cebcceb9cebacf81ceac ceb1cf86ceb7ceb3ceaecebcceb1cf84ceb1 cf84cebfcf85 gpointofview

Πολλές φορές έχουμε δημοσιεύσει στο ιστολόγιο διηγήματα και άλλα λογοτεχνικά κείμενα του φίλου μας του Τζι. Το τελευταίο ήταν φέτος τον Γενάρη κι εκεί θα βρείτε λινκ προς τα προηγούμενα.

Σήμερα  θα βάλουμε κάτι διαφορετικό, αλλά όχι πολύ. Όχι  ένα  διήγημα, αλλά πολλά μικρά αφηγήματα, είδος σφηνάκια αν θέλετε ή μπονζάι που τα λέει ο Γιάννης Πατίλης. Μου τα είχε στείλει προ καιρού ο Τζι και νομίζω πως είναι μια δροσερή ανάσα  μέσα στον καύσωνα. 

Οι φωτογραφίες είναι επίσης του Τζι, όπως και η ορθογραφία. 

* Spartium junceum, Σπάρτιον το βουρλοειδές

Δλδ, πόσο… σπάρτο ; Βούρλο το ξέρω !

vurlo

Κι ήταν ένα σκωτσέζικο χιππάκι, κοριτσάκι σαν τα κρύα τα νερά, που είχα μαντρώσει στα είκοσί μου για καμιά βδομάδα. Είχε και μια προφορά…χαϊλάντερ.

– Πώς είπαμε πως σε λένε ;

– (δυσανάγνωστον)

– Αδύνατον να το μάθω, άι γουίλ κόλ γιου βούρλο

– Γουάτ ις ε βούρλο ;

– Ε λίτλ γέλοου φλάουερ (πάντοτε ειλικρινής εγώ)

– Οου, άϊ λάίκ ιτ !

Και την φώναζα βούρλο και σπάγανε πλάκα οι άλλοι, άσχετοι φυτολογικώς !

Αξέχαστα, προ έητζ, χρόνια…

* Δωμάτιο στο χρόνο

domatio

Το δωμάτιο ήταν μεγάλο, σχεδόν τετράγωνο και ψηλοντάβανο, χώραγε όλες τις αναμνήσεις.
Το πάτωμα, ξύλινο με τάβλες πλανισμένες, περασμένες λαδομπογιά έσβηνε ίχνη κι υποψίες.
Ψευδοροφή από κόντρα-πλακέ, έσταζε κάθε που το κουνάβι της στέγης πείραζε τη σειρά των κεραμιδιώνε.
Δυό τοίχοι ξώτεροι από πέτρα χοντρή, της Μασίλλιας, ένας τσεσμές κι από την άλλη σύνορο, πέρα για πέρα μια ντουλάπα, χωρούσε όλα τα σκεπάσματα και τις ντροπές του κόσμου.
Το παραθύρι ένα, ανοιγμένο στον πέτρινο τον τοίχο σημάδευε τη  θάλασσα κι ένα νησάκι που χρύσιζε στην κάθε ανατολή του ήλιου. Στο περβάζι του πέρασαν ώρες ξαπλωμένα πιτσιρίκια κι η γάτα του σπιτιού.
Ενα παλιό φωτιστικό να κρέμεται κι ένα μικρούλι πορτατίφ στο μάρμαρο του κομοδίνου ήταν οι πινελιές του πολιτισμού που ήρθε με το ρεύμα.
Το νερό δεν ήρθε ποτέ.
Μια παλιακή λεκάνη και μια κανάτα, από άσπρη πορσελάνη και τα δυό, περίμεναν μπροστά στον καθρέπτη της τουαλέττας να ξεπλύνουν πρωίνές τσίμπλες και χρόνιες αμαρτίες. Πιο δίπλα κρέμονταν οι πετσέτες με τ’ αρχικά του νοικοκύρη κεντημένα από χέρια εγγλέζικα.
Μία καρέκλα περίμενε τον επισκέπτη επί ματαίω.
Και στη γωνιά, σ’ ένα μεγάλο ξύλινο σεντούκι, με χρυσαφένια κλειδαριά  και καλογυαλισμένο, τσαλακωμένο μέσα του κρυβότανε το τζίνι του σπιτιού.

 

Tο «άνθος του Απόλλωνα»

Ευλογημενος κήπος μέσα στην εγκατάλειψη

anthos

Ξεφύτρωσες απ’ το πουθενά.

Χρώμα της γής που θόρυβο δεν κάνει.

Μονάχα τ’ άρωμα τραβάει το βλέμμα τώρα που μέστωσες, από κρυφή κι’ απαρατήρητη διαδικασία.

Φύλλα βγαζεις μετά, όταν πιά θα’χουν έρθει οι βάρβαροι στην ερημιά σου.

Θα περιμένεις τ’ άλλο φθινόπωρο -δική σου άνοιξη, ανοίγει ο χρόνος- να ξανανθίσεις.

Αν δεν σε πατήσει η μπόττα του απρόσεκτου.

Νωρίς στα βάσανα

Προσέξτε στην φωτογραφία τα πεντόβολα, τους σπόρους του μικρού κυπαρισσιού…

kyparis

Ξέρετε τι βάσανο είναι να μεγαλώνεις παιδιά πριν ωριμάσεις ο ίδιος ;
Κι εδώ το κυπαρισσάκι απλά θα υποφέρει το βάρος των σπόρων του στα κλαδάκια του που θάναι λυγισμένα μέχρι να πέσουν κάτω τα πεντόβολα, έτσι γίνεται στα φυτά. Στους ανθρώπους όμως τέτοιες βιασύνες βλάπτουν τέκνα και γονείς.

Τραγουδάκι :

* Σκουπιδάκια

Κι όπως σκούπιζε κάποιο σκουπιδάκι κύλισε και βγήκε έξω απ’ το φαράσι. Το ξανάσπρωξε μέσα μα αυτό την σκαπούλαρε ξανά και ξανά. Τότε πρόσεξε τα λόγια απ’ το τραγούδι που άκουγε, το φινάλε του Φάλσταφφ.
Tutti gabbati, (όλοι ξεγελασμένοι.)
Irride l’un l’ao ogni mortal (κοροϊδεύουν ο ένας τον άλλο, οι θνητοί)

Τεντώθηκε από το σκύψιμο και το κοίταξε αφ’ υψηλού…
«Με μένα θα τα βάλεις» σκέφτηκε και με μια αποφασιστική κίνηση της σκούπας το έβαλε ξανά στο φαράσι.

Ma ride ben chi ride (μα γελά καλύτερα)
la risata final (όποιος γελάει τελευταίος)

Ενα χαμόγελο σαρδόνειο χαράχτηκε στα χείλια του καθώς βάδιζε προς τον σκουπιδοτενεκέ με το σκουπιδάκι γερά φυλακισμένο μεταξύ σκούπας και φαρασιού. Σαν απο μηχανής θεός ένα άλλο αιωρούμενο σκουπιδάκι μπήκε στη μύτη του.

Ααααψουουουου !

tutto nel mondo e burla (όλος ο κόσμος είναι μια τρέλλα)
l’ uomo e natto burlone (ο άνθρωπος γεννιέται με την τρέλλα )

Ο Βέρντι με τον Σέξπιρ αγκαλιά από ψηλά έβλεπαν χαμογελώντας το σκουπιδάκι να ξεφεύγει απ’ το φαράσι. Ο Πεπίνο δεν μπόρεσε να μην αυτοθαυμάσει τον εαυτό του που αποφάσισε να σταματήσει τις μελοποιήσεις μ’ αυτά τα στιχάκια του Μπίλλυ.

Tutti gabbati…


συνέχιζε να ακούει στο ραδιόφωνο…

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *