Σήμερα είναι Σάββατο, οπότε κανονικά θα έπρεπε να βάλουμε μεζεδάκια, ενώ αύριο είναι Κυριακή που έχει καθιερωθεί να βάζουμε λογοτεχνική ύλη.
Όμως, σήμερα είναι επίσης 28η Οκτωβρίου, επέτειος της κήρυξης του πολέμου του 1940 και αυτό με κάνει να αντιστρέψω το καθιερωμένο πρόγραμμα κι έτσι σήμερα θα βάλω ένα διήγημα και αύριο θα έχουμε τα μεζεδάκια μας.
Το σημερινό διήγημα βέβαια δεν αναφέρεται στον πόλεμο καθαυτόν αλλά στην Κατοχή. Το έστειλε ο φίλος μας ο Γιάννης Π., που το ανέβασε πριν από λίγες μέρες στο Λογοτεχνικό Ιστολόγιο.
Η αρχική δημοσίευση είχε γίνει το 1958 στο περιοδικο Επιθεώρηση Τέχνης, τχ. 42. Έχει γίνει εκσυγχρονισμός της ορθογραφίας και προσαρμογή στο μονοτονικό.
Το βρήκα τυχαία σ’ ένα συρτάρι. Δεν θυμόμουνα καθόλου πότε το ‘βαλα εκεί μέσα —πάει πολύς καιρός που γίνηκαν όλ’ αυτά. Κοντά 10 χρόνια. Τότες λέγαμε «φόβος» —και ο νους μας πήγαινε στις σκοτεινές κάμαρες με τα σκεπασμένα παράθυρα. Ποτέ πιο πέρα. Ύστερα μπλέξαμε την έννοια του, με τη λέξη «πόλεμος». Περνούσε πολύς καιρός για να συνηθίσουμε μια λέξη: Τη λέγαμε μέσα μας πολλές φορές ώσπου πια τη μαθαίναμε. Ύστερα πάλι τη βαριόμασταν —και ψάχναμε για καινούργιες.
Η Ραχήλ ήταν 10 χρονώ — κι η πατρίδα της ήταν όλο παράξενα ονόματα. Ποτέ δεν καταφέραμε να τα θυμηθούμε. Εκείνη τα ‘ξερε όλα απ’ έξω —πὠς να μη τη θαυμάζουμε… Η αδελφούλα μάλιστα, καμάρωνε πολύ, κάθε φορά που εκείνη την έπαιρνε να πάνε στον κήπο. Κείνες τις ώρες, δεν ήθελε να της μιλάς —η Ραχήλ με τα παράξενα μάτια ήταν η μόνη της έγνοια— η μόνη μας έγνοια, πιο σωστά.
Με περνούσε δύο χρόνια —μα όπως ήταν ψηλή και ντελικάτη έδειχνε πιο μεγάλη. Ήταν άλλωστε πάντα, τόσο πολύ σοβαρή, σχεδόν λυπημένη. Η αδελφούλα δεν έρχονταν ακόμα στο σχολείο —μα ήταν τόση η λαχτάρα της, που η μητέρα υποσχέθηκε στην αρχή της χρονιάς να τη γράψει.
Όλοι ξέραμε καλά την αιτία και την πειράζαμε. Η Ραχήλ είχε τόσες πολλές φιληνάδες, της δικιάς της ηλικίας —κι η αδελφούλα ήταν τόσο μικρή.
Ωστόσο εγώ ήξερα —ήμουνα φίλη της, «η πιο καλή» έτσι έλεγε κείνη. Δεν ήταν μικρό πράμα αυτό… Καμμιά άλλη στο σχολείο δεν ήξερε τόσες ιστορίες— ούτε θυμότανε απ’ έξω τόσα ονόματα.
Οι δασκάλες την αγαπούσαν όλες πολύ —ήταν έξυπνη και καλή με όλους. Αγαπούσε όλο τον κόσμο —ακόμα και τη γριά δασκάλα των Γαλλικών, που μας έβαζε να γράφουμε τιμωρία με τις ώρες. Κάτι κατεβατά, που μας έκαναν να τη μισούμε.
