cebcceb1cf81ceafceb1 cf80ceb1cf80ceb1ceb4ceaccebaceb7 cf88ceb1cf81ceb5cf8dcebfcebdcf84ceb1cf82 cf87cf81cf85cf83cf8ccf88ceb1cf81

ιστορίες, χρυσόψαρα και καναρίνια

[Το κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου της Μαρίας Παπαδάκη, Ψαρεύοντας Χρυσόψαρα (Ενύπνιο, 2021). Δεν επιχειρεί ωστόσο να περιγράψει ή να καταγράψει επακριβώς τα όσα, τάχα, ορίζουν το βιβλίο· μα περισσότερο να ανασυστήσει μιαν ανάγνωση με τη βοήθεια των Αποσπασμάτων του Ερωτικού Λόγου  του Ρολάν Μπαρτ και του Βιβλίου της Ανησυχίας του Φερνάντο Πεσσόα. Την ελευθερία αυτή την οφείλει στα χρυσόψαρα και σ’ ένα καναρίνι. Τα χωρία τόσο των ποιημάτων όσο και των άλλων έργων δίνονται σε εισαγωγικά, χωρίς ωστόσο αναλυτικές παραπομπές].

psareuontasΑς φανταστούμε έναν κήπο. Έναν κήπο όπου κάποτε υπήρξαν τριαντάφυλλα, όπου ανά πάσα στιγμή μπορούν ξανά να υπάρξουν τριαντάφυλλα, μα τώρα δεν μπορούμε να τα δούμε πουθενά. Ο κήπος είναι κατάγυμνος. Με όλη την τραχύτητα της έλλειψης και ίσως όλη την σαν σπόρο θαμμένη ισχύ της δυνατότητας. Τούτη η εικόνα, αυτού του κήπου, νομίζω πως αποδίδει σε γενικές γραμμές την αρχιτεκτονική του βιβλίου της Παπαδάκη. Ή μάλλον, την απουσία αρχιτεκτονικής, καθώς η Παπαδάκη φαίνεται να μην προσπαθεί να εξημερώσει τα θραύσματα της εποχής μέσα από την ανεύρεση μιας κάποιας ασφαλούς συνθετικής δομής, αλλά να τα αγκαλιάσει «μέσα στην αβεβαιότητα του τι σημαίνουμε» με την κατάφαση της διασποράς τους, δημιουργώντας μια ποιητική συλλογή που αποδέχεται το αυθαίρετο της διάταξής της. Αυτή ακριβώς η αποδοχή, θα δώσει και σε εμένα την ευκαιρία να αναζητήσω ελευθέρα το σημείο εκείνο από όπου θα προσπαθήσω να ανασυστήσω την ανάγνωσή μου, εννοείται εξίσου αυθαίρετα. Και το σημείο αυτό δηλωνώ πως θα είναι ένα καναρίνι, το καναρίνι της σελίδας 58, που ένας άγνωστος αθέατος χορός το βάζει σε λέξεις. Τι κι αν είναι ήδη μέσα σ’ ένα κλουβί;

Το καναρίνι αυτό, κατά πάσα πιθανότητα, πέρασε ή θα περάσει όλη του τη ζωή σε ένα μάλλον συνηθισμένο σαλόνι. Είναι όμως γνωστό ότι οι προγονοί του εργάζονταν σκληρά και μάλιστα στα ορυχεία. Ναι, στα ορυχεία. Και οι ανθρακωρύχοι, αλήθεια, αγαπούσανε πολύ εκείνα τα «παλιά» καναρίνια: Όχι μόνον γιατί με το κελάηδημά τους έκαναν λίγο πιο ευχάριστη την εξοντωτική τους εργασία, αλλά γιατί ακόμη περισσότερο σήμαιναν τον κίνδυνο κάθε φορά που υπήρχε διαρροή αερίων, παύοντας να κελαηδούν για πάντα. Σήμαιναν τον κίνδυνο και επιχειρούσαν έτσι να διασώσουν τις ζωές των άλλων στην κόψη τους, μέσα από μια κάποια άθελη θυσία. Γράφει η Παπαδάκη:

