cebcceb1 ceb5ceafcebdceb1ceb9 cf84cf81ceb5cebbcebfceaf ceb1cf85cf84cebfceaf cebfceb9 cebacf81ceb7cf84ceb9cebacebfceaf 3 cebc

creteΌπως είπαμε στο πρώτο και στο δεύτερο άρθρο αυτής της σειράς, ο φίλος μας ο Μικιός είχε μια πρωτότυπη ιδέα. Να συγκεντρώσει τις  λέξεις του κρητικού ιδιώματος που υπάρχουν  και στην  κοινή νεοελληνική αλλά έχουν  (και) διαφορετική σημασία απ’ό,τι στην κοινή. Οπότε, δεν περιλαμβάνει  τις  ειδικά κρητικές λέξεις, ας  πούμε «μπέτης» (το στήθος),  αλλά περιλαμβάνει  ειδικά κρητικές σημασίες λέξεων της  κοινής, όπως άκοπος, γαλανός  ή  θυμός. 

Οι λέξεις αυτές  μπορεί να αποτελέσουν  παγίδα για  τον μη Κρητικό που θα  τις ακούσει και  θα παραξενευτεί ή και θα παρεξηγήσει  (όπως ο Αρβανίτης της Βαβυλωνίας, που θεώρησε ότι η  φράση  «φάγατε τα κουράδια μας» είχε την  πανελλήνια σημασία και θύμωσε) αλλά και για τον  Κρητικό που θα τις χρησιμοποιήσει εκτός Κρήτης και θα προκαλέσει το γέλιο, όπως εκείνος ο φοιτητής που  είπε  «άφησα τα λεφτά μου στο σύρμα» εννοώντας «στο συρτάρι».  Πρόκειται, ουσιαστικά,  για ψευδόφιλες μονάδες. 

Η δουλειά που έκανε ο Μικιός είναι,  όπως θα δείτε προσεγμένη και πολύ ενδιαφέρουσα. Όμως η έκτασή της επιβάλλει να τη δημοσιεύσουμε τμηματικά, σε τέσσερις συνέχειες. Στην  πρώτη συνέχεια δημοσιεύσαμε λέξεις από το Α έως και το Θ (λήμματα 1-58) και στη δεύτερη τις λέξεις από τα Ι-Κ (λήμματα 59-120).  Σήμερα βλέπουμε τις λέξεις από τα γράμματα Λ-Π ή, αν προτιμάτε, τα λήμματα 121 έως 210.

Οπότε, αν θέλετε να προσθέσετε λέξεις  που λείπουν, συνεισφορά αυτονόητα καλοδεχούμενη, θα σας παρακαλούσα να περιοριστείτε στο τμήμα Λ-Π  του λεξιλογίου ή έστω στα προηγούμενα, από Α έως Κ, αλλά όχι στα Ρ-Ω που θα τα δούμε σε 14 μέρες. 

Σε ελάχιστες περιπτώσεις προσθέτω [μέσα  σε αγκύλεςαναφορές δικές μου. 

Χωρίς περισσότερα δικά μου εισαγωγικά,  δίνω τον λόγο στον Μικιό:

Μα, είναι τρελοί αυτοί οι Κρητικοί; (Γ)

  1. λάβωμα, το: μάτιασμα, βασκανία.

– Με τονέ το χαϊμαλί δεν θα τηνε πιάνει λάβωμα.

  1. λαβώνω: ματιάζω.

– Ελαβώσανε το κοπέλι, μόνο ξεμάθιασέ το.

  1. λαδιά, η: ικανοποιητική σοδειά λαδιού.

– Κακή λαδιά θαν’ έχομε οφέτος!

  1. λαζάνια, τα: χειροποίητα μακαρόνια. (Α.Κρ.) ‘σκιουφιχτά’, περίπου όπως οι ‘πέννες’ ή (Δ.Κρ.) σε λωρίδες με αυγά και γάλα.

Κάθε βδομάδα ήκανε η μάνα μας λαζάνια.

  1. λαλώ: οδηγώ ζώο ή κοπάδι ζώων με επίβλεψή μου ή βίαια, καθοδηγώντας το ή/και παροτρύνοντάς το. Γενίκευση αυτής της σημασίας: οδηγώ γενικά (κυριολ. ή μτφ.) ||συμπεριφέρομαι σε ή μεταχειρίζομαι κάποιον.

– Λάλιε τα οζά μακριά από το σπαρμένο!

– Τον ελαλούσανε γρήγορα οι χωροφυλάκοι.

– Γρήγορα ήμαθε το Μανωλιό να λαλεί το τρακτέρ!

||- Άσκημα λαλείς τη θυγατέρα σου και δεν κάνεις καλά.

> λάλιε! (προστ.) = φύγε, πάρε δρόμο! ΄Η (απλώς) προχώρα.

– Λάλιε από παέ, μη βρεις το μπελά σου!

> λαλιούμαι: συμπεριφέρομαι (συνήθως άσχημα).

– Ετσά που λαλιέσαι, δεν θα κάμεις καλιμέντο.

  1. λάμπα, η: (Α.Κρ.) μεγάλη κούπα/ποτήρι γεμάτη με κρασί.

– Λάμπες εκατέβαζε το κρασί ο Μαθιός!

  1. λάντζα, η: δοχείο από τσίγκο, σε σχήμα ανεστραμμένου κόλουρου κώνου, με διάλυμα ποτάσας, στο οποίο εμβαπτίζονται τα σταφύλια πριν απλωθούν για να γίνουν σταφίδα || δοχείο με ανακυκλούμενο κρύο νερό μέσα στο οποίο βρίσκεται ο λουλάς (βλ. λέξη) του ρακοκάζανου. (βλ. και ρούμπα).

– Δίπλα στη λάντζα βάνουνε τη σκάφη για να στραγγίζουνε τα τζιγκάκια με τα σταφύλια.

||- Επολυζεστάθηκε το νερό στη λάντζα και θέλει άλλαγμα.

  1. λάστιχο, το: (Α. Κρ.) η σφεντόνα.

– Με το λάστιχο εκυνηγούσαμε πουλιά στα μπεντένια.

[ Αυτή η επέκταση σημασίας  πρέπει να  είναι πανελλήνια ]

  1. λείπε (προστ.): παραιτήσου, πάψε να ενδιαφέρεσαι, άπεχε.

-Το καλό που σου θέλω, λείπε από τουτονά το θηλυκό!

Και στη φρ.:

> λείπε με!: παράτα με ήσυχο, άφησέ με.

– Λείπε με, μωρέ διάολε, μπλιό!

  1. λεπίδα, η: ειδικό λεπτόκοκκο χώμα, γκρίζου χρώματος, κατάλληλο για επίστρωση σκεπής.

Για να γίνει υδατοστεγές το δώμα αναμείγνυαν τη λεπίδα με άχυρα και αλάτι.

  1. λιγωμάρα, η: λιποθυμία, τάση λιποθυμίας.

– Μού’ρθε μια λιγωμάρα, απού ήχασα τον κόσμο!

  1. λιγώνομαι: λιποθυμώ.

– Μόλις ήκουσε το μαντάτο, ελιγώθηκε η κακομοίρα!

  1. λιγώνω: δοκιμάζω, γεύομαι (κυρίως με αρν.).

– Τόσανα φαγιά πάνω στο τραπέζι και δεν ελίγωσε πράμα το κοπέλι!

  1. λίγωση, η: η φθίνουσα περίοδος της Σελήνης.

– Στη λίγωση να κόψεις το ξύλο απού θα σάξεις την κατσούνα.

  1. λουλάς, ο: ελικοειδής σωλήνας αποστακτήρα ρακής (συμπυκνωτής).

– Πρώτα κατεβαίνει από το λουλά η ‘πρωτόρακη’.

  1. λουρί: (Α.Κρ.) άνθρωπος δυνατός, ευλύγιστος κ.τ.ό.

– Τά’χει τα χρονάκια του, μα ακόμη λουρί ‘ναι!

> και στη φρ. (Δ.Κρ.) «τση γρας το λουρί»: το ουράνιο τόξο.

  1. λυχναράκι, το: είδος κρητικής μυζηθρόπιτας (καλιτσούνι, ανοικτό από πάνω) || πολύχρωμο λουλούδι, σαν μικρή ορχιδέα (Arisarum vulgare).

– Πιο καλά μ’ αρέσουνε τα καλιτσούνια λυχναράκια παρά τα ανεβατά.

||Το λυχναράκι έχει στις ρίζες του τοξικές ουσίες.

  1. μαγάρισμα, το και μαγαρισά, η: (μτφ.) παλιάνθρωπος, ανέντιμος, ελεεινός άνθρωπος.

– Μεγάλο μαγάρισμα αποδείχτηκε ο Νικολής!

  1. μαζώνομαι: επιστρέφω (για να μείνω).

– Να μαζευτείς νωρίς απόψε στο σπίτι!

  1. μάλαμα, το: το δημητριακό, μετά το αλώνισμα και πριν το λίχνισμά του.

Το μάλαμα είχε γίνει καρπός και άχυρα, κι ήτονε έτοιμο για λίχνισμα.

  1. μανάρι, το: μικρό τσεκούρι.

– Φέρε μου παέ το μανάρι να σκίσω τα ξύλα.

  1. μαρέντα, η: απογευματινό πρόχειρο γεύμα.

– Σταματήσετε ‘δα τη δουλειά να κάμομε μαρέντα.

[ Από το ιταλ. merenda = κολατσιό, προφανώς, αλλά αναρωτιέμαι αν υπάρχει στην κοινή νεοελληνική ]

  1. μάτσα, η: το γουδοχέρι.

Το χαβάνι με τη μάτσα ήταν απαραίτητα στην κουζίνα κάθε νοικοκυράς.

[ Ωστόσο, η μάτσα είναι μεσαιωνική λέξη, όχι της σημερινής  κοινής ]

  1. μαχαιρίδα, η: η άγρια γλαδιόλα.

– Μαζέψαμε χθες ένα μάτσο μαχαιρίδες από το χωράφι μας.

  1. μάχομαι: (+ σε, τον κ.λπ.) εχθρεύομαι.

– Δε μάχομαι, μωρέ, το Μανόλη μα δεν τονε θέλω στην παρέα.

  1. μελετημένος,-η,-ο: προορισμένος για…, αφιερωμένος.

– Τονέ το παλιό ρολόι το’χω μελετημένο για το μεγάλο μου εγγονό.

  1. μελετώ: Προορίζω για…

Στον Κλήδονα, ο χρησμός (μάντεμα) για το κάθε ‘ριζικάρι’ ανήκει αποκλειστικά στο πρόσωπο για το οποίο μελετήθηκε.

  1. μέρα, η, στη φρ. μονή μέρα: εργάσιμη που παρεμβάλλεται ανάμεσα σε δύο αργίες.

Μονή μέρα είναι μεθαύριο και λέω να πάμε στο χωριό και τσι τρεις μέρες.

  1. μεσάτος,-η,-ο: οτιδήποτε γεμάτο μέχρι τη μέση.

– Γιάντ’ άφησες μεσάτο το καλάθι; ‘Πογέμισέ το!

  1. μιαρό, το (προφ. μνιαρό): μικρό ζώο, κάθε είδους, ιδιαίτερα το ακάθαρτο και ανωφελές. (κατά τόπους, μιαρά = γενικά τα οικόσιτα ζώα) ||(μτφ.) παιδί μικροκαμωμένο, αλλά ζωηρό και άτακτο.

– Βάλε το τυρί στο ντολάπι, μη πάει κιανένα μιαρό.

– Επήγα τα μιαρά στο σώχωρο να βοσκηθούνε.

|| – Ξάνοιξε κειονά το μιαρό μια ζημιά την ήκαμε!

Ο όρος και στο slang.gr ]

  1. μοίρα, η στην φρ. γνωρίζει (ή έχει) μοίρα: αποκατάσταση, παντρειά κοπέλας.

«Δε σ’ απαρνούμαι ‘γω ποτέ όσο καιρό κι ά ζήσω

κι αν ίσως και σ’ απαρνηθώ, μοίρα να μη γνωρίσω» [ΠΙ]

  1. μονιάζω (≠ μονοιάζω): ενώνω,-ομαι, συνεταιρίζομαι.

– Τα κουβεντιάσαμε, μα δεν εμονιάσαμε. Ο καθενείς θα δουλεύει μοναχός.

  1. μονόχνοτος,-η,-ο: (Δ.Κρ.) ομόχρωμος ή ομόγνωμος.

«’Ητανε η σκύλα γαλανή, μονόχνοτη στο χιόνι» [Ριζίτικο]

– Μονόχνοτοι πρέπει να’μαστε ούλοι σε τουνηνά την υπόθεση!

  1. μότο, το: (Α.Κρ.) νάζι, σκέρτσο.

– Πολλά μότα σού κάνει το Λενιώ, σύντεκνε!

  1. μουράγια, η: φίμωτρο ζώων||(Α.Κρ.) δερμάτινη λουρίδα ή πλέγμα με κρίκο στην άκρη για το δέσιμο σχοινιού.

– Βγάλε τη μουράγια τσ’ αγελάδας να πάει να φάει.

– Από τη μουράγια δέσε την κατσίκα, όι από το λαιμό!

  1. μουρνιά, η: κακόηθες σπυρί-εξόγκωμα, καρκίνος στο δέρμα (ζώων και ανθρώπων).

– Μια μουρνιά ήβγαλε η γειτόνισσα στο μάγουλο και τηνε πάνε στο γιατρό.

  1. μούτσος, ο: μικρή πέτρα ή άλλο αντικείμενο, σημείο στόχευσης σε παιδικά παιχνίδια, ιδίως στα «απαλέθια» (Δ.Κρ.: μπούτης – Α.Κρ.: τσούκος ή μπρόκος).

– Στέσε καλά το μούτσο μην τονε ρίξει ο αέρας!

  1. μπατάρω ή μπατέρνω: θεωρώ, υποθέτω, υπολογίζω || εγκρίνω, παραδέχομαι.

– Μπάταρε πως επέταξες στη θάλασσα τα λεφτά πού’δωκες του Μιχάλη!

– Τούτηνε τη χαρτωσά δεν τηνε μπατέρνω!

  1. μπήγομαι ή μπήχνομαι: επεμβαίνω και αναμειγνύομαι σε υπόθεση άλλων.

Είντα θες ‘δα και μπήχνεσαι του λόγου σου; Άσε μας να τα ξεκαθαρίσομε μοναχοί μας!

  1. μπλόκος, ο: τσιμεντόπλινθος.

– Θα χτίσω εδά ένα στηθαίο με μπλόκους και παραΰστερα βλέπομε…

  1. μπούνια, τα (η): δυσαρέσκεια, άχτι, εχθρότητα.

– Μια μπούνια μού ‘χει εδά και καιρό, μα δεν κατέχω γιάντα.

  1. μπουρού, η (το): (μτφ.) μούτρωμα, πείσμα, επιμονή.

– Άμα τονε πιάσει το μπουρού του, δεν ακούει κιανένα!

  1. (μ)πρόβολος: διακεκριμένος, εκλεκτός, ο καλύτερος από ομοειδείς.

– Ο Νιωτογιώργης ήτονε ο πια μπρόβολος του χωριού.

  1. μυριστικά ή μυρωδικά, τα: τα λουλούδια που στολίζουν τον Επιτάφιο, ιδίως αποξηραμένα (βλ. και καλορίζικα).

– Βάλε στο θυμιατό δυο μυρωδικά να λιβανίσεις το δωμάτιο του κοπελιού.

  1. νηστεία, η: τιμωρία που επιβαλλόταν σε μαθητές Δημοτικού (συνήθως ορθοστασία).

– Ο Μανωλιός επείραζε συνέχεια στην τάξη κι ο δάσκαλος τον ήβαλε νηστεία.

  1. νοιάζει (απροσ.) στη φρ. έννοιασέ σε!: δε βαριέσαι, μη δίνεις σημασία.

– Έννοιασέ σε, παιδί μου! Θα ξεθυμάνει σε μιαολιά ο πατέρας σου.

  1. ξαμώνω: μετρώ, συγκρίνω παρόμοια.

– Χίλια ξάμωνε κι ένα κόβγε [Παροιμία]

  1. ξανοίγω: κοιτάζω, παρατηρώ || επιδιώκω, προσπαθώ || όλες οι σημασίες του ‘βλέπω’ της ΚΝΕ.

Ξάνοιξε καλά μην έχει σκουλήκους το αχλάδι!

||Από οψάργας εξάνοιγε να τονε βρεί να του μιλήσει.

  1. ξεβγάνω: καταστρέφω, εξοντώνω, αφανίζω.

– Εσύ πας να με ξεβγάλεις με τουτανά που κάνεις!

  1. ξεγίνομαι: κουράζομαι, εξουθενώνομαι || εξαντλούμαι οικονομικά, καταστρέφομαι.

– Εξεγίνηκα από το πρωί να σκάβω το περβόλι.

||Πέντε χρόνια πηγαινοφέρνει στην Αθήνα τη γυναίκα του στα νοσοκομεία κι εξεγίνηκε ο κακομοίρης.

  1. ξεκαθαρίζω: αποκομίζω καθαρό κέρδος.

– Πράμα δεν εξεκαθάρισα από τηνέ τη δουλειά.

  1. ξεκόβει (απροσ. προκειμένου για καιρικό φαινόμενο): σταματά ή μειώνεται (κυρίως βροχή ή χιόνι).

Περίμενε να ξεκόψει μιαολιά η βροχή κι ύστερα φεύγομε.

  1. ξεκοκκινίζω: κατακοκκινίζω από ντροπή, οργή ή καταπόνηση.

– Εξεκοκκίνισε η Μαργή άμα ήκουσε για τον Κωστή!

  1. ξενικό, το (και ‘ξενικόσταρο’): το καλαμπόκι (ολόκληρος ο καρπός).

Ένα φράγκο το ξενικό! Άλλος στα ξενικά! (διαλαλούσε ο πλανόδιος πωλητής).

[ Πρβλ. και αραβόσιτος / αραποσίτι  της  κοινής ]

  1. ξεπέφτω: κάνω έκπτωση ή συμψηφισμό σε λογαριασμό.

– Μου ξέπεσες όλο το καπάρο που σού’χα δοσμένο;

  1. ξερό, το (χωρίς προσδ.): το εμπρός μέρος της κνήμης.

– Μού ‘παιξε μια στο ξερό απού μου το μάρανε!

  1. ξεσελώνω (βλ. και σελώνω): ισιώνω κάτι που είναι καμπύλο.

– Ξεσέλωσέ μου κάμποσες μπρόκες να τσι ξανακαρφώσω.

  1. ξετελεμένος,-η,-ο: πλήρως αναπτυγμένος, ώριμος.

– Μωρέ, άντρας ξετελεμένος εγίνηκεν ο Μιχαλιός!

  1. ξετρυπώ (≠ξετρυπώνω): καταφέρνω να βγω κάπου ξεπερνώντας διαδοχικά εμπόδια.

– Εγανάκτησα να ξετρυπήσω στο μαγαζί του Κωστή!

  1. παίζω: (+γεν.) πυροβολώ || (+αιτ.) κοροϊδεύω, περιπαίζω.

– Ήπαιξά του ‘γω του λαγού, μα δεν τον επέτυχα!

||- Όλο το χωριό σε παίζει, κακομοίρη μου, με τσι κουζουλάδες που κάνεις.

[ Εδώ έχουμε στην  πραγματικότητα δύο διαφορετικά ρήματα. Το «πυροβολώ» είναι το αρχαίο «παίω», χτυπάω. Το άλλο είναι το «παίζω» της κοινής, με επέκταση σημασίας ]

  1. παλάμη, η: το φτυάρι.

– Πάρε τον κασμά και την παλάμη να σκάψομε ένα λάκκο επαέ.

  1. παπάρα, η: δύσκολη κατάσταση

– Πολλές παπάρες μαζεμένες επέρασε ο Γιώργης τουτονέ το χρόνο!

  1. παρακαθίζω ή παρακάθομαι: Κάθομαι κάπου επί αρκετή ώρα, συνήθως για να κατασκοπεύω τους διπλανούς μου.

– Πάλι να παρακαθίζει θωρώ τον Νικολή. Κακό μπελά βρήκαμε!

  1. παραστάτες, οι: οι δυο παράλληλες πέτρες της εστίας σε τζάκι (παραστιά).

Πάνω στους παραστάτες ακουμπάμε το σκεύος για μαγείρεμα. Λέγονται και ‘πυρομάχοι’.

  1. παρδάλης,-α (≠παρδαλός): με ελαττωματική βάδιση.

Μωρέ και παρδάλης απού ‘ναι, σαν το διάολο γλακά!

  1. πάσo, τo (συν. πληθ.): νάζι, χορευτική φιγούρα.

Οι νέοι χορευτές προσπαθούσαν να μιμηθούν τα πάσα των μεγαλύτερων.

  1. πατάρι, το: επίπεδη προεξοχή σε τοίχο.

– Είπα σου, βάνε στο πατάρι τα κλειδιά, να κατέχομε πού’ναι!

  1. πάτημα, το: μέρος απ’ όπου βλέπεις μακριά.

– Από ‘κειονέ το πάτημα φαίνεται όλος ο κάμπος.

  1. πατητή, η: είδος χοντρής μάλλινης υφαντής κουβέρτας.

– Φέρε να ρίξομε και την πατητή από πάνω να ζεσταθούμε!

  1. περάτης, ο: σύρτης ή αμπάρα πόρτας ή παραθύρου.

– Μην ξεχάσεις να βάλεις τον περάτη στην εξώπορτα!

  1. περατώνω: μανταλώνω, βάζω τον περάτη.

«…και τα πορτοπαράθυρα σφιχτά περατωμένα» [Κρητικό δημώδες]

  1. περίδρομος, ο: ζωονόσος που προσβάλει τους μαστούς των αιγοπροβάτων.

Ο περίδρομος μπορεί να καταλήξει σε σήψη του μαστού του ζώου.

  1. πέτσα, η: η πετσέτα.

– Πρόσεχε μιαολιά! Ολολάδωτη ήκαμες την πέτσα!

Έχουμε άρθρο για το πετσί, την πέτσα και την πετσέτα ]

  1. πεταλιά, η: ήχος από πέταλο (αλόγου, αργαλειού κ.λπ.).

– Προκομένη ανυφαντού η Μαριώ! Γροίκα τσι πεταλιές τσης!

  1. πέταλο, το: τοπική σκλήρυνση του δέρματος, κάλος || η επιγονατίδα.

– Γεμάτα με πέταλα ήτανε τα χέρια του, τόσα χρόνια στα χωράφια.

||Ήπεσα πάνω σ’τσι πέτρες και θαρρώ πως ήσπασα το πέταλό μου.

  1. πετσώνω (μτφ.): ξεγελώ, παραπλανώ (συνήθως καλοπροαίρετα).

– Εμένα, μωρέ, δεν εβρέθηκε άθρωπος να με πετσώσει!

  1. πιάνομαι στη φρ.:

> πιάνεται το φεγγάρι (ο ήλιος): γίνεται έκλειψη σελήνης (ήλιου).

– Εχθές τη νύχτα, την ώρα πού ‘τονε πιασμένο το φεγγάρι…

  1. πιπιρόλι, το: οποιοδήποτε σωληνωτό, κυλινδρικό, μικρού μεγέθους αντικείμενο που εξέχει από κάποια επιφάνεια.

– Το πιπιρόλι στο μπουκάλι είναι φραγμένο και δε βγάνει στάλα ρακή.

  1. πίσσα, η: η κόλαση.

– Ε, απού να λιώσεις στην πίσσα!

  1. πίτα, η πούλος, ο): η μούτζα, το φάσκελο.

– Δυο πίτες (πούλους) θα βάλω στα μούτρα μου!

  1. πλάνο(ς), το: κάτι που έχει σαν αποτέλεσμα την εξαπάτηση, παραπλάνηση (κυρίως λόγω ερωτικής έλξης)

– Άμε να φέρεις τη φοράδα να τη βάλομε πλάνο στο άλογο!

  1. πλατίνα, η: γουρούνα (που δεν έχει γεννήσει).

– Του χρόνου θα σφάξομε την πλατίνα μας. Να γεννήσει πρώτα.

  1. πόντα, η: βαρύ κρυολόγημα.

– Πόντα τον ήκοψε κι έχει σαράντα πυρετό.

  1. πορίζω: βγαίνω έξω.

Πόρισε, μπρέ, μιαολιά να σε δει ο ήλιος!

  1. ποτήρια, τα: οι βεντούζες (βλ. κούπες).
  2. πούλος, ο: η μούτζα (βλ. πίτα).
  3. πράμα, το: τίποτε||κάτι τι.

– Εγώ δεν ήκαμα πράμα και με μπλέξανε!

||- Έχει πράμα να φάμε;

  1. προβαίνω (προβαίρνω): προβάλλω, εμφανίζομαι.

Και μια κοπανιά επρόβαλε μπροστά μας.

  1. πυρώνομαι: ζεσταίνομαι από πηγή θερμότητας κοντά μου.

– Επυρώθηκα μιαολιά επαέ στο τζάκι και συνήρθα!

  1. πυρώνω (για πτηνά): ζεσταίνω τα αυγά μου, κλωσσώ.

– Πέντε μέρες εδά πυρώνει τ’ αυγά τζης η κλωσσού μας.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *