Μαρίνα Τσβετάγιεβα, Ο θηλυκός αδελφός μου, μετάφραση-επίμετρο-σημειώσεις: Ευγενία Γραμματικοπούλου, Οκτάνα, Θεσσαλονίκη 2022.
Αν ανατρέξουμε στην ιστορία της λογοτεχνίας, θα διαπιστώσουμε ότι δεν είναι ένα ασυνήθιστο φαινόμενο οι λογοτεχνικές «αποκρίσεις» μεταξύ των συγγραφέων, οι περιπτώσεις δηλαδή έργων που απαντούν σε ερεθίσματα και αφορμές που δίνονται από κείμενα άλλων συγγραφέων. Αυτή η μορφή «αλληλεπίδρασης», που στη νεότερη θεωρία μπορεί να τεθεί υπό τη μεγάλη σκέπη της διακειμενικότητας, θεωρείτο πάντοτε από τους καλλιτέχνες μια απολύτως φυσική και απαραίτητη διαδικασία, συχνά μια προϋπόθεση για τη λογοτεχνική δημιουργία. Ήδη από τα χρόνια των αρχαίων λυρικών απαντώνται τέτοιες «αποκρίσεις», ενώ αν ανατρέξουμε στην Αναγέννηση, εκεί πια είναι αξιομνημόνευτη η διαμόρφωση ενός είδους επιστολικής ποίησης, ποιημάτων δηλαδή με τα οποία οι επιστολογράφοι «αποκρίνονται» σε άλλα ποιήματα σταλμένα σ’ εκείνους από τους πνευματικούς τους συνοδοιπόρους. Θα μπορούσαμε να κάνουμε μια εκτεταμένη αναδρομή στις μορφές των λογοτεχνικών αποκρίσεων που απαντώνται μέσα στους αιώνες. Παρ’ όλα αυτά, η σύντομη αυτή εισαγωγική μου αναφορά έχει στόχο να θέσει το πλαίσιο μιας διαχρονικής ανάγκης μέσα στην οποία μπορούμε να εντάξουμε το Γράμμα στην Αμαζόνα της Μαρίνας Τσβετάγιεβα. Σε αυτό το τολμηρό έργο, η Ρωσίδα ποιήτρια καταγράφει με τρόπο αφοριστικό τους χειμαρρώδεις στοχασμούς της, που γεννώνται μέσα της μετά την ανάγνωση του έργου της Αμερικανίδας Natalie Clifford Barney Σκέψεις μιας Αμαζόνας (1918).
Η Barney χάρισε το ιδιότυπο βιβλίο της στη Μαρίνα Τσβετάγιεβα μεταξύ 1930 και 1932, κατά τη γνωριμία τους στο Παρίσι. Η Τσβετάγιεβα γοητεύεται από την ελεύθερη ζωή της Barney και από την τόλμη της να εκφράζεται και να δρα πέρα από ηθικές συμβάσεις. Οι Σκέψεις μια Αμαζόνας τολμούν να θίξουν ζητήματα του φύλου, της σεξουαλικής ταυτότητας, της σύγκρουσης μεταξύ των πρέπει και των θέλω, με έναν τρόπο που ενθουσιάζει και τροφοδοτεί την ευαισθησία της Τσβετάγιεβα. Έτσι, το Γράμμα στην Αμαζόνα γίνεται ένας «μαγικός καθρέφτης» του έργου της Barney, αφού δεν αντανακλά μονάχα κοινούς προβληματισμούς, αλλά δίνει μια νέα προοπτική στους στοχασμούς από τους οποίους εμπνέεται. Η Τσβετάγιεβα διαθέτει, εξάλλου, μια διαφορετική φύση, εσωτερική και μοναδικά ευαίσθητη, ενώ προέρχεται από έναν άλλο κόσμο, από έναν άλλο πολιτισμό, και ζει μια ζωή ολότελα ξένη προς τη ζωή της Barney: μια ζωή γεμάτη στερήσεις, δυσκολίες, αγωνίες. Οι «αποκρίσεις» της διαπνέονται από μια αγωνιώδη ανάγκη να ειπωθεί το ανέκφραστο, γι’ αυτό και προχωρά ένα βήμα πιο πέρα από το κοινωνικό σχόλιο και την ειρωνεία προς τις κοινωνικές συμβάσεις: απλώνεται στους ωκεανούς των ματαιώσεων, των ονείρων, των ασυνείδητων διαδικασιών, αλλά και σε έναν βαθύ στοχασμό για το νόημα των πραγμάτων, των επιλογών, των φυσικών χαρακτηριστικών. Όπως σημειώνει η Ευγενία Γραμματικοπούλου στο επίμετρο της έκδοσης: «Το υβριδικό αυτό κείμενο της Τσβετάγιεβα καταλήγει (και παραμένει μέχρι σήμερα) η μοναδική αυθεντική απολογία των σχέσεων μεταξύ γυναικών γραμμένη από συγγραφέα ρωσικής καταγωγής, ένα πολύτιμο τεκμήριο που υπερβαίνει την προσωπική αμφιθυμία της αμφιφυλόφιλης Τσβετάγιεβα προς την ίδια της την παρόρμηση, και εμμέσως της εξηγεί».
Στην έκδοση επιλέχθηκε ο τίτλος Ο θηλυκός αδελφός μου της πρώτης γαλλικής έκδοσης του κειμένου, μια φράση που απαντάται στην Barney και την οποία η Τσβετάγιεβα χαρακτηρίζει ιδιοφυή. Το κείμενο της Τσβετάγιεβα, σε μετάφραση που αποδίδει την ποιητική πολυσημία του, αξίζει να διαβαστεί ως μια εξαιρετική περίπτωση στοχαστικής τόλμης, σ’ έναν κόσμο που δεν υπήρξε αγγελικά πλασμένος για κανέναν άνθρωπο, πολύ περισσότερο για τις γυναίκες που πίστεψαν και υποστήριξαν με πάθος την ελευθερία τους πνεύματος. Και για να κλείσουμε με τα λόγια της Τσβετάγιεβα:
«Το “τι θα πει ο κόσμος” δεν έχει καμία αξία, δεν πρέπει να έχει καμία αξία, καθότι ό,τι λέει κακώς ειπωμένο, ό,τι βλέπει – κακώς ιδωμένο. Το μάτιασμα του φθόνου, της περιέργειας, της αδιαφορίας. Του κόσμου δεν του πέφτει λόγος, έτσι που κυλιέται μες στην κακεντρέχεια.
»Ο Θεός; Ας το πούμε μια και καλή: ο Θεός δεν έχει καμία σχέση με τον σαρκικό έρωτα. Το όνομά Του, συνδεόμενο ή αντιτιθέμενο με οποιοδήποτε αγαπημένο όνομα, αρσενικό ή θηλυκό, ηχεί σαν ιεροσυλία. Υπάρχουν πράγματα ασυμβίβαστα: ο Χριστός και ο σαρκικός έρωτας. Ο Θεός δεν έχει καμία σχέση με όλες αυτές τις μιζέριες, εκτός από το να μας γιατρέψει από δαύτες. Είπε ευθύς εξαρχής: -Αγαπάτε εμένα, Τον Αιώνιο. Όλα τα άλλα – ματαιότης».
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Herbert Ploberger. Δείτε τα περιεχόμενα του όγδοου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]