Είναι μια αίσθηση κινδύνου απόψε που

με κάνει να βλέπω τα πράγματα

πιο καθαρά

[…]

κι εμείς δεν μπορούμε παρά να

ακολουθούμε αυτή

την αποψινή αίσθηση κινδύνου

Το καναρίνι λοιπόν ως σήμα κινδύνου, σήμα διακύβευσης, κατάστασης ανάγκης. Τίνος κινδύνου όμως αναρωτιέμαι διαβάζοντας, υπό αυτό το πρίσμα πια, το βιβλίο; Μια πιθανή απάντηση βρίσκω ήδη στα τρία πρώτα ποιήματα της συλλογής. Μα φυσικά ενός κινδύνου έρωτα· αυτός είναι ο κίνδυνος, που αντιστρέφοντας τώρα την ιστορία του καναρινιού, πρώτα εγγράφεται και ύστερα σημαίνεται στο βιβλίο.

Η ερωτική συνάντηση, λοιπόν. Οι εραστές που λαίμαργα αναγράφουν στις σημαίες τους, κανιβαλίζοντας πότε τον Φρόυντ και πότε τον Πεσσόα, την κραυγή: Όπου εγώ θα γίνω άλλος, όπου άλλος θα γίνεις εγώ· «εγώ σημαίνει άλλος». Η ερωτική συνάντηση που για να υπάρχει με αυτή την ένταση, θα πρέπει διαρκώς να αναβάλλεται και κυρίως να αναμηνονεύεται σχεδόν ως προσωπικός μύθος. Γιατί το καναρίνι της σελίδας 58 που εστιάζω, με το κελάηδημά του δεν σημαίνει μόνον τον κίνδυνο, αλλά φυσικά και το τραγούδι, το άσμα, το ρυθμικό μύθευμα του κινδύνου. Ενός κινδύνου που επανέρχεται επανειλημμένα στο βιβλίο με τη μάσκα μιας ερωτικής ιστορίας ή μιας άλλης αφήγησης.

Βλέπω τώρα με τον τρόπο αυτό τα κομμάτια αυτής της ιστορίας, που ισχυρίζομαι ότι υπάρχει στο βιβλίο, και διαπιστώνω το εξής: Όπως σε κάθε ερωτική ιστορία, έτσι και εδώ, τα ερωτικά υποκείμενα, οι δρώντες ή οι δράστες, είναι και δεν είναι δύο. Σαφώς, και υπάρχει η δυϊκότητα των εραστών που δίδεται μέσα από τη συχνότατη απεύθυνση των στίχων. Διασχίζοντας, όμως, για λίγο με τη βοήθεια των Αποσπασμάτων του Ερωτικού Λόγου του Μπαρτ τους στίχους της Παπαδάκη, παρατηρώ περίπου με τον τρόπο του: ενώ «εγώ που αγαπώ είμαι εδώ, δεμένος διαρκώς μέσα στον χώρο» και στον λόγο προσκαλώντας σε με ουρλιαχτά και γουανκάρα, με «τραγουδάκια που σου λέω κάθε βράδυ», ακίνητος, διαθέσιμος, το εσύ, ο άλλος -στον ενικό ή στον πληθυντικό του- είναι είτε απών είτε σε μια διαρκή κατάσταση αναχώρησης («Αιώνια ν’ απομακρύνεσαι από κοντά μου / Για πάντα ν’ αφήνεις το χέρι μου μέσα στη νύχτα»). Διακατέχεται από μια διάθεση αποδημίας, φυγής, τέτοιας έντασης που τον καθιστά σχεδόν φασματικό, τόσο φασματικό που έχει μάλιστα ήδη φύγει, οδηγώντας τα ποιήματα να σκάνε επάνω στις πτυχές του φαντάσματός του:

είναι το φάντασμα της αγάπης που περιφέρεται

είναι η ανάγκη της αφής που επιμένει

είναι κρεμασμένο στην ντουλάπα το παλτό σου

Ο άλλος ως φάντασμα: ως κάτι δηλαδή που υπήρχε στο παρελθόν, που υπάρχει και τώρα με αχειροποίητη μορφή, που θέλω να υπάρχει για πάντα με όποια μορφή και έτσι με στοιχειώνει. Ο άλλος ως φάντασμα, ως σημείο απροσπέλαστο, ασχημάτιστο, σκοτεινό. Μόνον σε ένα τέτοιο σημείο θα μπορούσε να αγκυρώσει ο έρωτάς μου, εξασφαλίζοντας με το αντίτιμο της αγνωσίας την ανοιχτή υπόσχεση μιας επαφής άνευ όρων. Κάποτε. Ένα σημείο παρών και πιο πολύ απών ταυτόχρονα.

Η απουσία αυτή είναι ανάγκη να βιωθεί, μας λέει το βιβλίο. «Η απουσία διαρκεί, πρέπει να την αντέξω», θα προσπαθήσω εγώ να πω αναμασώντας και πάλι τον Μπαρτ. Ωραία: «θα αρχίσω, λοιπόν, να τη χειραγωγώ: …, παράγω ρυθμό». Όπως ακριβώς κάνει το ποιητικό υποκείμενο που «ξεπερνά τα όνειρα που χάσκουν, ξημερώνει για να νυχτώσει ο άλλος, ντύνεται για να γδυθεί…περπατώντας τον ακούραστο δρόμο της αγάπης», παράγοντας στίχους, στίχους πλάι σε μια σειρά από ηχητικές εικόνες.

Την ίδια στιγμή όμως η ίδια απουσία πρέπει να λησμονηθεί, μας λέει το βιβλίο. Γιατί καθηλώνει το ερωτικό υποκείμενο σε μια συνεχή κατάσταση έκστασης, σε έναν κίνδυνο που πρέπει να ξεπεραστεί. Η μοίρα της απουσίας είναι η λησμονιά, και πιθανόν αυτός να είναι ένας δρόμος για να περάσω, στο σημείο αυτό, σε άλλα πλάσματα πια, πέρα απ’ το καναρίνι της αρχής του κειμένου. Για να περάσω στο ποίημα που χάρισε τον τίτλο του στη συλλογή της Παπαδάκη: «Ψαρεύοντας Χρυσόψαρα». Αμέσως όμως βρίσκομαι αντιμέτωπος με ένα παράδοξο. Αν τα χρυσόψαρα, στην ανατολική παραμυθία, θεωρούνται σύμβολα της αφθονίας, και άρα της υπερβολικής παρουσίας, τούτο το συμβολικό τους περιεχόμενο δεν κατορθώνεται, αλλά διαψεύδεται τόσο στο βιβλίο γενικά όσο και στο ομώνυμο ποίημα συγκεκριμένα. Στο ποίημα, τρεις άντρες τον μήνα Σεπτέμβρη κυνηγούν να ψαρέψουν χρυσόψαρα, γιατί αυτά μπορούν να τους εξασφαλίσουν τρία δώρα: τη συντροφιά, την αφθονία και την αιωνιότητα. Επιστρέφουν όμως αργά το βράδυ με τα χέρια τους εντελώς άδεια: «Χωρίς αγάπη, χωρίς λεφτά, χωρίς ζωή / Τρεις άντρες κι ούτε ένα χρυσόψαρο».

Για να ξεπεράσω τούτο το παράδοξο, θα πρέπει ίσως να επιχειρήσω να διαβάσω τα χρυσόψαρα αλλιώς, και συγκεκριμένα μέσα από την εκδοχή της λήθης. Της υπόθεσης δηλαδή πως τα χρυσόψαρα σύμφωνα με τα διδάγματα μιας κάποιας pop επιστημονικής άποψης διαθέτουν κοντή, κοντότατη μνήμη, μονάχα τριών δευτερολέπτων, και ύστερα ξεχνούν. Πιθανόν αυτή η εκδοχή να ταιριάζει περισσότερο -προς το παρόν- με την ανάγνωσή μου.