Σίγουρα ήταν πολύ κακιά εκείνη η γυναίκα. Κάτι ζεστά απριλιάτικα απογέματα —δεν μπορούσες να σκεφτείς τίποτ’ άλλο. Μονάχα την εξοχή και τον ήλιο. Και μείς καθισμένες μπροστά στο τραπέζι, γράφαμε ανόρεχτα, μηχανικά —κι όλο και κοιτούσαμε έξω και λαχταρίζαμε. Σίγουρα, ήταν πολύ κακιά γυναίκα αυτή η δασκάλα.
Ωστόσο η Ραχήλ την αγαπούσε κι αυτήν. Αυτό πια πήγαινε πολύ.
— Ήταν δυστυχισμένη, έλεγε, γι’ αυτό μας φέρονταν έτσι. Είχε πεθάνει το παιδί της κι είχε μείνει μονάχη της, να κλαίει. Τ’ άλλα τα παιδιά όμως ζούσαν —κι εκείνη τα ‘βλεπε και θύμωνε.
Το δικό της παιδί πέθανε από πυρετό —είχε μόλις ένα χρόνο πεθαμένο, όταν ήρθε κείνη στο σχολείο να μας κάνει μάθημα. Η Ραχήλ έμενε στο διπλανό της σπίτι κι έπαιζε συχνά με το μικρό αγόρι —Γιοέλ το έλεγαν. Ύστερα πια, όταν εκείνο πέθανε, η Ραχήλ έπαψε να πηγαίνει σπίτι τους —φοβότανε. Ο Γιοέλ ήταν πάντα τόσο ζωηρό παιδί, άταχτος, σωστό πειραχτήρι. Αν της σκάρωνε πάλι κανένα από κείνα τ’ αστεία του…
Της έκοβε την ανάσα με τις σκανταλιές του —μια φορά μάλιστα, την τρόμαξε τόσο πολύ, που εκείνη έκλαιγε μετά, πολλήν ώρα.
Ο πατέρας τής έλεγε να μη φοβάται πια —ο Γιοέλ ήταν πεθαμένος. Έμενε σε μιαν άλλη χώρα, όλο παιδιά. Εκεί, θα παίζει όλη τη μέρα, χωρίς να σταματάει, ούτε λεφτό. Ευτυχισμένε Γιοέλ. Όλες τον ζηλεύαμε. Εμάς δεν μας άφηναν ποτέ ολάκερη τη μέρα να παίξουμε.
Η Ραχήλ όμως, είχε άλλη γνώμη: Δεν ήταν ωραίο πράμα αυτός ο «θάνατος» που έπαθε ξαφνικά ο Γιοέλ —καθόλου μάλιστα. Δεν βλέπαμε τη μαμά του πόσο λυπημένη είναι;
Κι εκεινής η μαμά της, πήγε σ’ εκείνη τη χώρα με τα πολλά παιδιά και τα λουλούδια —μα πάντα η Ραχήλ τη θυμάται τις νύχτες και κλαίει. Όταν ήταν πιο μικρή, ο πατέρας τής έλεγε πως η μαμά θα ξαναγυρίσει. Μα εκείνη ήξερε καλά τώρα, πως δεν θα γίνει ποτέ αυτό!
Ο θάνατος είναι κάτι πιο δυνατό απ’ το κρύο, πιο γρήγορο απ’ τον άνεμο, πιο σκληρό κι απ’ την πέτρα —έτσι έλεγε η γιαγιά της Ραχήλ. Κι εμείς πια, δεν είχαμε αυτιά για τίποτ’ άλλο —ολοένα ρωτούσαμε, να μάθουμε. Ο θάνατος ήταν κάτι σύνθετο —πολύπλοκο κι ανεξήγητο για μας. Όταν έλεγαν «θάνατος» οι μεγάλοι, είχαν κάτι λυπημένα μάτια —τις πιο πολλές φορές, κλαίγανε κιόλας. Να όπως η δασκάλα των Γαλλικών, η μητέρα του μικρού Γιοέλ. Εκείνη όμως ήταν κακιά, πολύ κακιά.
Φαίνεται πως το πολύ κλάμα, κάνει κακό στην καρδιά. Η Ραχήλ έλεγε πως η καρδιά είναι όπως η θάλασσα —ξεχειλίζει. Και τότες γίνεται άγρια, σκληρή —και θέλει να κάνει κακό στους άλλους, πολύ κακό.
Έτσι έγινε και με τη μητέρα του Γιοέλ —και ‘μείς που δεν ξέραμε… Αρχίσαμε να την αγαπάμε. Μάθαμε ν’ αγαπάμε τη θάλασσα, τη βροχή, τον άνεμο. Η Ραχήλ είχ’ ένα εντελώς δικό της τρόπο να σου μαθαίνει την αλήθεια, για το καθετί.
Άξαφνα, θέλαμε να μάθουμε κι άλλα για το φεγγάρι, και για τη λίμνη με τα χρυσόψαρα, και για τη νύχτα. Εκείνο όμως που περισσότερό κέντριζε τη φαντασία μας ήταν τούτες οι κουβέντες των μεγάλων —κάτι λέξεις που επαναλαμβάνονταν με πείσμα, σχεδόν με θυμό μέσα στα λόγια τους. Κάτι λέξεις όπως εκείνος ο «πόλεμος» ή αυτές οι «απώλειες», κι ακόμα η λέξη «εχθρός» ή επίθεση».
Ρωτήσαμε τη Ραχήλ —δεν ήξερε τίποτα γι’ αυτές. Μονάχα για τον πόλεμο μας είπε λίγα πράματα —τόσα, όσα χρειάζονταν για να μπερδέψουμε το νόημά του με την έννοια του φόβου. «Φόβος» και «πόλεμος» μαζί τρύπωσαν στα όνειρά μας και μας τα τρόμαξαν. Ύστερα, όταν ήρθε πολύ κοντά μας ο πόλεμος και δεν είχε μορφή, και δεν είχε πρόσωπο, ήμασταν σίγουρες πια, πως ήταν όμοιος με τον φόβο.
Έτσι κι εκείνος έρχονταν τις νύχτες —χωρίς πρόσωπο, χωρίς μιλιά. Μονάχα μια σκιά, μια «ιδέα», όπως έλεγε η μητέρα. Και ‘μείς θέλαμε πολύ να την πιστέψουμε —«η ιδέα σας είναι», έτσι μας έλεγε— και να ξαναβρούμε τον ήσυχο ύπνο μας.
Όμως ο πόλεμος δε μας άφησε ούτε λεφτό να τον ξεχάσουμε —πουθενά. Και στ’ όνειρό μας ακόμα τον θυμόμασταν —έτσι, όπως τον ακούγαμε στις κουβέντες των μεγάλων. Δεν τον μελετούσανε ποτέ μονάχο του —πάντα έλεγαν κι άλλα πράματα γι’ αυτόν. «Χύθηκε πολύ αίμα», έλεγαν — κι εμείς ξέραμε ότι το ‘λεγαν για τον πόλεμο.
Ακούγανε στο ράδιο κάθε βράδυ προσεκτικά, κάτι αριθμούς —και τα μάτια τους ήταν τρομαγμένα. Κι άλλοι νεκροί… έλεγαν —και ‘μείς σκεφτόμασταν τα μάτια τους κάθε που μιλούσαν για τον πόλεμο και σαστίζαμε.
Φαίνεται πως οι «νεκροί» ήταν κάτι πιο σοβαρό, πιο επικίνδυνο. Δεν εξηγιότανε αλλιώς η απελπισία τους…
Ωστόσο μια μέρα, έγινε κάτι φοβερό —παράξενο μα την αλήθεια. Η Ραχήλ, είπε η μητέρα, δε θα ξαναρχότανε πια στο σχολείο μαζί μας. Θα ‘πρεπε να μένει σπίτι και να φροντίζει για τον πατέρα της…
Αυτό πια ήταν κάτι καινούργιο —και τόσο άδικο… Ως τώρα ξέραμε τα μικρά παιδιά να τα φροντίζουνε οι μεγάλοι. Να τα σκεπάζει η μητέρα τη νύχτα, να τα νοιάζεται να φάνε, να πλυθούνε, να ντυθούνε ζεστά. Να τα χαϊδεύει ο πατέρας, να τους παίρνει παιγνίδια και ζωγραφιές, κι άλλα, κι άλλα —ένα σωρό.
Και τώρα η Ραχήλ θα ‘κανε, ό,τι κάνανε οι μεγάλοι ως τα χτες —και δε θα ξανάπαιζε μαζί μας πια, το ξέραμε. Οι μεγάλοι δεν παίζουνε —δεν τους αρέσανε τα παιχνίδια μας ποτέ.
