Ελευθερία Παπουτσάκη
Αόριστος
Ιστορίες και στιγμιότυπα απ’ την ανάποδη
εκδόσεις Νήσος
Γράφει ο Παναγιώτης Χαλούλος
Διαβάζουμε στο πρώτο διήγημα «Αόριστος»,
που δίνει και τον τίτλο στο βιβλίο της Ελευθερίας Παπουτσάκη, το πρώτο της
βιβλίο:
«Πάει ένας μήνας
από τότε που προσπαθούσα να εξηγήσω στον Μανόλη τον ψαρά τους χρόνους. Ναι,
τους χρόνους!
«Ο Ενεστώτας είναι για το παρόν: τρώω,
γράφω, πίνω, κοιμάμαι. Ο Μέλλοντας για κάτι που θα γίνει: Θα πάω σινεμά. Ο
Αόριστος για το παρελθόν: χάρηκα, πόνεσα, έφαγα, πήγα. Χθες πήγα σινεμά».
«Αύριο θα πάω σινεμά, Αόριστος»,
επέμενε.
«Όχι, είναι Μέλλοντας. Αφού δεν έχει
γίνει κάτι τέτοιο, είναι Μέλλοντας. Η φράση “Χθες πήγα σινεμά” είναι Αόριστος».
«“Αύριο στις 10 μ.μ. θα πάω σινεμά”,
Μέλλοντας. “Αύριο θα πάω σινεμά”, Αόριστος», μου είπε, χρησιμοποιώντας και τις
δύο φορές τον ίδιο χρόνο.
…«Μα αφού αυτό δεν είναι αόριστο! Είναι
συγκεκριμένο. Αναφέρεται η ώρα ακριβώς».
Σωστά! Δεν είναι καθόλου αόριστο. Μα
καλά, γιατί αυτόν το χρόνο τον είπανε Αόριστο;…»
Δεν είχα σκεφτεί ποτέ την… αοριστία αυτή
που μπορεί να δηλώνεται από τον γραμματικό χρόνο Μέλλοντα!…
Διαβάζοντας τα επόμενα διηγήματα έψαχνα
να εντοπίσω άλλες αοριστίες, που θα δικαιολογούσαν τον τίτλο της συλλογής αυτής
μικρών διηγημάτων και νομίζω πως βρήκα κι άλλες.
Όποιος δεν θέλει να παραδεχτεί ότι
χρειάζεται ψυχοθεραπεία ή ψυχολογική υποστήριξη από ειδικό, για να το πούμε πιο
ήπια, αφού πολλούς τρομάζει ο όρος ψυχοθεραπεία, ψάχνουν δικαιολογία και πρόφαση
αναβολής ή άρνησης και τέτοιες δικαιολογίες μάς αναφέρει η Ελευθερία Παπουτσάκη
αρκετές στις σελ. 53-54 με τον τίτλο «Περιορισμοί» και πιστεύω πως δείχνουν ότι
οι προφασιζόμενοι αφήνονται να ζουν σε μια αοριστία όταν δεν αποφασίζουν να
θέσουν τη ζωή τους σε κάποια πλαίσια κανονικότητας, να τακτοποιήσουν με κανόνες
την καθημερινότητά τους. «Θέλω να ξεκινήσω θεραπεία, αλλά φοβάμαι»… Ένας
γενικός και αόριστος φόβος! Ή «Θέλω να ξεκινήσω θεραπεία, αλλά δεν
προλαβαίνω».
Κάποιες μάλιστα δικαιολογίες-περιορισμοί
προκαλούν ίσως θυμηδία, όπως για παράδειγμα:
«Θέλω να ξεκινήσω θεραπεία, αλλά να
πηγαίνω αργά το βράδυ, μετά το μπαρ, για να είμαι μεθυσμένη…
Πρέπει να ξεκινήσω θεραπεία, αλλά θέλω
να πηγαίνω στα βόρεια προάστια για να είναι σίγουρα δεξιός, όπως εγώ.
