα σπίτια σε ζώνες ανάλογα με την προσφορά των ιδιοκτητών, η πρώτη αφύπνιση του έρωτα και της τρυφερότητας για την Ασημίνα, η πρώτη σχέση με το τυπικό της εκκλησίας και την αποτυχημένη του εξομολόγηση, το πρώτο βάπτισμα της γύμνιας του μπροστά στο βλέμμα του θηλυκού φύλου δια μέσου της ιεροτελεστίας του μπάνιου του Σαββάτου, η πρώτη φαντασίωση, η ανάγκη του να έχει υπόσταση και παρουσία και να μην είναι αόρατος, το τραύμα του καυγά των γονέων, η εξωσυζυγική περιπέτεια του μπαμπά, το διαζύγιο, η σταδιακή άνοια και ο θάνατος της αγαπημένης του γιαγιάς, οι απώλειες, όλα φιλτράρονται μέσα από την αθώα, αφοπλιστική, παιδική ματιά και αποδίδονται αριστοτεχνικά και πολύ πειστικά από τον συγγραφέα. Υπάρχει μία ποιητικότητα και μία αμεσότητα στον τρόπο που ο μικρός Τάσος αντιλαμβάνεται και διαθλά τη σκληρή πραγματικότητα γύρω του.

«Η γιαγιά είναι σίγουρα αέρας. Δεν την προσέχεις, δεν την καταλαβαίνεις, αλλά ξέρεις ότι είναι εκεί. Σαν χάδι στο μάγουλο όταν κοιμάσαι. Σαν τον αέρα που αναπνέουμε και ας μην τον βλέπουμε. Ο μπαμπάς στερεός, αντιστέκεται σε κάθε δύναμη που προσπαθεί να τον παραμορφώσει. Έχει το δικό του σχήμα και θέλει να το διατηρήσει με κάθε τρόπο. Η μαμά υγρή, σίγουρα υγρή, χύνεται στους άλλους, σαν γάλα ή σαν νερό, όταν πεινάς ή διψάς. Αλλάζει όμως σχήμα, όψη και διάθεση κι αυτή, όπως η δασκάλα.»

Η παρέα Νίκος, Μάκης και τα δίδυμα Κώστας-Νίκος, η Μαριάννα και η Ασημίνα πλαισιώνουν τον αφηγητή και συμμετέχουν στις περιπέτειες του.

Οι γευστικοί μας κάλυκες μπαίνουν σε λειτουργία κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης. Είναι τόσο ζωντανή η αφήγηση του συγγραφέα που γευόμαστε το τσουρέκι με τη μαστίχα βουτηγμένο σε γάλα κακάο με μπόλικη ζάχαρη, αλλά και τους αμαρτωλούς τηγανητούς κεφτέδες που κερνάει η μάλλον αμφισβητούμενης ηθικής γειτόνισσα, που ο άντρας της την πήρε από ένα «σπίτι» όπου μάλλον θα είχε πάει για επίσκεψη, όπως σχολιάζει ο αθώος Τάσος.

«Ο τηγανισμένος κιμάς, ζεστός ακόμη, αφράτος και γεμάτος μυρωδικά, μου έφερε ένα κύμα ευχαρίστησης όχι μόνο στο στόμα αλλά σε ολόκληρο το κορμί μου. Μια γλυκιά ανατριχίλα, καθώς κατέβαινε η στρογγυλή μπαλίτσα στο στομάχι μου. Δεν είχα ξανανιώσει ποτέ έτσι με φαγητό».

Και σε άλλο διήγημα η αισθησιακή περιγραφή του νεσεστέ με φράουλα που ένα παιδί της παρέας παρομοιάζει με γυναικείο στήθος:

«Πλησιάζω σιγά το κουτάλι στο στόμα, το μυρίζω για λίγο με κλειστά μάτια, αγγίζω τη λεία του επιφάνεια με τα χείλια και τη γλώσσα μου, και το αφήνω μετά να λιώσει αργά, πριν γλιστρήσει απολαυστικά στον λαιμό μου.»

Πολύ ζωντανή είναι και η μορφή της γιαγιάς που μυρίζει κρεμμύδι και φασολάκια ή σε τελική ανάλυση μυρίζει γιαγιά, όπως πολύ χαριτωμένα διατυπώνει ο Τάσος. Σχεδόν αρχετυπική αυτή η μαυροντυμένη πολυβασανισμένη γιαγιά που, ωστόσο, πάντα έχει την ποδιά και τον κόρφο της καταφύγιο για όποιον χρειάζεται στήριξη και παρηγοριά.