Όλο το πρωί στο σχολείο, δεν κουβεντιάζαμε τίποτ’ άλλο —η Ραχήλ άδειασε την τάξη, την αυλή, τις καρδιές μας…
Το μεσημέρι, τράβηξα μαζί μου την αδελφούλα και χωθήκαμε απ’ την πόρτα της αυλής στο σπίτι της, να μη μας δούνε οι άλλες που έρχονταν από κοντά. Σε μένα θα ‘λεγε την αλήθεια η Ραχήλ —θα μου ‘λεγε αν θα ξανάρθει μαζί μας στο σχολείο, αν έγινε σαν τους μεγάλους και δεν θέλει πια να παίζει μαζί μας, αν, αν… Όλα θα μου τα ‘λεγε μένα —ήμουνα σίγουρη γι’ αυτό.
Τη βρήκαμε καθισμένη μπροστά στο παράθυρο, πίσω απ’ τα κλεισμένα τζάμια —και μας φάνηκε τόσο μεγάλη, και μακρινή που σφιχτήκαμε τρομαγμένες απ’ τα χέρια.
Η αδελφούλα πρώτη έτρεξε κοντά της:
— «Ραχήλ» λαχτάρισε η φωνή της —και κείνη γύρισε το πρόσωπό της, βουτηγμένο στο κλάμα και μας κοίταγε αμίλητη, χαμένη.
— «Σαν τη μητέρα του Γιοέλ» —σκέφτηκα. «Κι ύστερ’ από λίγο καιρό, η καρδιά της θα ξεχειλίσει και κείνης σαν τη θάλασσα —και θα γίνει κακιά, πολύ κακιά…»
— Όχι, όχι… είπα φωναχτά —κι έτρεξα κοντά της.
Τη ρώταγα για όλα μαζί, τόσο βιαστικά που εκείνη δεν βρήκε τον καιρό να μου απαντήσει τίποτα. Στο τέλος, η αδελφούλα άρχισε να κλαίει και ‘γώ προσπαθούσα να σκεφτώ το σχολείο δίχως εκείνην, και δεν το κατόρθωνα.
Ήταν αλήθεια λοιπόν-η Ραχήλ θα ‘μενε σπίτι και δεν θα ξανάπαιζε πια μαζί μας —ποτέ.
Άρχισα να κλαίω κι εγώ —κι όταν μπήκε ο πατέρας της να δει τι γίνεται, καμιά δε γύρισε να τον κοιτάξει—ούτε τον προσέξαμε διόλου. Ήταν και κείνο το πελώριο «γιατί» στα μάτια μας —ακόμα και στα μάτια της Ραχήλ…
Κι εκείνη δεν μπορούσε να ξέρει —μονάχα που της είπαν ο πατέρας κι η γιαγιά, να κάνει έτσι. Κι εκείνη έκλαψε πολύ γι’ αυτό —ήταν σίγουρο πως έκλαιγε πολλές ώρες πριν. Κι αυτοί οι μεγάλοι…
Μα εμείς θα τον παρακαλούσαμε τον πατέρα της, ν’ αλλάξει γνώμη —να, τώρα δα, αμέσως.
—«Είναι τόσο καλή η Ραχήλ —και το σχολείο άδειασε, μονομιάς σας λέω… Μην την κρατάτε δω, θα πεθάνει. Η μητέρα λέει πως τα παιδιά δε ζούνε χωρίς ήλιο —αφήστε τη να ‘ρθει μαζί μας…»
Παράξενο πράμα… Κι ο πατέρας της έκλαιγε…
Μας χάιδεψε, και μας είπε κάτι παράξενα πράματα — δεν καταλάβαμε τίποτα. Μονάχα ένα πράμα ακούσαμε, καθαρά —και δεν το χωρούσε το μυαλό μας: Η Ραχήλ δεν θα μπορούσε να ‘ρχεται πια στο σχολείο. Ούτε και να παίζει μαζί μας έξω, στον κήπο. Μονάχα εδώ, σ’ αυτό το σπίτι με τα κλεισμένα παράθυρα και τις σκοτεινές κάμαρες —μονάχα εδώ θα μπορούσαμε να ‘ρχόμαστε και να τη βλέπουμε —όποτε θέλαμε. Και θα παίζαμε μαζί της, και θα της δίναμε και τα μαθήματα να τα διαβάζει και κείνη…
Σα να μην έπαψε ποτέ να ‘ρχεται στο σχολείο και να τρέχει μαζί μας στον ήλιο. Ποτέ.
Μα το πιο παράξενο απ’ όλα ήταν εκείνο που μας είπε για τη Ραχήλ —για τ’ όνομά της πιο σωστά. Θα τη λέγαμε Μαρία πια —μονάχα Μαρία. Θα ξεχνούσαμε ολότελα τ’ όνομά της το αληθινό —κι όλα εκείνα τα παράξενα ονόματα που είχαν οι δρόμοι κι οι πολιτείες της πατρίδας της —έτσι έπρεπε.
Μα γιατί, γιατί όλ’ αυτά…
Ο πατέρας της όμως, ήταν πολύ κουρασμένος —και δεν μας εξήγησε πολλά πράματα. Μονάχα έλεγε και ξανάλεγε μια λέξη, σιγά, με μια φωνή χαμηλή, φοβισμένη… Έλεγε πως ήταν «Εβραίοι» και πως οι εχθροί τούς έπαιρναν τους Εβραίους και τους πήγαιναν σ’ ένα μέρος που το ‘λεγαν «στρατόπεδο» κι ήταν σαν τη φυλακή…
Έλεγε και ξανάλεγε τη λέξη «Εβραίοι» —και ‘μεις πια ξέραμε πως έπρεπε να την ξεχάσουμε αυτή τη λέξη, να μην τη θυμόμαστε καθόλου, ούτε μια στιγμή…
Ώστε αυτή ήταν η αιτία που η Ραχήλ —δηλαδή η Μαρία— δεν θα ξαναρχόταν σκολείο…
Και ‘μείς που περιμέναμε κάτι φοβερό…
Το βράδυ ρωτήσαμε τη μητέρα γι’ αυτό —κι εκείνη μας είπε να λέμε στην προσευχή μας, κάθε βράδυ «…και φύλαγε Θεέ μου τη Μαρία και τον μπαμπά και τη γιαγιά της —κι όλους τους ανθρώπους. Και τους Εβραίους και τους άλλους».
Έτσι, μάθαμε, πως οι Εβραίοι ήταν άνθρωποι σαν κι εμάς —κι ωστόσο οι εχθροί τούς πίστευαν αλλιώτικους.
Παράξενο πράμα… δεν είχανε μάτια να δούνε;
Εμείς δεν είδαμε ποτέ τη Ραχήλ να μοιάζει με τίποτ’ άλλο —μονάχα με παιδάκι έμοιαζε, σαν εμάς… Κι όλοι οι άνθρωποι, κι οι πιο κακοί, τ’ αγαπάνε τα παιδάκια…
Δεν καταλαβαίναμε τίποτα.
— Ρωτήσαμε τον πατέρα —κι εκείνος μάς είπε πως οι εχθροί σκότωναν κι εμάς και τους Εβραίους —μα εκείνους τους κυνηγούσαν πιο πολύ, γιατί ήταν δυνατοί, κι η χώρα τους ήταν όμορφη και πλούσια. Κι οι εχθροί ζηλεύανε γι’ αυτό…
Αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πράματα περίεργα —κι άλλοτε πάλι μπερδεύαμε τις λέξεις και τα νοήματα. Η Ραχήλ —η Μαρία, όπως τη λέγαμε πια— γίνονταν κάθε μέρα και πιο χλωμή, κι ήταν πάντα λυπημένη. Η αδελφούλα τής διηγόνταν όσα είχαμε δει στον κήπο —για τις πεταλούδες που έπιασε, για κείνη τη χρυσόμυγα που της έφυγε κι ένα σωρό άλλα.
Κείνες τις ώρες, τα μάτια της λάμπανε. Δεν είχαμε ξαναδεί τέτοιο χρώμα σε άλλα μάτια —ποτέ.
Δεν ξέραμε ούτε πώς λέγονταν —ένα χρώμα αλλιώτικο, παράξενο, δεν έμοιαζε με κείνα που ξέραμε. Δεν έμοιαζε με τίποτα.
Άξαφνα μια μέρα, είδαμε τη μητέρα να φοράει πάνω στο φόρεμα της, ένα μπουκέτο λουλούδια —σαν «βελούδινα» έμοιαζαν… (Έτσι έλεγαν το φόρεμα που φορούσε η αδελφούλα —βελούδινο.)
Ρωτήσαμε τη μητέρα —και κείνη μας φίλησε και μας έδωσε δυο απ’ τα λουλούδια της.
«Μενεξέδες» τα είπε.
Τότες είδαμε πόσο μοιάζανε με τα μάτια της Ραχήλ — και τρέξαμε να της τα χαρίσουμε.
Μια μέρα, η Ραχήλ με την οικογένειά της, ήρθε να μείνει μαζί μας, στο σπίτι μας. Η χαρά μας δε λέγονταν. Τρέχαμε, φωνάζαμε, πηδούσαμε. Αυτό πια ήταν κάτι που δεν το περιμέναμε.
Τρώγαμε μαζί, κοιμόμασταν στο ίδιο δωμάτιο κι οι τρεις —κι όλη τη μέρα κουβεντιάζαμε, παίζαμε, κολλούσαμε ζουγραφιές στα τετράδιά μας και σκαρώναμε αστεία στη γιαγιά της Ραχήλ, που δεν μας θύμωνε ποτέ.
Είχαμε πάψει να πηγαίνουμε στο σχολείο και ‘μεις —δεν μας άφηναν πια να βγαίνουμε έξω, καθόλου. Είχαμε όμως μαζί μας τη Ραχήλ —κι αυτό ήταν το πιο σπουδαίο.
Ένα βράδυ, γυρίζοντας ο πατέρας απ’ έξω, είδε στην πόρτα μας ένα περίεργο σχέδιο, ζωγραφισμένο με κιμωλία —κι από κάτω μια λέξη, που δεν μπορέσαμε να τη διαβάσουμε. Έγινε πολύ χλωμός, πήρε βιαστικά ένα πανί, και βγήκε στην πόρτα να το καθαρίσει.
Όταν το σκούπισε καλά-καλά, ησύχασε λίγο κι έκανε να μπει μέσα. Τότες είδε τα μάτια της Ραχήλ να τον ρωτάνε, και σταμάτησε. Εκείνη το ‘χε ξαναδεί και στο σπίτι τους αυτό το σχέδιο με την ίδια λέξη γραμμένη από κάτω —και θυμότανε τον πατέρα της πόσο είχε τρομάξει.
Το ίδιο κιόλας βράδυ, είχαν έρθει να μείνουν μαζί μας.
Η γιαγιά της είχε πει, πως εκείνο το σημάδι, δεν θα τους άφηνε να ησυχάσουν ποτέ. Κάθε φορά που θα το ‘βλεπαν στην πόρτα τους, θα ‘πρεπε να φεύγουν αμέσως —να πηγαίνουν αλλού. Θα ‘φευγαν λοιπόν και τώρα;
Τα μάτια της Ραχήλ ρωτούσαν —μα ο πατέρας δε μπόρεσε να πει τίποτα. Μονάχα έσκυψε το κεφάλι και μπήκε μέσα…
Το ίδιο εκείνο βράδυ φύγανε —προσεκτικά, τρομαγμένοι, παίρνοντας μονάχα ένα πακέτο ο καθένας μαζί τους, τα απαραίτητα.
Ο πατέρας έφυγε κι εκείνος μαζί —θα «γυρίσω αμέσως», είπε— και τράβηξε αποφασιστικά την αδελφούλα απ’ την αγκαλιά της Ραχήλ.
Μείναμε ακίνητες πολλήν ώοα —τα μάτια διάπλατα, τα χέρια σφιγμένα, οι καρδιές μας μια πληγή.
Δεν ξέραμε τίποτα για αύριο —η Ραχήλ υποσχέθηκε να μας γράψει.
Ο πόλεμος άργησε να τελειώσει —οι μέρες είχαν γίνει μεγάλες, ατέλειωτες… Εμείς μεγαλώναμε γρήγορα —κάθε δύσκολη μέρα ήτανε για μας πέντε κι έξι ξέγνοιαστες παλιές.
Τα βράδια μιλούσαμε σιγανά στα κρεβάτια μας για τη Ραχήλ —δεν την ξεχνούσαμε ποτέ, μήτε στιγμή. Στο σπίτι δε λέγανε τίποτα πια γι’ αυτούς —τους είχανε ξεχάσει φαίνεται.
Έτσι γίνεται πάντα με τους μεγάλους. Ξεχνάνε. Κι ύστερα, όταν τους το θυμίσεις, κλαίνε.
Να, έτσι γίνονταν συχνά με τη μητέρα. Η αδελφούλα τής ζητούσε σοκολάτες —σκέφτονταν το Πάσχα, εκείνα τα σοκολατένια αυγά με τα σχέδια και τα πουλάκια μέσα. Η μητέρα έλεγε «ναι, ναι…» αφηρημένα—και το ξεχνούσε μετά. Μια μέρα μάλιστα, της το θυμίσαμε επίμονα, με πείσμα —τόσο, που εκείνη έβαλε τα κλάματα.
Το ίδιο έκανε αργότερα, όταν της θυμίζαμε τη Ραχήλ. Τόσο που τα σαστίζαμε.
Φαίνεται πως τα σοκολατένια αυγά και η Ραχήλ, τη στεναχωρούσανε τη μητέρα… Γιατί όμως —δεν το μάθαμε ποτέ…
Αργότερα, πολύ αργότερα πια, καταλάβαμε. Τότες όμως ο πόλεμος είχε τελειώσει, και τα σοκολατένια αυγά, τα χαρήκαμε όσο ποτέ πριν. Η Ραχήλ όμως δεν ξαναγύρισε ποτέ —κι εμείς δεν ξέραμε πού να τη γυρέψουμε.
Μια μέρα, της έγραψα ένα μεγάλο γράμμα, κι η αδελφούλα σκάλισε προσεκτικά και κείνη δυο λόγια στο τέλος. Η μητέρα έκλαιγε όταν της το διαβάσαμε.
Το κλείσαμε σ’ ένα μεγάλο φάκελο και μείναμε σκεφτικές πολλήν ώρα. Δεν ξέραμε πού βρίσκονταν — δεν μπορούσαμε κιόλας να της γράψουμε με τ’ αληθινό της όνομα. Έτσι, το γράμμα έμεινε, ξεχάστηκε.
Πέρασαν 10 χρόνια —10 ολάκερα χρόνια κι εμείς αλλάξαμε. Η αδελφούλα πάει στο Γυμνάσιο κι έχει πολλές – πολλές φιληνάδες. Καμιά όμως δεν έχει τα μάτια της Ραχήλ — ούτε την καρδιά της.
Η αδελφούλα μόλις που τη θυμάται — ήταν τόσο μικρή τότε…
Όμως εγώ, κάθε φορά που ανοίγω εκείνο το «λεύκωμα» που μου ‘χε χαρίσει, με τις πολύχρωμες ζουγραφιές και τα τραγουδάκια — κάθε φορά, θυμάμαι τα μάτια της και δε θέλω να το πιστέψω. Κι ωστόσο ξέρω καλά, πως η Ραχήλ θα κρατούσε τον λόγο της…
— «Θα σας γράψω αμέσως» είχε πει — και δεν έλεγε ποτέ της ψέματα… Ύστερα ήταν και κείνο το μεγάλο κουτί με τα πράγματα που ‘χαν αφήσει σπίτι μας — δεν ήρθαν ποτέ να το πάρουν.
Όταν τέλειωσε ο πόλεμος, ο πατέρας ρώτησε παντού, έψαξε, έτρεξε.
Άξαφνα μια μέρα απελπίστηκε — φαίνεται πως δεν γινότανε να τους βρει. Και δεν ξαναρώτησε πουθενά.
Εμείς όμως ξέραμε ότι θα ‘ρθει — υποσχέθηκε άλλωστε… Ωστόσο οι χαρούμενες μέρες που ήρθανε μετά, είχανε τόσα πολλά καινούργια να σου δώσουνε —που οι παλιές εικόνες θάμπωσαν, γίνηκαν αχνές, ακαθόριστες. Ξεχάστηκαν.
Τυχαία μια μέρα ψάχνοντας για κάτι άλλο, το βρήκα: Τον μεγάλο φάκελο με το γράμμα. Χωρίς διεύθυνση, χωρίς όνομα.
Πόσος καιρός να ‘χει περάσει από τότε —δεν μπορώ να θυμηθώ… Πρέπει να ‘ναι πάνω από 10 χρόνια — τα γράμματα της αδελφούλας είναι παιδιάστικα, αστεία. Κάτι καραγκιοζάκια που χορεύουνε τρελά, κολλητά το ‘να στ’ άλλο — και φωνάζουνε όλα μαζί: «Γύρισε Ραχήλ — σ’ αγαπάμε».
Τίποτ’ άλλο — μονάχ’ αυτό. Σ’ αγαπάμε.
Και κείνη το ‘ξερε αυτό —κι ωστόσο δε γύρισε ποτέ…
Ένα βράδυ, η μητέρα του Γιοέλ ήρθε σπίτι και μας αποχαιρέτισε. Γύριζε στην πατρίδα της —την πατρίδα της Ραχήλ, με τα παράξενα ονόματα στους δρόμους, στις πολιτείες, στους ανθρώπους.
Μίλησαν πολλήν ώρα με τον πατέρα —κι ύστερα η μητέρα τη ρώτησε για μια επέτειο. Στις 26 του Απρίλη —ναι, έτσι είπανε. Η «ημέρα της μνήμης»— πόσο όμορφα ακούγονταν. «Της μνήμης».
Ύστερα η μητέρα του Γιοέλ, μας μίλησε για κείνη τη μέρα — τη γιόρταζαν με μιαν απλή, αθόρυβη τελετή, χωρίς λόγους και παρελάσεις. Τα παιδιά κείνη τη μέρα φοράνε άσπρα ρούχα —μαζεύονται στις πλαγιές με τα νεοφυτεμένα δέντρα και λένε τραγούδια και προσευχές.
Στο «δάσος της μνήμης» κάθε καινούργιο δέντρο θυμίζει κι ένα παιδάκι από κείνα που χάθηκαν στα στρατόπεδα. Ένα εκατομμύριο παιδιά, ανίδεα, αμέτοχα στο κακό που οι άνθρωποι κάνανε στους ανθρώπους…
Τώρα πια, τα χαμένα παιδάκια που μεταμορφώθηκαν σε δέντρα, θα μπορούνε να χαίρονται τον ήλιο, τη βροχή, το φως — και να φυλάνε τη μνήμη ζεστή, άσβηστη…
Είπανε κι άλλα, κι άλλα — πολλά.
Στο τέλος δεν άκουγα πια τι λέγανε—ο νους μου γύριζε στον μεγάλο φάκελο με το παιδιάστικο γράμμα μας. Στο γράμμα χωρίς διεύθυνση, δίχως καν ένα όνομα πάνω του…
Έτρεξα μέσα, πήρα το μολύβι κι έγραψα με σταθερά γράμματα στον φάκελο:
«Για τη Ραχήλ —στη μνήμη της».
Κι από κάτω έβαλα τα ονόματά μας. Ήμουνα σίγουρη πως το «Δάσος της Μνήμης» με το ένα εκατομμύριο καινούργια δέντρα, θα ‘ξερε για τη Ραχήλ. Για το δέντρο της —το δικό της το δέντρο. Δεν έγραψα διεύθυνση —δεν χρειάζονταν άλλωστε. Το δάσος της «Μνήμης» ήταν η πατρίδα της Ραχήλ.
Ευτυχισμένε Γιοέλ… Έφυγες νωρίς —κι ωστόσο βρήκες μια θέση στη χώρα που τα παιδιά παίζουνε όλη τη μέρα, χωρίς να σταματάνε…
Τούτα τα παιδιά όμως, γινήκανε δέντρα —η ζωή τους κόπηκε απότομα, τραγικά, κι ο θεός δεν το ’θελε να χαθούνε. Μείνανε να χαρίζουνε τον ίσκιο τους στο δάσος με τις μνήμες —να μην τα ξεχνάνε ποτέ όσοι ζήσανε…
Πήρα το γράμμα με την παιδιάστικη καρδιά κλεισμένη μέσα του, με τα όνειρα και τις λαχτάρες μας στριμωγμένες στις γραμμές του — και το κράτησα στα χέρια μου πολλήν ώρα.
«Έχε γεια, κοριτσάκι…» —και χωρίς να διστάσω, το ‘δωσα στη μητέρα του Γιοέλ που θα γύριζε στην πατρίδα της Ραχήλ —την πατρίδα με τις άπειρες μνήμες…