cebaceb1ceb9 cf80ceaccebbceb9 ceb3ceb9ceb1 cf84ceb9cf82 cebcceb5cf84ceb1ceb3cebbcf89cf84cf84ceafcf83ceb5ceb9cf82 cebccebdceaecebcceb7

berlisΤην περασμένη εβδομάδα συμπληρώθηκαν πέντε χρόνια από τον θάνατο του δοκιμιογράφου και (πολύ αξιόλογου) μεταφραστή Άρη Μπερλή (1944-2018).

Δεν είχα την τύχη να γνωρίσω καλά τον Μπερλή, μόνο δυο-τρεις φορές τον είχα συναντήσει, μέσω του Νίκου Λίγγρη που ήταν παλιός του φίλος και είχαμε λίγο συζητήσει. Έχω επίσης διαβάσει μαχητικά νεανικά του σχόλια στα Ελληνικά του Ρένου Αποστολίδη και βέβαια έχω δει μεταφράσεις του.

Για να τιμήσει την περίσταση, ο Κώστας Κουτσουρέλης δημοσίευσε στο Νέο Πλανόδιον μια ομιλία που είχε δώσει ο Μπερλής περί το 2006 για το θέμα των μεταγλωττίσεων (ή ενδογλωσσικών μεταφράσεων, αν θέλετε) λογοτεχνών όπως ο Παπαδιαμάντης και ο Ροΐδης. Πρόκειται για ένα θέμα που μας ενδιαφέρει, οπότε σκέφτηκα την αναδημοσίευση στο ιστολόγιο.

Η ομιλία του Μπερλή δόθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2006, στη Στοά του Βιβλίου, στο πλαίσιο εκδήλωσης με θέμα «Σολωμός, Παπαδιαμάντης, Ροΐδης: από τα ελληνικά στα ελληνικά. Συζήτηση για τις ενδογλωσσικές περιπέτειες των κειμένων».

Είχε προηγηθεί, στα τέλη του 2005, η κυκλοφορία τριών κλασικών κειμένων της λογοτεχνίας μας σε ενδογλωσσική μετάφραση στα νέα ελληνικά: της Πάπισσας Ιωάννας του Ροΐδη, της Φόνισσας του Παπαδιαμάντη και της Γυναίκας της Ζάκυθος του Σολωμού, από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, ενώ είχαν εξαγγελθεί και άλλοι τίτλοι που θα κυκλοφορούσαν στο μέλλον. Είχε γίνει πολλή συζήτηση για το εγχείρημα, το οποίο, ακριβώς επειδή περιλάμβανε και συγγραφείς της δημοτικής (τον Σολωμό, τον Κωνστ. Θεοτόκη κτλ), δέχτηκε βέλη από όλες τις πλευρές.

Τότε δεν είχα ιστολόγιο, είχα όμως τον παλιό μου ιστότοπο, κι εκεί έγραψα ένα εκτενές άρθρο εστιάζοντας στη μετάφραση της Πάπισσας Ιωάννας και κάνοντας αρκετά αυστηρή κριτική στον Δημήτρη Καλοκύρη. Ωστόσο, δεν ήμουν απορριπτικός κατηγορηματικά και συνολικά απέναντι στο εγχείρημα (διαβάστε το άρθρο μου για περισσότερα). [Σημειώνω ότι σε λινκ που υπάρχει στην αρχή του άρθρου του Μπερλή μπορείτε να βρείτε διάφορα άρθρα που είχαν δημοσιευτεί τότε, το δικό μου, ένα άλλο του Μπερλή κτλ, μαζεμένα με φροντίδα του Κ. Κουτσουρέλη]

Στην εκδήλωση στην οποία μίλησε ο Μπερλής συμμετείχαν επίσης ο Δημήτρης Δημηρούλης και ο Δημοσθένης Κούρτοβικ. Είχαν προσκληθεί και οι τρεις μεταφραστές δηλ. ο Άρης Μαραγκόπουλος, ο Γιώργος Αριστηνός και ο Δημήτρης Καλοκύρης, αλλά δεν θέλησαν  να πάρουν μέρος. Σημειώνω πως, αν δεν κάνω λάθος, το εκδοτικό εγχείρημα της μεταγλώττισης παλιότερων ελληνικών λογοτεχνημάτων σταμάτησε στους τρεις πρώτους τόμους. Δεν εκδόθηκαν άλλοι, κι ας είχαν εξαγγελθεί -και δεν ξέρω αν αυτό οφειλόταν στις οικονομικές δυσκολίες που είχε ο εκδοτικός οίκος ή στην υποδοχή των τριών πρώτων τόμων.

Ο Μπερλής στην ομιλία του ασχολείται με θέματα που μας ενδιαφέρουν και που τα έχουμε συζητήσει. Δεν συμφωνώ μαζί του σε όλα όσα γράφει, αλλά μας δίνει ένα αξιόλογο κείμενο που είναι καλή βάση για συζήτηση.

ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΕΤΑΓΛΩΤΤΙΣΕΙΣ

Είναι κρίμα που η άλλη πλευρά αρνήθηκε να παραστεί και να συζητήσει ή και να διαπληκτιστεί μαζί μας. Η εκδήλωση θα είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον, θα ανταλλάσσονταν επιχειρήματα, ενδεχομένως και βαριές κουβέντες, θα μας κατηγορούσαν για ελιτισμό, θα τους κατηγορούσαμε για λαϊκισμό, και πάει λέγοντας – κάπως έτσι προάγεται ο πνευματικός διάλογος, σοβαρολογώ, αυτό είναι που γενικότερα μας λείπει, η συζήτηση με τη σωστή αναλογία ψυχραιμίας και πάθους, νηφαλιότητας και παρρησίας, ακόμη και επιθετικότητας.

Διατύπωσα τις αντιρρήσεις μου στις μεταγλωττίσεις από τα ελληνικά στα ελληνικά, σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στον τύπο. Θα συνοψίσω εδώ το βασικό μου επιχείρημα. Ο μεταφραστής της Πάπισσας Ιωάννας ή της Φόνισσας ή άλλου λογοτεχνικού κειμένου του 19ου αιώνα στη σύγχρονη ελληνική δεν έχει καμιά πιθανότητα επιτυχίας, είναι χαμένος από χέρι – οπότε το όλο εγχείρημα δεν έχει νόημα. Η αναμέτρηση με το πρωτότυπο είναι άνιση, η σύγκριση αναπόφευκτη, η υστέρηση μοιραία. Το ανυπέρβλητο πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο μεταγλωττιστής (πρόβλημα που δεν το αντιμετωπίζει ο μεταφραστής κειμένου από ξένη γλώσσα) είναι ότι το πρωτότυπο είναι γραμμένο στην ίδια γλώσσα. Το μετάφρασμα έχει ανταγωνιστικό κείμενο, μέσα στην ίδια γλώσσα. Κείμενο εκτυφλωτικής ακτινοβολίας που καταδικάζει εκ των προτέρων κάθε απόπειρα ενδογλωσσικής διατύπωσής του. Κι ας μην ειπωθεί ότι η καθαρεύουσα του Ροΐδη ή του Παπαδιαμάντη είναι άλλη γλώσσα, διαφορετική από τη σύγχρονη νεοελληνική. Διότι τότε, παράλληλα με το ιδεολόγημα της αδιάσπαστης και ενιαίας ελληνικής γλώσσας από τον Όμηρο μέχρι σήμερα, όπου τάχα ανατρέχουμε γλωσσικά τους αιώνες μπρος-πίσω χωρίς πρόβλημα, θα έχουμε και το εκ διαμέτρου αντίθετο ιδεολόγημα, του ιστορικού κατακερματισμού της εθνικής γλώσσας σε πολυάριθμες γλωσσικές περιόδους ή εξελικτικές φάσεις, που σημαδεύονται από τόσο βίαιες ρήξεις της συνέχειας ώστε μέσα σε εκατό πενήντα, εκατό ή και σε πενήντα χρόνια, μπορεί και σε λιγότερα, η γλώσσα να αλλάζει τόσο ριζικά ώστε να χρειάζεται μετάφραση. Αυτό μπορεί να μην τέθηκε ρητά αλλά συνάγεται αφ’ ης στιγμής τίθεται θέμα μετάφρασης κειμένων που είναι κοντά, πολύ κοντά σε μας, κειμένων που υποτίθεται ότι είναι δύσβατα, δύσληπτα ή και ακατανόητα πια για τους περισσότερους σημερινούς χρήστες. Και ποιοι είναι αυτοί οι περισσότεροι; Είναι κυρίως οι μάζες των απαίδευτων νέων παιδιών –αυτό ειπώθηκε ως επιχείρημα– που, λόγω ελλιπούς παιδείας ή των περισπασμών της σύγχρονης ζωής δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση σε αυτά τα κείμενα.