Χιούμορ και τρυφερότητα αποτελούν έναν ακαταμάχητο συνδυασμό για τους αναγνώστες, αυτό το αφήγημα έχει κάτι βελούδινο, κάτι ανάλαφρο, κάτι τραγικό, κάτι νοσταλγικό, κυρίως όμως κάτι βαθιά ανθρώπινο που το κάνει εξαιρετικά γοητευτικό. Ηθογραφικό, χαριτωμένο, έξυπνο, συμπαγές, άριστα δομημένο.

Παράλληλα υπάρχουν αναφορές σε ταινίες και σειρές στη τηλεόραση για να κεντήσει ο συγγραφέας τον καμβά στον οποίο εκτυλίσσεται το αφήγημα. Το σήριαλ του Ρωμανού Διογένη, το σήριαλ του Λούνα Παρκ, η κινηματογραφική ταινία Το παιδί και το δελφίνι με τη Σοφία Λώρεν, η ταινία Αόρατος άνθρωπος, η εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη, τα γαριδάκια Φοφίκο και Μπόζο, το επιτραπέζιο Στρατέγκο, η κούκλα Μπι μπι μπο, η σοκολάτα κις, Ζορρό και Μίκυ Μάους, ο φόβος για το ατύχημα στο Τσέρνομπιλ και ο περιορισμός στα φρούτα και στα λαχανικά, τα κλασικά βιβλία Με οικογένεια και Χωρίς Οικογένεια του Έκτορος Μαλό και βέβαια ο Κόμης Μοντεχρήστος, ο φόβος για τον Δράκο Παπαχρόνη, η συλλογή με κάρτες Σάρα Κέι, το ραδιόφωνο Έμουντ που έστειλε ο θείος από την Γερμανία, όλα θραύσματα που συμπληρώνουν το κλίμα μίας ολόκληρης εποχής.

Υπαινικτικά επίσης ο συγγραφέας σκιαγραφεί το πολιτικό κλίμα της περιόδου αυτής με τον πατέρα που συναντά σε συμβούλια τους φίλους του για να γίνουν καλύτερα τα πράγματα, με τον στρατιωτικό που ζει σε ιδιαίτερη πολυκατοικία με ειδικό φρουρό. Στηλιτεύει όμως πολύ έντεχνα και την υποκρισία με τον ψεύτικο καθωσπρεπισμό της επαρχιακής πόλης, αναδεικνύοντας τις συμβάσεις στις οποίες είναι εγκλωβισμένοι οι κάτοικοι, καθώς και τη σκληρότητα με την οποία αντιμετωπίζουν κάθε τι διαφορετικό. Τα παραμύθια της γιαγιάς έχουν μία πλήρη αντιστοίχιση με την πραγματικότητα των άσπλαχνων ανθρώπων.

«Η κυρία Πόπη μαζεύει υπογραφές. Τι δουλειά έχει μία πρώην ιερόδουλη να μένει εδώ;». Ποιοι είναι τελικά οι άνθρωποι-λύκοι της γιαγιάς; Είναι μήπως ανθρωποφαγικές οι μικρές κοινότητες των ανθρώπων; Όλα συνυπάρχουν και η βία και η αλληλεγγύη, και ο κακός στρατιωτικός που βασανίζει τον γιο του και η πρώην πόρνη που δίνει στα παιδιά το μεγαλύτερο φιλοδώρημα στα κάλαντα.

Ο αφηγητής προβληματίζεται σε μία προσπάθεια αυτογνωσίας στο τέλος του διηγήματος «Τα σώματα».

«Αυτό που προσπαθώ να καταλάβω τώρα είναι τι είμαι εγώ: στερεό, υγρό ή αέριο. Κι αν όπως γράφει στο βιβλίο (Φυσικής Πειραματικής και Χημείας) μπορεί κι εγώ να αλλάξω κάποτε κατάσταση».

Αυτή τη διαδικασία αλχημείας και μεταμόρφωσης περιγράφει ο Σπύρος Κιοσσές στο βιβλίο του αυτό, παρουσιάζοντας μία φέτα τόπου, μία φέτα χρόνου και μία φέτα ανθρωπιάς. Η γιαγιά αφηγείται τη δική της σκληρή ιστορία μόνο που τη μετουσίωσε σε παραμύθι. Και ο Σπύρος Κιοσσές μέσα από την ιστορία του Τάσου μας αφηγείται τις ιστορίες πολλών ανθρώπων, γιατί είναι πάρα πολλά τα κοινά βιώματα των ανθρώπων που ζουν, μεγαλώνουν, ερωτεύονται, πονούν, βιώνουν τα τραύματά τους και ενηλικιώνονται. Αυτός άλλωστε δεν είναι και ο μαγικός καθρέφτης της λογοτεχνίας;

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση της μετάφρασης στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Jean-Philippe Charbonnier. Δείτε τα περιεχόμενα του έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

279922474 1894154260784567 5203927692121882661 n

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *