Η αναχώρηση έγινε από το Σύνταγμα στις 2 το μεσημέρι. Ήμασταν οι συνάδελφοi Κυριακή Μπεϊόγλου, ο Γιάννης Πανταζόπουλος από τη LIFO, ο Βασίλης Νάτσιος από το Cosmopoliti, η Αριέττα Πούλιου από το travel.gr κι εγώ από το Documento και το OLAFAQ. Μαζί μας ήταν ακόμη η Σόφη Μουτάφη και η Ευαγγελία Πέττα, τα δύο κορίτσια που δουλεύουν όλο το χρόνο για το Malvasia Festival, τον σκοπό δηλαδή του ταξιδιού μας. Με οδηγό τον Δημήτρη, που είναι επιστήμονας τροφίμων, μπήκαμε στο βαν και ύστερα από αρκετές ώρες – πάνω από τέσσερις για την ακρίβεια – φτάσαμε στη Μονεμβασιά.
![]() |
Με την Κυριακή Μπεϊόγλου λίγο πριν την αναχώρηση μας |
Πρώτη στάση, λίγο μετά τους Μολάους και πριν φτάσουμε στη Μονεμβασιά, κάναμε στο οινοποιείο του Γιώργου και της Έλλης Τσιμπίδη. Οι άνθρωποι μας κέρασαν από τις μοναδικές ποικιλίες κρασιών τους μαζί με τα δέοντα εδέσματα (ελιές, προσούτο, σύγκλινο και γραβιέρα), ενώ μας ξενάγησαν στο χώρο του οινοποιείου με τα βαρέλια και τα αναρίθμητα μπουκάλια προς ωρίμανση.
![]() |
Ο γλυκόπιοτος λιαστός οίνος «Malvasia», ίσως το ωραιότερο κρασί που έχω πιεί ποτέ |
Κουρασμένοι καθώς ήμασταν, πήγαμε απ’ το ξενοδοχείο μας, το οποίο ήταν πέντε λεπτά με τα πόδια απ’ την περίφημη καστρούπολη της Μονεμβασιάς. Η ιδιοκτήτρια ήταν από την Τασμανία, ευγενική και κατατοπιστική, που άκουσε τα παράπονα των περισσοτέρων για την αδυναμία σύνδεσης με το internet. Με τον Νάτσιο του Cosmopoliti μας έβαλαν σε διπλανά δωμάτια, ο Βασίλης όμως άλλαξε δωμάτιο την επόμενη μέρα, καθώς δεν υπήρχε internet, όπως είπαμε, ενώ και στο μπάνιο του για να χωρέσεις έπρεπε να είσαι…στρουμφάκι. Εγώ πάλι παρέμεινα εκεί. Δε βαριέσαι, δυο βράδια θα μέναμε ούτως ή άλλως. Ετοιμαστήκαμε και ανηφορίσαμε για το κάστρο, όπου μας είχαν τραπέζι. Και τι τραπέζι! Γ@μησε τα, πάει η κέτο διατροφή μου…
Λάτρεψα τις γάτες της Μονεμβασιάς, που μου θύμισαν την Κωνσταντινούπολη, εκεί που τα αγαπημένα μου ζώα κυκλοφορούσαν ήσυχα και χαδιάρικα ανάμεσα στους θαμώνες των καφέ και των εστιατορίων. Γάτες καλοαναθρεμμένες και στειρωμένες, τρισευτυχισμένες θα λέγαμε εκεί που ζουν, μια και στην καστρούπολη δεν κυκλοφορούν αυτοκίνητα και άρα δεν κινδυνεύουν από ατυχήματα. Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο εξοντωμένοι από κούραση.
Σηκώθηκα πολύ πρωί, όπως συνηθίζω τα τελευταία χρόνια με τη δουλειά. Δοκίμασα το μάλλον αδιάφορο πρωινό του ξενοδοχείου και βγήκα έξω για τα τσιγάρα με τον καφέ μου. Δεν γινόταν να κάτσεις έξω. Είχε τέτοιο αέρα που σ’ έπαιρνε και σε σήκωνε. Η θάλασσα λυσσομανούσε και οι αέρηδες σφύριζαν ενοχλητικά.
Την έκανα ωστόσο μια βόλτα λίγα μέτρα παραπέρα απ’ το ξενοδοχείο και συγκεκριμένα στη μικρή γέφυρα που ενώνει την πόλη με το κάστρο και που γίνεσαι μούσκεμα όταν την περπατάς με δυνατό αέρα και κύμα. Όπως είχε εκείνη τη μέρα…Μεταφερθήκαμε στην κινηματογραφική λέσχη της περιοχής, ένα παλιό σχολείο που με πρωτοβουλία των περίοικων, μετατράπηκε σε αίθουσα ψυχαγωγίας. Εκεί έγινε η συνέντευξη Τύπου, απ’ την οποία, ενώ ακούστηκαν πολλά και ενδιαφέροντα απ’ όλους τους ομιλητές, εμάς μας ενδιέφερε η αποτίμηση του πρώτου Malvasia Festival, έτσι όπως την περιέγραψαν η Σόφη, η Ευαγγελία και ο Σωτήρης, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του. Γι’ αυτό δεν θα γράψω εδώ, αλλά στο σχετικό άρθρο μου στο Documento της επόμενης Κυριακής. Ύστερα από ένα δίωρο περίπου, αναχωρήσαμε για τον Γέρακα, το νοτιότερο φιόρδ της Ευρώπης και μάλλον ένα απ’ τα ομορφότερα μέρη της Ελλάδας.
![]() |
Κ. Μπεϊόγλου – Bosko – Β. Νάτσιος – Γ. Πανταζόπουλος – Α. Πούλιου |
Ακολούθησε γεύμα (τι άλλο;) σε μια απ’ τις πιο φημισμένες ψαροταβέρνες της χώρας, απ’ ότι έμαθα. Με σεφ την κυρία Ελένη, δοκιμάσαμε τοπικές πίτες με σπανάκι και απίστευτες συνταγές ψαρικών με γαρίδες, καβούρια, σουπιές και χταπόδι με καραμελωμένη φάβα. Και οι σαλάτες όμως δεν πήγαιναν πίσω. Οπτική πανδαισία. Πάρτε μια γεύση…
Πράγματι, κάτσαμε σ’ ένα πανέμορφο μπαρ ρέστοραν σε μια αυλή με θέα στη θάλασσα από ψηλά. «Θα φάτε κάτι…τσιμπητό» είπε ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού κι εμείς λέγαμε ότι θα μας φέρει καναπεδάκια, μεζεδάκια κλπ. Αντ’ αυτού άρχισαν πάλι να έρχονται πιατέλες με σουβλάκια, μπιφτέκια και σαλάτες. Άντε πάλι φαΐ εκεί που ακόμη δεν είχαμε χωνέψει το μεσημεριανό! Στην παρέα ήταν οι πάντες: Οι διοργανωτές του φεστιβάλ, ο αντιδήμαρχος Μονεμβασιάς, το ζεύγος Τσιμπίδη και, φυσικά, η δημοσιογραφική παρέα μας. Οι γάτες μια απ’ τα ίδια: Ανέβαιναν στα καθίσματα ανάμεσα μας και απολάμβαναν τα χάδια μας. Μια – δυο απ’ αυτές που βλέπετε στις φωτογραφίες, αν δεν είχα τα δύο δικά μου γατιά να με περιμένουν στην Αθήνα, θα τις είχα…απαγάγει. Τέλος πάντων, φάγαμε, ήπιαμε, συζητήσαμε, τσουγκρίσαμε ποτήρια και λίγο μετά τη μία τη νύχτα αποφασίσαμε να γυρίσουμε στο ξενοδοχείο. Ξεράθηκα κανονικά, δεν άντεξα με τους ρυθμούς της ημέρας που είχε περάσει μόλις.
Αμέσως μετά πήγαμε με τον Πανταζόπουλο για καφέ στο «Βόλαξ», αν το γράφω σωστά. Φαρμακείο ο καφές…Δύο καφέδες έκαναν εννιάμισι ευρώ! Δε βαριέσαι. Εδώ ο καφές στο πρώην Zonars κοστίζει σχεδόν έξι ευρώ και δεν βλέπεις και τη θέα που είχαμε εμείς. Εκεί μας συνάντησαν η Ευαγγελία και η Σόφη, οι υπεύθυνες επικοινωνίας – και όχι μόνο – του Malvasia Festival. Αποφασίσαμε όλοι μαζί να κάνουμε έναν μεγάλο περίπατο μέσα στο κάστρο και να φτάσουμε μέχρι τον φάρο του.
![]() |
Έχω την αίσθηση πως κάθισα στο ομορφότερο καφέ του κόσμου! |
![]() |
Σ. μουτάφη – Ε. Πέττα – Bosko – Γ. Πανταζόπουλος |
Λίγο μετά τις 11 το πρωί μπήκαμε ξανά στο βαν και με οδηγό πάντα τον Δημήτρη κινήσαμε για την Αθήνα, στην οποία φτάσαμε πέντε ώρες αργότερα. Για ότι ακούσαμε, μάθαμε και για ότι θα γράψουμε, που να αφορά το σκοπό του συγκεκριμένου ταξιδιού, θα τα διαβάσετε σύντομα από το Documento, τη LIFO, το Cosmopoliti και το travel.gr – εδώ εγώ απλά έκανα ένα tour στο περασμένο τριήμερο στην Μονεμβασιά που λάτρεψα και που σίγουρα θα επισκεφτώ ξανά με την πρώτη ευκαιρία.