Ξανθή Κουτσογιάννη, (Απ)ηχώ την (απ)ουσία, εκδ. Ρώμη, Θεσσαλονίκη 2022.
«Αν σας είχα χαρίσει ένα ποίημα/ μια πνοή της ψυχής μου θα ήταν/ και η στερνή μου ακόμα, πνοή/, τόσο μικρή, πόσον λίγη θα φάνταζε!/ Ατόφια την ψυχή μου χαρίζω, λοιπόν».
Κάθε δημιουργία που προστίθεται στη διαδρομή ενός ποιητή, αποτελεί κι ένα βήμα ωριμότητας και συνιστά στοιχείο στον πίνακα της ποιητικής του. Στοιχείο στην οπτική του και στην αντίληψη για την τέχνη του λόγου. Η Ξανθή Κουτσογιάννη με τη νεογέννητη ετούτη ποιητική συλλογή, κινείται σαφώς προς αυτή την κατεύθυνση.
Ο τίτλος έντεχνα και ευφάνταστα αποκαλυπτικός και περίτεχνος, σχηματίζει τέσσερες τίτλους ταυτόχρονα, ανοίγοντας ήδη από το εξώφυλλο ισάριθμες ποιητικές εισόδους στη γραφή της. Συμπλέκεται εναλλακτικά ρήμα και αντικείμενο σ’ ένα λεκτικό, συντακτικό και νοηματικό παιγνίδι, όπου όλες οι εκδοχές σημαίνουν δυνατά τον στίχο της.
Απηχεί η ποιήτρια, εκφράζει παραστατικά και συνάμα ηχεί, εκπέμπει για τον αποδέκτη των μηνυμάτων της, την ουσία. Δηλαδή το ειδικό και το γενικό, αυτών που η έμπνευση προστάζει και καλεί, μεταφορικά δε, τα συναισθήματα ή τις έννοιες που τη δονούν, ενώ κατ’ επέκταση, στη φιλοσοφική ερμηνεία της λέξης, απηχεί την υπόσταση.
Ηχεί επίσης την απουσία, θέλοντας να μεταδώσει και να μοιραστεί τις βιωματικές στιγμές της. Η εκφραστική της κινείται πάνω σε μια ξεχωριστή προφορικότητα, χωρίς λογοτεχνικούς εξωραϊσμούς και ποιητικά στολίδια. Τα ποιήματά της, λιτά και ιδιαίτερα πυκνά, στοιχειοθετούν μια γραφή με ευθύτητα· μια διακριτική και διακριτή ποιητική φωνή.
Η πρώτη εντύπωση που αποκομίζει κανείς είναι πως πρόκειται για ποίηση προσωπική, εσωτερική, αποκαλυπτική σκέψεων και ψυχισμού, όπως διαμορφώνονται στη ροή του χρόνου της. Όμως σε πολλά ποιήματα, μέσω αυτής της εξομολόγησης, κατορθώνει να αντιπροσωπεύει τον καθένα, ακόμα κι όταν δεν μιλεί στο δεύτερο πρόσωπο.
Μέσω των υπαρξιακών εικόνων, οι στίχοι της εκτείνονται και στο συλλογικό σύμπαν με κοινωνικές προεκτάσεις και έκδηλη την αγωνία της ποιήτριας για το αύριο.
Σαν ιέρεια, στο πρώτο ποίημα επικαλείται τη μούσα, την ψυχή της: «ξεγυμνώσου ψυχή/ ξεγυμνώσου αίσθησή μου/ αρχέγονους χορέψτε χορούς/ Σκέψη μου εσύ με τη σειρά σου ξεγυμνώσου. Απόψε μόνο η μοναξιά/ κρούει ξανά τη θύρα». Ολάκερη η ύπαρξή της λύνεται και δίνεται στην έμπνευση, ερμηνεύοντας την οδυνηρή μοναξιά του ανθρώπου αλλά και την συνειδητή μοναξιά του ποιητή, καθώς η ποιητική δημιουργία συντελείται τις νυκτερινές ώρες.
Η ποιήτρια δηλώνει «Εθισμένη σε απόσταγμα ποίησης» και υμνεί την ποίηση σε αρκετούς στίχους! Η ποίηση τη μεθά, όπως όλους όσοι τους έλαχε η ευλογία και διαβιούν σε συνθήκες παράλληλης ζωής, αναπόδραστα.
Η θεματική της διάχυτη στη συλλογή με ποιήματα ποιητικής, κοινωνικά, της πατρίδας, της απουσίας. Οι αισθήσεις, η σκέψη, η καρδιά κι η αλήθεια της, απεκδύονται κάθε ένδυμα και προβάλλουν γυμνές για να τις νιώσουμε.
Σεργιανίζει τη μνήμη της στα ολόγιομα φεγγάρια των αισθήσεων που έζησε, κι άλλοτε βυθίζεται στις ατέλειωτες συγκρούσεις των στιγμών, στις ματαιωμένες επιθυμίες, που απωθημένες στο χτες, κροτούν την ύπαρξή της, όπου παρά τη μεταμέλεια, «ο χρόνος πια μη αναστρέψιμος», δηλώνει.
Οι στιγμές της είναι οι στιγμές μας, στον κοινό του ανθρώπου τόπο, ο οποίος πάντα ταλανίζεται με το ανεκπλήρωτο, τα λάθη και τις πράξεις που δεν μπορεί ν’ αλλάξει.
Άλλος κοινός τόπος είναι η απουσία αγαπημένων προσώπων, που είναι κομμάτια μας που ξεκολλούν, κι απομένουμε τελεσίδικα ελλιπείς και κατ’ ουσίαν απαρηγόρητοι. Η ποιήτρια αναρριπίζει μέσα μας, τους δικούς μας άλλους, του καθένα μας το παντοτινό κενό.
Και πόσες άλλες απουσίες επίσης, σκάβουν ολοένα την ψυχή, με τη γνώση του αμετάκλητου των όσων δεν εκπληρώθηκαν: «[…] ζωντανός είναι ο θάνατος» λέει χαρακτηριστικά με μια φράση παράταιρη κι εκπληκτική! Πότε; Όταν ανακυκλώνεται διαρκώς το τέλμα μιας καθημερινότητας, όπως νότα σε μονότονη μουσική, χωρίς να ηχήσει η αυξανόμενη ένταση, η πολυπόθητη έκρηξη. Μοναδικά το εκφράζει κλείνοντας το ποίημα: «[…] Κι αναπολώ ένα κρεσέντο χαμένο από καιρό.»
Άλλοτε, καθρέφτης γίνεται, (στις όμοιες στιγμές μας, και κάνει αυτό το μοίρασμα, με τον ιδιότυπο τρόπο της). Με πικρή μελαγχολία εξομολογείται: «Ψάχνω ένα σύννεφο να γείρω το κεφάλι/ Με αρρωσταίνει η σκληρότητα της γης/ Ψάχνω την αστερόσκονη να με μεταμορφώσει σε αυγινό χαμόγελο».
Επιζητεί ανακύκλωση, όπως τιτλοφορεί το τετράστιχο παρακάτω ποίημα: «Άδειο η ύπαρξή μου μοιάζει κουτί/ σε μια γωνιά παρατημένο/ κι ούτε ένα χέρι δεν υπάρχει/ τώρα να το ανακυκλώσει».
Οι ποιητές είναι τα αντιληπτικά μας όργανα. Μιλούν τον κόσμο μας, τις εσωτερικές μας μάχες, τις ήττες, τις νίκες μας, αλλά και την απίστευτη δυνατότητα που έχουν τα δώρα της ζωής να μας δώσουν, στις δύσκολες ώρες, φτερά! Μας εκφράζει η Ξανθή Κουτσογιάννη, στην ποιητική ενδοσκόπησή της: «Όταν βαρίδι η ύπαρξη/ στην άβυσσο με σύρει,/ της ζωής μου τα θαύματα όλα/ την ψυχή θ’ αγκαλιάζουν τότε/ και, η βαρύτητα εξαϋλώνεται.» λέει.
Μας καθρεφτίζει επίσης εντυπωσιακά, σαν γεφυρώνει, «[…]τα πρέπει και τα θέλω», πλάθοντας «[…] έναν ορίζοντα / με άσπρα τριαντάφυλλα[…] Αλλά ο διχασμός των «θέλω» και των «πρέπει» παντοτινός. Τη διαπίστωση απηχεί για τούτη τη γέφυρα, που συνήθως από το βάρος των ασύμβατων λέξεων και πράξεων καταρρέει. Άπελπις για το αποτέλεσμα, αποκαλύπτει πως «[…]σκορπίσανε στου ανέμου την πνοή/ Έμειναν δυο κόσμοι αποκλίνοντες».
Και οι σκιές παρούσες, την περικυκλώνουν. Την συνθλίβουν (μάς συνθλίβουν· αλήθεια πόσες φορές δεν το νιώσαμε) και σε μια έκρηξη αυτολύπησης, κι αδυναμίας να λύσει, τα δεσμά κάθε συμβιβασμού, αναρωτιέται: «[…] κι ακίνητη γιατί, γιατί τις υπομένω;»
Τα χρώματα έχουν κι αυτά τη δική τους σημειολογία στη γραφή της, κυρίως η απουσία τους και η κυριαρχία του λευκού και του αρνητικού μαύρου με τους ιδιαίτερους και καταλυτικούς συμβολισμούς τους.
Στο πλαίσιο μιας πνιγηρής πραγματικότητας, μάταια, αναζητεί φυγή απ’ το γκρίζο, στο οποίο βάφεται αδιάκοπα ο κόσμος της, ατομικά και οικουμενικά. «[…]Κι ας ψάχνω απελπισμένα διέξοδο προς τα χρώματα» ομολογεί.
Το λευκό, την τρομάζει, όταν παγώνει τη ζωή και τα αισθήματα και το μαύρο, όταν μαύρη τρύπα στο λευκό επικάθεται τραγικά και η ψυχή σκλαβώνεται στην απώλεια.
Εκείνο, «[…]της αβύσσου και της αιωνιότητας» όπως λέει και πόσο σωστά βέβαια, όταν αυτό το λευκό και το πάντα μαύρο, επιβεβαιώνει τον συνειρμό του τέλους. Εδώ η ποιήτρια δίνει και τη διάσταση του επέκεινα, με την ελπιδοφόρα λέξη «αιωνιότητα», ίσως, για να ξορκίσει τον θάνατο.
Έγκλειστη η δημιουργός, όπως κι η ανθρωπότητα άλλωστε, σ’ έναν κόσμο με οθόνες και ψέμα, αισθάνεται τον πνιγμό, τις αλυσίδες μιας θριαμβικής εξουσίας, που αλλοτριώνει και παραμορφώνει (μεταπλάθει αφύσικα). Εντυπωσιακά κλείνει τη διαπίστωση αυτού του νέου τρόμου, λέγοντας: «αποζητώ έναν καθρέφτη τώρα/ ν’ αντικρύσω ατελή την αλήθεια μου».
Εννοεί, κι ας το εννοήσουμε ως: «ατελή την αλήθεια» μας. Γιατί όπως συνεχίζει πιο κάτω, «οι μέρες μας υποθηκευμένες /στο συρτάρι του τρόμου[…]
Η ποιήτρια διαμαρτυρόμενη όχι συναγερμικά αλλά χαμηλόφωνα, με πικρούς στίχους, μας προσγειώνει μέσω των δικών της αισθήσεων στη ζοφερή αλήθεια και χωρίς να αναφέρεται σε στιγμιότυπα, μιλεί με κοινωνικές προεκτάσεις. Σε αρκετές ποιητικές στιγμές της προβληματίζεται διαπιστώνοντας την ασφυξία της πατρίδας και την αδράνεια του κόσμου όπως στο ποίημα «Φθόνος»: «Μέσα απ’ το αίμα σου έρχεται/ απ’ την ανάσα της πατρίδας /φίδι και σφίγγει την πνοή σου/ Χαμογελάς, αδρανοποιείσαι, το προσπερνάς, συρρικνώνεσαι». Εδώ, στους τελευταίους στίχους και ειδικά στη στερνή του ποιήματος λέξη, περικλείεται η εικόνα, από μια παγιωμένη κατάσταση τρομακτική. Γιατί ο φόβος παραλύει, συρρικνώνει. Να θυμηθούμε τον στίχο του μεγάλου Γιάννη Ρίτσου […] στο φόβο σου ποντάρουν».
Το ποίημα «Παραπετάσματα», επίσης, είναι συγκλονιστικά δηλωτικό του αληθινού τοπίου των ημερών, ευρύτερα: «ψεύτικοι οι πόλεμοι, τα θύματα αληθινά/ παραπετάσματα του φόβου / για να υπομένεις την κουρσεμένη σου ζωή».
Στο ποίημα «Τούνελ» θα σταθώ, όπου καθώς λέει, «το μέλλον, τούνελ σκοτεινό». Δυνατή μεταφορά κι ελπιδοφόρα. Η προτροπή της ποιήτριας, εδώ, καλεί σε μια άλλη στάση ζωής! «Μη σταματάς, συνέχισε, /πάντα υπάρχει φως στην άκρη του τούνελ» Αυτή η παρότρυνση, αρκεί να παραμερίσει την απόγνωση, τη μελαγχολία, την εμβόλιμη σύγχυση και να αφυπνίσει, να ενεργοποιήσει τις απίστευτες δυνάμεις που κατέχει ο άνθρωπος.
Στάθηκα επίσης σε δυο δυναμικές σελίδες, όπου η Ξανθή Κουτσογιάννη, στη μια, στο ποίημα «Χρόνος» εκθέτοντας την παγιωμένη παραχάραξη που συντελείται, φωλιάζει στον ουρανό των έγκλειστων ημερών και του άδειου παρόντος, τα […]αλώβητα όνειρα[…] του κόσμου· ενώ στη διπλανή, στο ποίημα «Παραχάραξη», εκφράζει τη σιγουριά της για την επικράτηση της πραγματικής αλήθειας.
Ο ποιητής σημαίνει τον λόγο ως μύστης που δίνει χρησμούς κι ο καθένας καλείται να δώσει τη δική του απάντηση, για τον εαυτό του αλλά και για τον κόσμο, αφού το μέλλον κοινό.
Και βέβαια η ατομική απόγνωση, τις περισσότερες φορές, δεν είναι ασύνδετη με τη συλλογική, μέσα σ’ ένα εξελιγμένο ψεύδος, όπου οι λέξεις της αγάπης και της ανθρωπινότητας λεηλατούνται.
Σε μια εποχή όπου το ζητούμενο είναι το αύριο με χρώματα, και με ημέρες δίχως τρόμο και «πλαστές αλήθειες», η καλαίσθητη συλλογή της Ξανθής Κουτσογιάννη, κυρίως απηχεί την ουσία.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Lili Ország. Δείτε τα περιεχόμενα του όγδοου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]