Πρέπει να ξεκινήσω θεραπεία, αλλά μόνο
εάν ο χώρος της βρίσκεται στα Εξάρχεια, γιατί είμαι αναρχικός…
Θέλω πολύ να ξεκινήσω θεραπεία, αλλά μόνο
εάν φοράει κοσμήματα σαν της αδελφής μου…
Εάν ξεκινήσω ομαδική και βρω εκεί
σύντροφο, μήπως θα μας διώξει από την ομάδα;…»
Ίσως όλοι μας, λίγο ή πολύ, σε κάποια
φάση της ζωής μας αισθανθήκαμε πως μας χρειάζεται ψυχολογική υποστήριξη από
κάποιον ειδικό ή, κι ας μην το συνειδητοποιούμε, μας είναι αναγκαία ψυχοθεραπεία. Πρέπει όμως και να ταιριάξει το δίδυμο
ψυχοθεραπευτή και θεραπευόμενου, για να έχει θετικά αποτελέσματα η ψυχολογική
ενίσχυση και υποστήριξη.
Αφηγείται μια θεραπευόμενη: «Εάν
θέλετε να ξεκινήσετε μαζί της θεραπεία, να θυμάστε ότι ο Τζακομέτι από πάνω της
είναι ένα σκίτσο με τον Πύργο του Άιφελ. Έτσι θα την αναγνωρίσετε και δεν την
πειράζει που το αποκαλύπτω. Άλλωστε αυτή είναι κάθε φορά άλλη για τον καθένα,
καθώς η θεραπευτική διαδικασία, όταν είναι δυαδική και όχι ομαδική, φτιάχνεται
από το συνδυασμό των δύο μοναδικών ανθρώπων. Μαζί προχωρούν, μαζί προχωράμε».
Και σε άλλη αφήγηση βλέπουμε να έχει η σχέση κάτι από τα γνωρίσματα του
ερωτικού μεταξύ των δύο ή μάλλον μονομερώς, από την πλευρά του θεραπευόμενου
προσώπου, που φαντασιώνεται το άλλο πρόσωπο ως κρυφό αντικείμενο του πόθου, κάτι
όμως που στην πραγματικότητα δείχνει τη μεγάλη ανάγκη, μέσα στην αοριστία και
αβεβαιότητα μιας αγχώδους ή χαώδους ζωής, για αποδοχή του ατόμου από τους
άλλους: «Μου είχε γίνει απαραίτητος. Ο τρόπος που μιλούσε, ο τρόπος που με
κοίταζε, οι εκφράσεις, οι ερωτήσεις του. Δύο ώρες πριν ετοιμαζόμουν όπως στα
πρώτα ραντεβού· πρώτα μπάνιο, μετά μακιγιάζ και ύστερα τρεχάλα δίπλα του. Μια
ώρα καταδική μας, πληρωμένη, σαν σε οίκο ανοχής χωρίς κόκκινο φως και με τσατσά
την ψυχή μου. Εσύ… Τεράστιος ήσουν στην καρέκλα, τεράστιος και μέσα μου..» Διαβάζουμε
σε άλλο διήγημα: «Τη θαυμάζω απεριόριστα και ως εκ τούτου θα πρότεινα σε
όλους να πηγαίνουν σε αυτήν».
Αυτό βέβαια, όπως φαίνεται από τις
αφηγήσεις στο βιβλίο, δεν επιτυγχάνεται πάντα. Κάποιες φορές οι αμφιβολίες για
την προσωπικότητα ή τις μεθόδους του ψυχολόγου-ψυχοθεραπευτή δεν αφήνουν
περιθώρια για μια σχέση εμπιστοσύνης: «Το σίγουρο πάντως είναι πως έγινα πάρα
πολύ καχύποπτη απέναντι στους ψυχολόγους, τους οποίους έκτοτε συλλήβδην θεωρώ
περισσότερο ή λιγότερο εκμεταλλευτές, περισσότερο ή λιγότερο ανεπαρκείς και
ποτέ πλήρως επαρκείς». Κρίσεις, που έχουν σαφώς υποκειμενικότητα! Στο
διήγημα με τον τίτλο «Οχτώ» η αφηγούμενη ηρωίδα διακρίνεται από ιδιαίτερη
αστάθεια στη σχέση της με τους ψυχίατρους: «Άλλαξα οχτώ ψυχιάτρους και
κατάπια εκατοντάδες φάρμακα: ταβόρ, λαντόζ, ζολόφτ, …ζάναξ, …ζιπρέξα. Και
πέρασαν και περισσότερα από δεκαέξι χρόνια… Τον θεώρησα επιπόλαιο. Προηγουμένως
είχε προτείνει και στη μητέρα μου, που με συνόδευσε ως εκεί, να παρευρίσκεται
στην αίθουσα… Το ίδιο βράδυ ισχυρίστηκα – ψευδόμενη – ότι ένιωσα καλύτερα από
ποτέ… Έτρεξα σε ένα πάρτι, χόρεψα, προσποιήθηκα, φλέρταρα, κρύφτηκα πίσω από μάσκες
και προσωπεία…»
Συνεπώς είναι κάτι αόριστο αν θα
αποδεχτεί ο ένας τον άλλο, όπως αόριστη εντύπωση έχει πολλές φορές κάποιος για
την κατάστασή του και σπανιότερα έχει συνείδηση της αναγκαιότητας ψυχοθεραπείας,
όπως στην παραδοχή: «Τις κρίσεις πανικού τις νιώθεις να έρχονται. Εφίδρωση,
κρύος ιδρώτας και κόμπος στο στομάχι. Φοβάσαι ότι θα ξαναπάθεις κρίση πανικού
και παθαίνεις…». Έτσι λοιπόν η παραδοχή: «Εγώ πήγα εκεί από περιέργεια.
Δεν είναι κάτι ασυνήθιστο στον κύκλο μου. Οι περισσότεροι φίλοι και φίλες μου
κάνουν ψυχοθεραπεία, αλλά… όλοι αυτοί κάτι έχουν· πάσχουν. Εγώ δεν έπασχα ή, αν
έπασχα, τότε δεν το έβλεπα…». Και αλλού: «…Ποτέ δεν θα έπαιρνα φάρμακα,
ψυχοφάρμακα. Το πρώτο συνθετικό της λέξης ήταν αρκετό για να με κάνει να
ανατριχιάζω. Δεν τα είχα καθόλου ανάγκη, μια χαρά θα ήμουν και χωρίς αυτά,
σκέφτηκα. Κράτησα πάντως τη συνταγή σε ένα συρτάρι συντροφιά με τα υπόλοιπα
ενθύμια. Την κράτησα». Η μόνη βεβαιότητα ότι την κράτησε, όλα τα άλλα στη
ζωή της έμειναν σε μια αβεβαιότητα, σε μια αοριστία!…
Κι όμως, η απόρριψη του ψυχοθεραπευτή
κάποια φορά μπορεί να έχει, αυτή η ίδια η απόρριψη, θεραπευτική ιδιότητα. Μα, πώς
γίνεται, θα αντιτείνει κανείς απορώντας! Στο διήγημα, λοιπόν, με τον τίτλο
«Άσπρες κάλτσες» αυτό που ενοχλεί σε κάθε επίσκεψη τον θεραπευόμενο είναι ότι βλέπει
τις άσπρες κάλτσες του και δυσκολεύεται η μεταξύ τους σχέση, ώστε, αφού μετά
από επτά χρόνια διέκοψε και επανήλθε, «Είχε έρθει η δική του σειρά να με
απορρίψει. Διευκρίνισε ότι η σχέση μας δεν ήταν προωθητική…», λέει. Και
τότε λυτρώθηκε, αφού πήρε σημαντικές αποφάσεις και προχώρησε σε μεγάλες
αλλαγές. «Του το χρωστάω. Όλα εκείνα τα χρόνια στην πραγματικότητα απέρριπτα
τον παλιό μου εαυτό, εκείνον με τις άσπρες κάλτσες, αφού κι εγώ φορούσα άσπρες
κάλτσες συστηματικά και ανέφελα έως τη στιγμή που εκείνη μου επισήμανε
απαξιωτικά, και συνάμα τρυφερά, πόσο γελοίες ήταν και πως δεν θα μου επέτρεπε
να τις ξαναφορέσω».
Ιστορίες καθημερινών ανθρώπων, που ζουν
ανάμεσά μας, ή ανθρώπων που μας μοιάζουν τόσο κάποιες φορές, αφού θα μπορούσαμε
να βρισκόμαστε στη θέση τους, να έχουμε αντιδράσεις και στάσεις ζωής ίδιες,
παρόμοιες ή διαφορετικές, να αποφασίζαμε να ζητήσουμε ψυχολογική στήριξη από
ειδικό, παρότι κάποιες φορές βρίσκεται δίπλα μας ένα πρόσωπο ικανό να μας
ακούσει και να γνωρίζει πώς να μας υποστηρίξει και τυχεροί είναι όσοι έχουν μια
τέτοια ευκαιρία (έτσι κι αλλιώς όμως τα πρόσωπα του περιβάλλοντός μας όσες
ικανότητες σε αυτό κι αν διαθέτουν, δεν έχουν τη γνώση και τη μέθοδο του
ειδικού, του ειδικευμένου στην ψυχοθεραπεία), ή να αναβάλαμε επ’ αόριστο την
επίσκεψή μας σε ψυχολόγο ή ψυχίατρο. Ένα βιβλίο, που έχει χιούμορ σε κάποια
σημεία και διαβάζεται ευχάριστα από τον καθένα, ενώ δεν θα συνέβαινε αυτό, αν
ήταν ένα επιστημονικού ενδιαφέροντος κείμενο πάνω στα ζητήματα αυτά!…
Τα διηγήματα δεν έχουν όλα την ίδια ή
περίπου την ίδια έκταση σε σελίδες. Άλλα εκτείνονται σε μία ή δύο-τρεις σελίδες
και άλλα καταλαμβάνουν αρκετά περισσότερες. «Ιστορίες και στιγμιότυπα απ’
την ανάποδη» είναι ο υπότιτλος και, όπως ομολογεί η ίδια η συγγραφέας, πρόκειται
για δώδεκα πραγματικές ιστορίες
ψυχοθεραπείας σε πρώτο ενικό πρόσωπο, όπως τις αφηγήθηκαν στην συγγραφέα τρεις
άντρες και έξι γυναίκες, αποδέκτες ψυχοθεραπείας, ενώ τρεις από τις ιστορίες
είναι της ίδιας της Ελευθερίας, σίγουρα η πρώτη αναφορά στην ψυχοθεραπεύτριά
της, ο «Αόριστος» και η τελευταία, ο Επίλογος-«Αόριστος β΄».
Το βιβλίο «Αόριστος» η Ελευθερία
Παπουτσάκη το αφιερώνει στη μνήμη της μητέρας της, που σχετικά πρόσφατα έχασε,
και της ψυχοθεραπεύτριάς της, της οποίας την απώλεια βίωσε επίσης πρόσφατα και
για την οποία γράφει στο τελευταίο κείμενο με τίτλο «Αόριστος β΄», ως Επίλογο,
στο βιβλίο:
«Εκείνη, η θεραπεύτριά μου, με έπλασε,
μαλάκωσε τις γωνίες μου, απάλυνε τα τραύματα. Υπήρξε στιβαρή… Και έφυγε.
Προφανώς με εγκατέλειψε. Το παιδί θυμώνει με την εγκατάλειψη… Σίγουρα δεν
μπορεί να είναι εδώ. Θα ήταν πολύ καλή στο να δουλέψουμε μαζί την απώλεια του
ίδιου της του θανάτου. Θα αναλύαμε πώς νιώθω που πέθανε, θα μιλούσαμε για το
δικό της θάνατο…
Εκείνη ήταν η σκηνοθέτρια. Εκείνη θα
έριχνε την αυλαία. Και την έριξε.»
***
Η Ελευθερία Παπουτσάκη γεννήθηκε το 1977
στην Αθήνα. Είναι γέννημα-θρέμμα Πλακιώτισσα και αθεράπευτη λάτρις της
πρωτεύουσας. Σπούδασε Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης στο ΕΚΠΑ και έκανε
μεταπτυχιακό στη Νεότερη Ιστορία στο Πάντειο. Από το 2009 εργάζεται ως
καθηγήτρια στη Μέση Εκπαίδευση, σε δημόσια σχολεία. Εκτός από την Αθήνα έζησε
στο Βερολίνο, στη Χίο και την Κάλυμνο. Γράφει από μικρή. Αυτό είναι το πρώτο
της βιβλίο. Έχει επίσης ανθολογίσει και προλογίσει μια ποιητική συλλογή των
μαθητών της: Τα χαϊκού της Γκράβας, εκδόσεις Book Lab, 2022. Αγαπάει πολύ τα
λουλούδια και την τέχνη. Πρωτίστως το θέατρο, το χορό, τη ζωγραφική και τη
λογοτεχνία. Είναι παντρεμένη και έχει ένα γιο.