Αν τα νέα παιδιά είναι πράγματι τόσο απαίδευτα ώστε να μην μπορούν να καταλάβουν τη γλώσσα του Ροΐδη ή του Παπαδιαμάντη, τότε ένας λόγος παραπάνω να διαβάσουν αυτά τα κείμενα στο πρωτότυπο για να εμπλουτίσουν τη γλώσσα τους. Η συναναστροφή και η εξοικείωση με τα ίδια τα κείμενα είναι το μόνο φάρμακο. Η προσφορά μασημένης τροφής τα ενθαρρύνει να μείνουν αγράμματα στον αιώνα τον άπαντα. Αν βαριούνται, πλήττουν, και δεν είναι διατεθειμένα να καταβάλουν τον ελάχιστο κόπο που απαιτείται για την ανάγνωση αυτών των κειμένων, τότε δεν θα τα μάθουν και να μη τα μάθουν ποτέ. Άλλωστε, αυτή η ελάχιστη προσοχή είναι προϋπόθεση για την ανάγνωση οποιουδήποτε σοβαρού κειμένου, είτε της καθαρεύουσας είτε της δημοτικής. Αν τα νέα παιδιά δυσκολεύονται να διαβάσουν Βιζυηνό και Παπαδιαμάντη, τότε δυσκολεύονται να διαβάσουν γενικώς. Θα τους εξηγήσουμε ότι χωρίς την καταβολή αυτού του κόπου, μεγάλοι θησαυροί θα τους μείνουν για πάντα κλειστοί, και θα τους ενθαρρύνουμε ή και θα τους επιβάλλουμε να κάμουν αυτή την προσπάθεια (αυτό σημαίνει παιδεύω, παιδεία).

Κι έπειτα δεν νομίζω ότι η καθαρεύουσα είναι τόσο ριζικά διαφορετική από τη σύγχρονη νεοελληνική ώστε να νοείται ως άλλη γλώσσα, δηλαδή ξένη. Ας ξεχάσουμε πια την αναχαίτιση ή τις καθυστερήσεις που επέφερε στη φυσική εξέλιξη της νεοελληνικής η εκ των άνω επιβολή της καθαρεύουσας ως επίσημης γλώσσας του κράτους και της παιδείας. Ας ξεπεράσουμε αυτήν την απωθημένη εναντίωση στην καθαρεύουσα. Περσινά ξινά σταφύλια. Η ίδια η καθαρεύουσα ήταν μια λόγια, πλούσια, περίτεχνη γλώσσα, γλώσσα του γραπτού λόγου και της λογοτεχνίας, και στα χέρια ικανών χρηστών μάς έδωσε σπουδαία κείμενα, κορυφαία έργα της νεώτερης παράδοσης. Δεν απέχει πολύ από τη σύγχρονη νεοελληνική (που της χρωστάει πολλά), ή απέχει τόσο όσο η γλώσσα του Ντίκενς ή της Τζωρτζ Έλιοτ από τη σύγχρονη αγγλική. Κανείς στην Αγγλία δεν διανοήθηκε να μεταγλωττίσει, να απλουστεύσει τους συγγραφείς του 19ου αιώνα ώστε να είναι περισσότερο κατανοητοί από τους νεώτερους. Ούτε καν τον Σαίξπηρ δεν μεταγλωττίζουν. Τους διδάσκουν στα σχολεία στο πρωτότυπο και τους διαβάζουν οι σύγχρονοι Άγγλοι σε έγκυρες, χρηστικές εκδόσεις. Αλλά αυτοί είναι κουτόφραγκοι.

Όταν το επιχείρημα της γλωσσικής φτώχειας, της υποτιθέμενης αδυναμίας των νέων να κατανοήσουν τα πρωτότυπα κείμενα, αποδείχτηκε σαθρό, οι μεταγλωττιστές επιστράτευσαν ή επινόησαν άλλα επιχειρήματα, περίπλοκα, θολά, επιστημονικοφανή και θεωρητικολογούντα επιχειρήματα. Δεν θα σας ταλαιπωρήσω με μια διεξοδική ανάλυση αυτής της επιχειρηματολογίας. Κι άλλωστε δεν είναι δική μου δουλειά, ας ήσαν εδώ να μας τα εξηγήσουν οι ίδιοι. Απ’ ό,τι κατάλαβα, το νέο επιχείρημα συνοψίζεται στην εξής πυκνή πρόταση: Κάθε μεταγλώττιση αποτελεί δοκιμασία των αντοχών της γλώσσας και στοίχημα για όποιον την επιχειρεί. Δηλαδή, τον μεταγλωττιστή, αυτό που πρωτίστως ή και μόνο τον ενδιαφέρει, είναι να διαπιστώσει κατά πόσο η σύγχρονή μας γλώσσα θα αντέξει τους κραδασμούς που θα προκαλέσει η αναδιατύπωση των στοιχείων του πρωτοτύπου, στοιχείων εννοιολογικών και μορφολογικών. Προϋποτίθεται, λοιπόν, ότι η γλώσσα μπορεί να αντέξει, μπορεί και όχι. Αν κρίνουμε από τα αποτελέσματα, δεν αντέχει. Αλλά το θέμα δεν είναι εκεί. Το θέμα είναι ότι το αποτέλεσμα αυτής της δοκιμασίας, που μπορεί να έχει κάποιο νόημα αν γίνεται κατά μόνας, από κάποιον που απολαμβάνει τέτοιου είδους πειράματα, ή στο πλαίσιο ενός ειδικού σεμιναρίου μεταπτυχιακών φοιτητών της γλωσσολογίας, το αποτέλεσμα αυτής της δοκιμασίας δημοσιοποιείται και προβάλλεται και διαφημίζεται και διανέμεται και πωλείται έναντι ευτελούς τιμής στο ευρύ κοινό, ως αυτοτελές έργο που, συν τοις άλλοις, συνιστά γεγονός μεγάλης πολιτιστικής σημασίας. Ποιο; Το ότι αποδεικνύεται, στην πράξη, ότι η σύγχρονη γλώσσα αντέχει ή δεν αντέχει σε αυτή τη δοκιμασία, ότι μπορεί να αναδιατυπώσει, κατά τινα τρόπον, οπωσούν (στην καλύτερη περίπτωση) ή ότι δεν μπορεί να αναδιατυπώσει με επάρκεια και πειστικά και ωραία, την Πάπισσα, τη Φόνισσα, τη Γυναίκα της Ζάκυθος, αύριο τον Σικελιανό, τον Σεφέρη, τον Ελύτη, και πάει λέγοντας. Ε, αυτό το ξέρουμε. Αλλόκοτο τρόπο βρήκαν οι μεταγλωττιστές να ανακαλύψουν και να μας αποκαλύψουν τη μοναδικότητα, το ανεπανάληπτο των πρωτοτύπων κειμένων. Οι ίδιοι ενδεχομένως να κέρδισαν το ταξίδι, την εμπειρία αυτής της δοκιμασίας. Όλο και κάτι μαθαίνει κανείς. Αλλά ο αναγνώστης της εφημερίδας, στον οποίο φορτώνεται έναντι ενός ευρώ το σώμα της επαλήθευσης μιας αυτονόητης αλήθειας, τι κερδίζει – ή μάλλον τι φταίει;

Τελειώνω, με ένα ερώτημα προς εαυτόν και προς όλους όσοι αντιδρούμε σε αυτό το φαινόμενο των μεταγλωττίσεων. Τι είναι αυτό που μας κάνει τόσο ριζικά, ενστικτωδώς θα έλεγα, αντίθετους; Τι είναι αυτό που το θεωρούμε λίγο-πολύ απαράδεκτο; Κάτι, προφανώς, μας ενοχλεί ή μας θίγει, κάτι βαθύτερο, πέρα από εκλογικεύσεις και επιχειρήματα. Είναι φανερό ότι υπάρχει, αν όχι θυμός, κάτι θυμικό στην αντίδρασή μας. Τι είναι αυτό; Ποια είναι η προ-κατάληψή μας, δηλαδή η εκ των προτέρων κατάληψη, η άλωσή μας, από κάτι που διαμορφώθηκε σταδιακά μέσα μας και έγινε οιονεί βιωματική βεβαιότητα;

Υποθέτω ότι είναι η αγάπη που τρέφουμε για ορισμένα, καταστατικά, σπουδαία κείμενα της νεώτερης γλωσσικής μας παράδοσης. Δεν είναι ότι θεωρούμε αυτά τα κείμενα ιερά και απαραβίαστα (αν ήταν έτσι, δεν θα τα σχολιάζαμε, δεν θα τα αναλύαμε, δεν θα τα διαβάζαμε καν – και η ανάγνωση ένα είδος βεβήλωσης είναι). Είναι ότι η αγάπη μας είναι αξεχώριστη από τον σεβασμό μας γι’ αυτά, τους επιφυλάσσουμε ειδική μεταχείριση – τα φυλάμε και τα προσέχουμε όπως τα παλιά δικά μας πράγματα, τα κειμήλια της οικογένειας. Δεν έχουμε πολλά τέτοια κείμενα, δεν έχουμε Σαίξπηρ, Δάντη, Γκαίτε. Είναι λίγα, αλλά είναι ικανά, τα μόνα ικανά, να μας μάθουν, όπως μας έμαθαν, έντεχνη γλώσσα. Μας είναι έτσι αδιανόητο να υποκατασταθούν από απλουστευμένες, εξομαλυσμένες εκδοχές, γραμμένες σε ένα σύγχρονο ομογενοποιημένο ιδίωμα χωρίς αιχμές, που δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να αποτελέσει πρότυπο γλώσσας. Μπορεί να μην ήταν αυτή η πρόθεση των μεταγλωττιστών, αλλά το εγχείρημα που ανέλαβαν, στις σημερινές κοινωνικές και εκπαιδευτικές συνθήκες, όπου πρυτανεύει το αξίωμα της καταβολής της ελάσσονος προσπάθειας, συμβάλλει αναπόφευκτα στον παραγκωνισμό ή και στην εγκατάλειψη των πρωτοτύπων κλασσικών μας κειμένων. Μουχλιάζουν, είπαν, στα ράφια των βιβλιοθηκών, είναι άρα παλιατζούρες – κι αυτό μας εξοργίζει.

Ξέρω ότι αυτή η πρωτογενής θυμική αντίδραση δεν συνιστά επιχείρημα. Αλλά χωρίς αυτήν την κινητήριο συναισθηματική ένταση η συγκρότηση επιχειρημάτων δεν είναι εφικτή. Η αποψινή φυγομαχία (πώς αλλιώς να την πούμε;) της άλλης πλευράς δείχνει ότι δεν διαθέτουν κάτι αντίστοιχο της δικής μας αγανάκτησης, έναν ενθουσιασμό, ας πούμε, που θα τους παρακινούσε να βρουν πειστικά επιχειρήματα – πράγμα που σημαίνει ότι μάλλον δεν πιστεύουν στ’ αλήθεια αυτό που κάνουν.

ΑΡΗΣ ΜΠΕΡΛΗΣ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *