Άννα Γρίβα, Τα ζώα θεοί, Κίχλη, Αθήνα 2021.
Η συλλογή διηγημάτων της Άννας Γρίβα Τα ζώα θεοί απαρτίζεται από είκοσι μία μυθοπλασίες. Μικρή και σύντομη αφηγηματική φόρμα που διατηρεί μια σοφή λιτότητα και δεν φτάνει ποτέ στην επιτήδευση και την αμετροέπεια. Κείμενα ξεχωριστά μέσα στην αυτοτέλειά τους, τα οποία με τις επαναλήψεις ορισμένων μοτίβων συνθέτουν μια ευρύτερη αναφορά που επικεντρώνεται στην παιδικότητα και την ενηλικίωση, τη ζωή και τον θάνατο.
Η Άννα Γρίβα αξιοποιεί στοιχεία από τον ρομαντισμό, τον εξπρεσιονισμό, τον υπερρεαλισμό και την ηθογραφία. Δημιουργεί εγγραφές που μοιάζουν με φευγαλέες καταστάσεις, όμως εισχωρούν στο βάθος του είναι. Το στοιχείο του παραμυθιού είναι έντονο, όπως και η ποιητική εκφορά του λόγου.
Τα διηγήματα γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο προσδίδουν εξομολογητικό τόνο στην αφήγηση. Η πλαστικότητα των περιγραφών, η δύναμη των εικόνων, γενικότερα των εκφραστικών μέσων, φέρνουν ένα φρέσκο αεράκι στο διήγημα, αλλά και ένα απολύτως προσωπικό ύφος στο οποίο δεσπόζουν η ποίηση, το παραμυθικό στοιχείο και η υποδόρια ειρωνεία, μια μαύρη σάτιρα για τη ζωή και τις καταστάσεις της. Ο χρόνος διασπάται συχνά με παρεμβολές της μνήμης, ενώ μέσα από τις μεταμορφώσεις της αφηγήτριας παρουσιάζεται η σχέση μας με τον κόσμο.
Το παλιό σπίτι, ο παππούς, η γιαγιά, οι οικογενειακές συγκεντρώσεις, η παιδική ηλικία, έχουν κεντρική θέση στις μυθοπλασίες. Μαζί τους τα παλιά βιώματα και τα τραυματικά γεγονότα του παρελθόντος τα οποία εισβάλλουν με ορμή από το ασυνείδητο. Οι φροϋδικές έννοιες απώθηση (γεγονότα του παρελθόντος σπρώχνονται στο βασίλειο του ασυνειδήτου) και εξιδανίκευση (το καταπιεσμένο υλικό προάγεται σε κάτι ευγενές και μεγαλειώδες), εμφανίζονται στη διήγηση. Το υπόγειο του σπιτιού, η κουφάλα του δένδρου, η ντουλάπα, κρύβουν μυστικά που δεν αποκαλύπτονται εύκολα, αλλά και τη σοφία των αιώνων. Τα όνειρα γίνονται έξοδος κινδύνου μέσα από την οποία βρίσκουν ανακούφιση οι αναμνήσεις, οι φόβοι και οι απωθημένες επιθυμίες. Ο φεγγίτης, το παράθυρο, ο ήλιος, αποτελούν φυγή από όσα μας ταλανίζουν, αναφορά στις ωραίες στιγμές της ζωής στον ανοιχτό ορίζοντα, στη χαρά.
Οι μυθοπλασίες της Γρίβα εκπέμπουν μια τρυφερότητα για τον άνθρωπο και τα πάθη του. Συνομιλούν με τον χρόνο, τη νεότητα, το γήρας, την πάλη των γενεών. Αποτυπώνουν το άγχος του θανάτου, τη συνειδητοποίηση της περατότητας της ύπαρξης, το παράλογο των διενέξεων. Το αθώο και καλό συμπλέκεται με το βίαιο και τραγικό, σκιαγραφώντας τις αντιφάσεις του ψυχισμού, τις πλευρές του ανθρώπινου βίου και του πολιτισμού.
[…] Είναι καλοκαίρι και παίζω κουτσό στην αυλή. Οι μουριές έχουν μεγάλες κουφάλες, θα είναι πάνω από εκατό χρονών. Τα φύλλα τους έχουν ταΐσει γενιές και γενιές μεταξοσκώληκες. Στα ταβάνια του σπιτιού υπάρχουν ακόμη οι γάντζοι απ’ όπου κρεμάγανε τις τάβλες με τα σκουλήκια.
Το παράθυρο έχει ένα χοντρό πρεβάζι· πάνω του κάθεται μια γάτα που παίζει με τις μασέλες της γιαγιάς και του παππού. Απορώ γιατί τις αφήνουν εκεί, αφού ξέρουν ότι θα έρθει η γάτα και θα παίξει. Κι ύστερα έρχεται η γιαγιά και φωνάζει και διώχνει τη γάτα. Είναι μια τελετουργία του απογεύματος. Ενώ εγώ παίζω κουτσό στην αυλή.
Υπάρχουν και άλλες τελετουργίες. Ο παππούς βγαίνει στο μπαλκόνι και κατουράει, γιατί δεν βλέπει καλά και νομίζει πως βρίσκεται στο μπάνιο. Εγώ συνήθως είμαι από κάτω και παίζω κουτσό. Μια φορά με κατούρησε λίγο. Η γιαγιά με σφίγγει στο στήθος της, που είναι τεράστιο, και δεν μπορώ να ανασάνω. Σβήνω το κουτσό και το ξαναφτιάχνω, μα ποτέ δεν είμαι ικανοποιημένη.
Σκέφτομαι πως, όταν ο παππούς δεν φοράει τη μασέλα του, είναι τόσο γλυκός. Αθώος. Κρίμα να ξέρω την ιστορία για το τσεκούρι. Τώρα τελευταία πέσανε και τα δόντια του γιου του, πράγμα που τον κάνει να φαίνεται πολύ μεγαλύτερος απ’ όσο είναι. Σουφρώνει τα χείλη προς τα μέσα και μιλάει σαν ψευδός. Είναι τόσο γλυκός. Αθώος. Κρίμα να ξέρω την ιστορία για το τσεκούρι. («Μεταξοσκώληκες», σελ. 54-55).
Η νύχτα, οι εκκλησίες, τα νεκροταφεία, το καμπαναριό, τα σκιερά δάση, το φεγγάρι, τα όνειρα, είναι ρομαντικά μοτίβα στα διηγήματα της Γρίβα, όπως και το μαύρο κενό που πηγάζει από την αγωνία για τον χρόνο, την αίσθηση της ματαιότητας, τη διαπίστωση ότι ο κόσμος μας είναι πεπερασμένος, αλλά και τη διάθεση για το απόλυτο, την ολοκλήρωση.
[…] Το σπίτι μου έχει έναν μικρό φεγγίτη που βλέπει στον φωταγωγό. Καμιά φορά ανοίγω και βγάζω το κεφάλι μου έξω, για να δω το μαύρο κενό. Κάπου βαθιά ακούω από μια υδρορροή που στάζει τον αντίλαλο του νερού που πέφτει και κυλά, άγνωστο προς τα πού. Τον ίδιο αντίλαλο ακούω να έρχεται κάποιες μέρες από την κοιλιά μου και από το κεφάλι μου. Πάντα οι θόρυβοι απ’ τα μέσα μου μοιάζουν με ανακάτεμα υγρών. Το λέω στους άλλους και μου απαντούν πως είναι φυσικό, αφού νερά έχουμε στο στομάχι, αίματα στις φλέβες. Τότε εγώ τους απαντώ πως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, δεν είναι μόνο υγρά αυτά που σείονται, μα και συντρίμμια, κόκκοι και σκόνη ως το μεδούλι. Κι ύστερα είναι κι ο αέρας, που φυσά αδιάκοπα και μου θροΐζει τα μηνίγγια. […] («Ο φεγγίτης», σελ. 37)
Η ηρωίδα στο διήγημα «Καρβουνάκια, λάδι και φιτίλια» αισθάνεται πρόωρη γήρανση αποτυπώνοντας με τον τρόπο αυτό το συναίσθημα του spleen που βρίσκεται στη βάση της μελαγχολίας της ύπαρξης, ρομαντικό επίσης στοιχείο.
[…] Όλα αυτά συνέβαιναν την εποχή που άρχισαν να ασπρίζουν τα μαλλιά σου. Δέκα χρονών περίπου και είχες άσπρους κροτάφους, ενώ τα άλλα παιδιά ακόμη πάλευαν με τις ψείρες. […] («Καρβουνάκια, λάδι και φιτίλια», σελ. 34)
Η προσφυγή στο δημοτικό τραγούδι και την παράδοση, οι σκηνές από την ελληνική ύπαιθρο, το καφενείο, συνιστούν ρομαντικά και ηθογραφικά στοιχεία που ωστόσο δεν καθιστούν ηθογραφίες τα κείμενα. Το αίμα και το κόκκινο χρώμα επανέρχονται. Αντανακλούν την επίγνωση της δραματικότητας του βίου. Ο ήλιος και το νερό είναι τα ζωογόνα στοιχεία, όπως και τα ζώα, τα οποία θεραπεύουν ή συντροφεύουν αόρατα, σαν μικροί θεοί.
[…] Έκλεισα τα μάτια και φαντάστηκα πως η γυναίκα εκείνη δεν υπήρξε, το αίμα της δεν με ακούμπησε· συνέχισα την πορεία μου, μέχρι που έφτασα στα μονοπάτια των παραμυθιών, στους θησαυρούς των Αζτέκων, στα μαγικά λουλούδια των βουνοκορφών, στις φωνές των σαμάνων, στις άγριες καβαλάρισσες του Βορρά, που, μια φορά αν ανέβεις στο άλογό τους, σε οδηγούν εκεί που ανατέλλει ο ήλιος, και δεν πεθαίνεις ποτέ. («Στο τρένο», σελ. 53)
Η Άννα Γρίβα, με εξαιρετική θητεία στον ποιητικό λόγο, χειρίζεται τη γλώσσα αριστοτεχνικά και με παιγνιώδη τρόπο. Οι ιστορίες συγκινούν και υποβάλλουν. Οι υπερρεαλιστικές εικόνες παίζουν τον ρόλο της συναισθηματικής εκκένωσης, όπως οι υπερρεαλιστικές πεταλούδες (papillons surréalistes), τα φραστικά παιχνίδια των υπερρεαλιστών.
Τα ζώα θεοί είναι ένα ώριμο έργο. Η συγγραφέας αφήνει συνειδητά να συγχέονται τα όρια του πραγματικού με το φανταστικό, ώστε να εκφράσει την αλήθεια της ζωής. Οι αναγωγές οδηγούν στη συχνά εφιαλτική και αφόρητη πραγματικότητα, αλλά και σε τραυματικές στιγμές της ιστορίας, την κατοχή, τον εμφύλιο, τις σφαγές, το αντάρτικο, την εξορία.
Γραμμένες μέσα στην εικαστική νύχτα του Βαν Γκογκ (starry night) οι εύστοχα αρθρωμένες αλληγορικές εικόνες της Γρίβα, εντυπωσιάζουν με το ποιητικό τους ύφος. Ιστορίες-μαργαριτάρια που αναπλάθουν με λόγο μαγικό τα θέματα της ιστορίας και της καθημερινότητας. Διάλογοι φυσικοί, περιγραφές πλαστικές, δίνουν την εντύπωση πως έχουμε να κάνουμε με βιωμένες καταστάσεις.
Οι πρόγονοι, η βία, ο πόλεμος· ο ανθρώπινος βίος, η ιστορία, η επανάληψη των λαθών. Η πυκνή και πολυσήμαντη γλώσσα της Άννας Γρίβα στη συλλογή διηγημάτων Τα ζώα θεοί ενσωματώνει την υπαρξιακή αγωνία και την ανθρώπινη τραγικότητα. Οι μυθοπλασίες φωνάζουν βοήθεια. Η Άννα Γρίβα ακουμπά τον ανθρώπινο πόνο, το ανθρώπινο τραύμα· ακουμπά τη ζωή, από την αθωότητα ως την ενηλικίωση.
[…] Αυτά σκέφτονταν όλες για χρόνια, αλλά δεν το ομολογούσανε ποτέ η μιa στην άλλη· ούτε οι άντρες λέγαν τίποτα, στα καφενεία μόνο παίζανε χαρτιά και δεν μιλούσαν ποτέ για τα παλιά· προσποιούνταν πως συνεχίζαν τη ζωή από εκεί που την είχαν αφήσει το ’49. Κι έτσι αυτό το χωριό για χρόνια το έτρωγε ένα βουβό σαράκι, μέχρι που σκάφτηκαν όλα –κορμιά, μυαλά- και έγινε ένας τόπος όμοιος με τρύπα στο χώμα.
Βγαίνω απ’ το σπίτι. Θέλω να δω πού ακουμπάνε τα πλευρά του. Στα δεξιά ο δρόμος· μια γιαγιά κατηφορίζει το στενό φορτωμένη με ξύλα και χάνεται στη στροφή. Στα αριστερά ξερά χορτάρια που πετάνε οι γείτονες όταν καθαρίζουν το χωράφι τους. Κάποτε εδώ υπήρχε το κοτέτσι της γιαγιάς· έμπαινα να πάρω αυγά κι έβαζα τα γέλια έτσι όπως με τσιμπούσαν τα κοτόπουλα. Ύστερα τη χάζευα να τηγανίζει. Ο κρόκος που άνοιγε ήταν πορτοκαλής κι ολοστρόγγυλος, ίσως το μόνο πράγμα που έμοιαζε κάπως με ήλιο σε αυτό το σκοτεινό χωριό. («Τετράπλευρο», σελ.16-17).
⸙⸙⸙
[Η φράση του τίτλου προέρχεται από το ομώνυμο διήγημα (σ. 18). Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Pawel Domurat. Δείτε τα περιεχόμενα του έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]