Όμως, ας μην μείνω για πολύ στο σημείο αυτό, μιας και υπάρχει ο κίνδυνος -πάλι ένας κίνδυνος- να διαφύγει κάτι. Η λήθη, η λησμονιά δεν είναι μόνον η αναπόφευκτη διαχείριση μιας απουσίας, αλλά είναι ταυτόχρονα και μια μορφή εκδίκησης έναντι του απόντος άλλου. Μια εκδίκηση που το βιβλίο προοικονομεί, υποθέτω, πολύ νωρίτερα, ήδη με το ποίημα για τον «Άγιο Μασιμόν». Αυτόν τον παράξενο Άγιο υβρίδιο, με το μαύρο καπέλο που κρύβει από κάτω του θανατοδαίμονες των Μάγια. Τον Άγιο που απαιτώντας αυστηρά μόνον τσιγάρα και ρούμι για σπονδή, προσφέρει σε αντάλλαγμα τις υπηρεσίες του στους ερωτευμένους προκειμένου να μπορέσουν να εκδικηθούν όσους δεν ανταποκρίνονται στον έρωτά τους, τους άλλους τους που δεν τους αγαπούν.

Άγιε, με πρόδωσε, κλαίει η Μαρία, τιμώρησέ τον

Με εξαπάτησε, φωνάζει ο Σιμόν, κάψτον

Ό,τι μπορεί θα κάνει

Ακόμη και θαύματα

Και πράγματι, κάπου στη μέση του βιβλίου, με το ποίημα «Poet mortuus est» επισυμβαίνει, αισθάνομαι, μια τομή που επιφέρει όντως ένα είδος εκδίκησης, που καθιστά τη γραφή γδάρσιμο. Ξαφνικά, και για το σύντομο εξής, η σχεδόν ερωτική μονοθεματικότητα των προηγούμενων ποιημάτων κηρύσσει σιωπητήριο. Μες τη σιωπή, ανακοινώνεται ο θάνατος κάποιου ποιητή ή, εν προκειμένω, κάποιας ποιήτριας: «Ο ποιητής έχει πεθάνει πάνω στα ένδοξα βιβλία του», χωρίς όμως αυτό να έχει τάχα συντριπτικές συνέπειες: «Και χωρίς τον Ποιητή όλα ερωτεύονται». The poet is dead, λοιπόν, longlive the poet. Και τα ποιήματα συνεχίζουν και συνεχίζουν, με μιαν ωστόσο διαφορά. Είτε έχουν πια αμιγώς υπαρξιακό περιεχόμενο είτε επιχειρούν ανοίγματα «στην εποχή» («Γράφω για την εποχή που φεύγει»), στο κοινωνικό, εγκαταλείποντας, για λίγο ομολογουμένως, την πρότερη ιδιωτική τους περιχαράκωση.

Βέβαια, σε όλα τα ποιήματα υπάρχει και κάτι άλλο: ένα μοτίβο θανάτου. Κάτι φαίνεται σαφώς πως έχει -έστω παροδικά- καταργηθεί. Ο θάνατος αυτός κάνει πότε να στραφεί σε ένα εγώ που παραμένει, όπως για παράδειγμα στο ποίημα «Χαρτορίχτρα», πότε αφορά εμμέσως ένα εσύ που λείπει. Είναι όμως εμφατικά εκεί, μέσα από την ιστορία του «Καλού σαμουράι», μέσα από τις σιωπηλές ακίνητες εικόνες του ποιήματος «Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών». Αναρωτιέμαι για λίγο γιατί, ώσπου έρχεται στην επιφάνεια η ομολογία μιας πράξης θανάτωσης: Στο ποίημα «Τα Άγρια Ζώα του Δάσους» το ποιητικό υποκείμενο ομολογεί ηδονικά πως σκότωσε το ερωτικό αντικείμενο, τον άλλον, ωσάν να ήταν θήραμα. Το σκότωσε, μα δεν ξεμπέρδεψε μαζί του: «να έχεις εσύ σκοτωθεί και η καρδιά σου να χτυπά».

Αναζητώ και πάλι βοήθεια στον Μπαρτ. Μετά την εκδικητική κατάργηση του ερωτικού αντικειμένου, αμέσως μετά, γαληνεύω ελάχιστα, και περισσότερο πονώ: «πονώ βλέποντάς τον άλλον (που αγαπώ) συγρρικνωμένον, υποβαθμισμένον, εξοβελισμένον, από το χώρο ενός αισθήματος που αυτός προκάλεσε. Νιώθω ένοχος και μέμφομαι τον εαυτό μου που τον εγκατέλειψε». «Συντελείται έτσι μια μεταστροφή: ζητώ να άρω την κατάργηση» που επέφερα εγώ ο ίδιος, «υποχρεώνω τον εαυτό μου να υποφέρει εκ νέου». Με άλλα λόγια, ανακαλώ, αναμνημονεύω, θυμάμαι. Άλλωστε, στην πραγματικότητα, τα χρυσόψαρα τελικά δεν ξεχνούν, δεν έχουν μνήμη τριών δευτερόλεπτών. Τούτη η θέση έχει καταρριφθεί από καιρό τώρα. Ήταν μονάχα ένας από τους πολλούς δημοφιλείς αστικούς μύθους. Σαφώς, και τα χρυσόψαρα θυμούνται.

«Γράφω αυτές τις λέξεις για να σε δω λίγο καλύτερα» θα πει το ποιητικό και ερωτικό υποκείμενο. Για να σε δω και πάλι συμπληρώνω εγώ. Βλέπουμε έτσι τον άλλον, έστω τον άλλο σαν παρούσα επιθυμία να επιστρέφει. Έστω και δυσκολότερα, «με όλη την κούραση της αγάπης». Έστω κι «Ανάποδα στο ραντεβού», όπως τιτλοφορείται το ποίημα της σελίδας 52. Και αυτό δεν είναι υποχώρηση. Το λύγισμα μπροστά στο βάρος του σιδερένιου διλήμματος: ή είσαι εγώ ή δεν είσαι· απλούστερα: ή σ’ έχω ή δεν σ’ έχω, δεν είναι πτώση. Τούτο το λύγισμα είναι μέτρο του ύψους, για να δανειστώ έναν στίχο του Ρίτσου απ’ την Ισμήνη. Το ερωτικό υποκείμενο αγωνίζεται να βρει έναν τόπο ανάμεσα στο δίλημμα και τον βρίσκει. Διαλέγει να μην διαλέξει. Επιλέγει την παρέκκλιση: συνεχίζω, λέει. Πάμε πάλι, λέει.

Ακόμη κι αν πριν υπέφερε, ακόμη κι αν έχει το βλέμμα σταθερά στραμμένο στα συντρίμμια που αφήνει πίσω της η σχέση με τον άλλον, ακόμη κι αν πάλι με κάποιον τρόπο υποφέρει στο μέλλον, κάτι έλκει το ερωτικό υποκείμενο προς την ερωτική δίνη. Αυτόν τον μικρό angelus novus μιας μικρής πολύ μικρής προσωπικής ιστορίας, μια θύελλα τον τραβά προς το μέρος της. Και εγώ, παραβιάζοντας τον Μπένγιαμιν, θα φανταστώ τη θύελλα αυτή ως έρωτα και το μέρος εκείνο σαν τον αγαπημένο. Θα σκεφτώ πως εν τέλει ίσως έκανα λάθος χαρακτηρίζοντας αρχικά το βιβλίο της Παπαδάκη ως συλλογή, και πως προφανώς υπάρχουν κάτω από την άσφαλτο των λέξεών του οι στοές μιας ποιητικής ενότητας που το συνέχει, ή έστω οι υποσχέσεις μιας τέτοιας ενότητας. Υποσχέσεις μέσα στις οποίες έχει καταφύγει μια τρωτή, ίσως υπερευαίσθητη σ’ όλους τους κραδασμούς, κατάφαση προς τη συνύπαρξη ως ζωή και τη ζωή ως ανοιχτό έρωτα. «Κρατιόμαστε απ’ το χέρι / διαρκές ερωτηματικό» γράφει ένας στίχος της Παπαδάκη. Κι αν όσα γράψαμε εμείς αποτελούν εν τέλει ή όχι πραγματική μεταγραφή του άσματος που θα μπορούσε να αρθρώνει το καναρίνι της σελίδας 58, αν ακουγόταν για λίγο έστω η φωνή του, ας παραμείνει και αυτό ένα ερωτηματικό…

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *