ceb4ceb5cebaceb1cf80ceb5cebdcf84ceb1cf8dceb3cebfcf85cf83cf84cebfcf82 ceb4ceb9ceaeceb3ceb7cebcceb1 cf84cebfcf85 ceb4ceb7cebcceaecf84

b241961Τριημερο της ραστώνης, συνεχίζουμε με κάτι λογοτεχνικό. Διάλεξα ένα διήγημα για όσους έμειναν στο άδειο (αν και ποτέ δεν αδειάζει) κλεινόν άστυ, ένα διήγημα του Δημήτρη Μητσοτάκη.

Πέρα από τη συνεπωνυμία του με τον πρωθυπουργό (απ’ όσο ξέρω, δεν υπάρχει συγγένεια, αν και στο Φέισμπουκ λέει χαριτολογώντας για τον «ξάδερφο») ο Δ. Μητσοτάκης (γενν. 1967) είναι περισσότερο γνωστός ως τραγουδοποιός, παλιότερα με το συγκρότημα Ενδελέχεια και τώρα με σόλο καριέρα. Ωστόσο, έχει επίσης σημαντική λογοτεχνική παρουσία αφού εχει εκδώσει τρεις συλλογές διηγημάτων και δύο μυθιστορήματα.

Το διήγημα που θα διαβασουμε σήμερα, νεανικό και ανάλαφρο, περιλαμβάνεται στη συλλογή Τα σκισμένα ημερολόγια (εκδ. Τόπος, 2019).

Δεκαπενταύγουστος

Έναν Δεκαπενταύγουστο, πρέπει να ήταν το ’82 ή το ’83, είχα ξεμείνει, μόνος, στην Αθήνα. Κι ενώ λίγο απείχα από το να σκαρφιστώ τρόπους για να βάλω τέρμα στη μονότονη ζωή μου, χτύπησε το τηλέφωνο. Τελικά υπήρχε Θεός. Ήταν η Μαρία, η όμορφη, με την μπάσα φωνή –με την οποία κάτι παιζόταν όλη τη χρονιά αλλά δεν είχε ολοκληρωθεί– που με καλούσε να πάω να την επισκεφτώ στη Σαλαμίνα. Άλλο που δεν ήθελα.

Κατέβηκα με τον ηλεκτρικό από την Καλλιθέα στον Πειραιά, πήρα λεωφορείο για το Πέραμα, πέρασα στα Παλούκια και μετά περίμενα το λεωφορείο που θα με πήγαινε στην Κακή Βίγλα. Κάποια στιγμή, τρεις ώρες μετά την έξοδό μου από το σπίτι, έφτασα στο εξοχικό της Μαρίας, ψυχολογικά έτοιμος για μια αξέχαστη μέρα, γεμάτη έρωτα και πρωτόγνωρες εμπειρίες.

Με υποδέχτηκε η μικρή αδερφή της Μαρίας μαζί με ένα τσούρμο αδερφάκια, ξαδερφάκια, ανιψάκια, και διάφορα άλλα παιδάκια της γειτονιάς. Πριν προλάβω να κάνω μεταβολή και να γυρίσω τρέχοντας στην Αθήνα, με έπιασε από το χέρι η μαμά της Μαρίας.

– Καλώς τον Δημητράκη!

– Καλώς σας βρήκα, είπα, μην τολμώντας να αλλάξω το «λ» με «κ».

– Η Μαρία έχει πάει για ψωμί, έρχεται όπου να ’ναι, έλα να σου βάλω μια πορτοκαλάδα.

Η πορτοκαλάδα είναι το μόνο υγρό, μαζί με το ούζο, που δεν μπορώ να καταπιώ με καμία δύναμη, όσο κι αν διψάω. Στην κουζίνα εκείνη κατέβασα μια μπλε Ήβη μονορούφι, σαν τιμωρία στον κουτό και άπειρο εφηβικό μου εαυτό που με είχε φέρει στην τρομερή εκείνη κατάσταση. Στη μέση της κουζίνας βρισκόταν ένα τραπέζι στρωμένο με φαγητά. Κυριαρχούσε η μυρωδιά του σκόρδου, την οποία ο κόμης Δράκουλας αγαπούσε περισσότερο από μένα. Γύρω γύρω από το τραπέζι κάθονταν ο μπαμπάς της Μαρίας, ο θείος –ίδιος ο Παντελής Ζερβός!– με τη θεία, η κουφή γιαγιά, ο αδερφός και η αδερφή, διάφορα μικρά παιδάκια και ένας τεράστιος μαλλιαρός σκύλος, που δεν καθόταν ακριβώς αλλά τριγυρνούσε από δω κι από κει και κάθε 30’’ ερχόταν και έχωνε την τεράστια μουσούδα του ανάμεσα στα πόδια μου μυρίζοντας τα γεννητικά μου όργανα και γεμίζοντας σάλια το φρεσκοπλυμένο παντελόνι μου.

Με τα πολλά, ήρθε και η Μαρία κρατώντας μια θηριώδη φραντζόλα με ζυμωτό ψωμί, το καμάρι του χωριού, που για να κοπεί χρειαζόταν υλοτομικό πριόνι και δυο γεροδεμένους Καναδούς από κάθε μεριά.

– Γεια σου, Δημήτρη. Ήρθες;

– Γεια σου, Μαρία. Ήρθα.

Έβαλαν τη Μαρία να κάτσει δίπλα μου και άρχισαν όλοι να τρώνε. Τσίμπησα δυο τρεις φορές, δοκιμάζοντας το, απαράδεκτο για τα γούστα μου, σκορδάτο αρνί με τις βραστοψητές, βρομερές πατάτες, την αηδιαστική φέτα, το τζατζίκι αναλογίας δώδεκα σκελίδες σκόρδο σε 200 γρ. γιαούρτι, τα παγωμένα ραδίκια, λουσμένα στο λεμόνι, και την ομελέτα με τα χωριάτικα αυγά που θα μπορούσα να φάω αν δεν κολυμπούσαν στο λάδι.

– Γιατί δεν τρως, Δημήτρη; Δεν σου αρέσει το φαγητό;

– Μου αρέσει πολύ αλλά έχω έρθει φαγωμένος, είπα ψέματα.

Το ανόητο στομάχι μου γουργούρισε ακριβώς εκείνη τη στιγμή, προδίδοντας την πείνα μου μέσα στην αμήχανη σιωπή που ακολούθησε. Ένιωσα εντελώς άβολα. Ευτυχώς, ένα ανιψάκι κάρφωσε με το πιρούνι το χέρι ενός άλλου μικρού ανιψιού– παιδιού– εγγονιού και ακολούθησε ελληνική τραγωδία με φωνές, οιμωγές, κλάματα και αναθέματα, κλείνοντας έτσι, απότομα, το υπό διερεύνηση θέμα «γιατί άραγε δεν τρώει ο καλεσμένος μας».

– Μαρία, θα φύγω, βρήκα την ευκαιρία να της πω μέσα στην αναμπουμπούλα.

– Κάτσε λίγο, μου είπε με βλέμμα γεμάτο υποσχέσεις και ναζιάρικη, μπάσα φωνή.

Δεν χρειάστηκε να επιμείνει πολύ, από μικρός είχα αδυναμία στο μπάσο. Όση ώρα η Μαρία βοηθούσε στο μάζεμα του τραπεζιού τη μαμά, τη θεία και την αδερφή της, η κουφή γιαγιά με ανέκρινε υπό τους ήχους του πλυσίματος των πιάτων, του μπαμπά που ροχάλιζε στο διπλανό δωμάτιο, του κομπολογιού του νυσταγμένου «Παντελή Ζερβού» και του παπιού του αδερφού που έβαζε μπρος και γκάζωνε με κατεύθυνση τα Παλούκια.

Απάντησα πολύ δυνατά σε όλες τις ερωτήσεις της κουφής γιαγιάς. Προς στιγμή νόμιζα ότι θα εμφανιστεί ο Ναζί βασανιστής μου που θα απαιτούσε σημαντικά, στρατιωτικά μυστικά και ονόματα πατριωτών, κρεμώντας με από τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα.

Η μαμά έφτιαξε ελληνικό καφέ τον οποίο και κατέβασα μονορούφι, πιο πολύ από πείνα παρά από απόλαυση. Σε λιγότερο από δέκα λεπτά, ο ελληνικός καφές πολλαπλασίασε το αίσθημα της αφόρητης πείνας μου. Η μαμά πρέπει να «στράβωσε» μαζί μου όταν αρνήθηκα και το γλυκό νεραντζάκι, που ήταν το μοναδικό γλυκό που δεν μπορούσα με τίποτα να καταπιώ.

– Μαρία, να προσέχεις τα παιδιά, είπε αυστηρά και έφυγε αγκαζέ με τη θεία για έναν μικρό περίπατο, να χωνέψουν.

Έπαιξα με τα κουτσούβελα όλα τα παιχνίδια που υπήρχαν στο σπίτι: Γκρινιάρη, Φιδάκι, ποδοσφαιράκι, Μονόπολη, Φωτεινό παντογνώστη· και όσα δεν υπήρχαν σε μορφή επιτραπέζιου: κρυφτό, κυνηγητό, μήλα, μπάλα, αμπάριζα και άλλα πολλά που πλέον έχουν καταργηθεί ως παιχνίδια. Σε όλα εκείνα τα παίγνια η Μαρία, αρκετές φορές, με άφηνε μόνο με τα αμέτρητα παιδάκια και έκανε διάφορες δουλειές, όπως ξεσκόνισμα, πότισμα, σκούπισμα, ταχτοποίηση χώρων, κλάδεμα ξερόχορτων κ.ά.

Όταν πήρε να σκοτεινιάζει, χαιρέτισα με βροντερή φωνή την ανακρίτρια– γιαγιά, τον μπαμπά που έπαιζε τάβλι με τον θείο «Παντελή», την αδερφή, τα κουτσούβελα που κρέμονταν από το πόδι μου και δεν με άφηναν να φύγω και, τέλος, τη Μαρία, η οποία με υγρά μάτια και απολογητική φωνή μου έλεγε διαρκώς «συγγνώμη» και «με συγχωρείς» σε διάφορους τόνους. Λίγο πριν κλείσω πίσω μου την καγκελόπορτα του εξοχικού, ο τεράστιος σκύλος σηκώθηκε στα δυο του πόδια και με την τεράστια, σαν λαγάνα, γλώσσα του μου έγλειψε το πρόσωπο και με γέμισε παντού κιλά σάλιο, επιτείνοντας, με τον τρόπο αυτό, το δράμα μου.

Έφτασα στην Καλλιθέα κατά τις 11.30 μ.μ. και επί μία ώρα έψαχνα, απελπισμένος, σουβλατζίδικο, φαστ φουντ, ταβέρνα, κρασοπουλειό, κάτι τέλος πάντων, οτιδήποτε. Όλα κλειστά. Έκλαψα από τα νεύρα μου. Κλότσησα τοίχους. Μπήκα σπίτι κοπανώντας τις πόρτες. Οι δικοί μου έλειπαν, από μέρες, στην Κρήτη. Μπήκα στην κουζίνα. Άνοιξα το ψυγείο. Ένα μπουκάλι με νερό, μισό ξινισμένο εβαπορέ και 30 γραμμάρια πράσινο κεφαλοτύρι Αμφιλοχίας. Άνοιξα την κατάψυξη. Μια παγοθήκη με ένα παγάκι και λίγος μαϊντανός σε ένα διάφανο σακουλάκι. Άρχισα να ψάχνω τα ακόμα πιο άδεια ντουλάπια. Πρώτο, άδειο. Δεύτερο, άδειο. Τρίτο, τέταρτο… και… ξαφνικά… λίγο πριν την απόλυτη απελπισία… εκεί, στο πέμπτο, στο πιο ψηλό απ’ όλα… Εύρηκα!

Ένα σακουλάκι με χοντρό μακαρονάκι στεκόταν μπροστά στα μάτια μου, στο βάθος του μαγικού ντουλαπιού. Έμοιαζε με φιλέτο από μοσχαράκι Σαβοΐας 9 μηνών, ωριμασμένο για 45 μέρες. Έβρασα το μακαρονάκι σε καλά αλατισμένο νερό, καθάρισα και έτριψα και το απειροελάχιστο πλέον κεφαλοτύρι και ετοιμάστηκα να σκοτώσω τη θρυλική πείνα μου.

Και τότε, ένιωσα εκείνη τη γεύση. Εκείνη την τρομερή γεύση που με ακολουθεί ακόμα, 35 χρόνια μετά, σαν εφιάλτης διεστραμμένου υποσυνείδητου. Γεύση ζυμαρικών, βρασμένων σε σιρόπι από λευκή ζάχαρη, και πασπαλισμένων με αρπαγμένο κεφαλοτύρι Αμφιλοχίας. Η ίδια η κόλαση! Αν είχα μπροστά μου εκείνη τη στιγμή την τεράστια κατσαρόλα με τη θρυλική φασολάδα του Μάριου, του φαντάρου μάγειρα της 87’ ΣΤ’ ΕΣΣΟ της Β’ Πυροβολαρχίας του Αντιαεροπορικού Πυροβολικού, στο Καρλόβασι της Σάμου, από την οποία κανείς, ποτέ, δεν κατάφερε να φάει δεύτερη κουταλιά, θα έμπαινα μέσα γυμνός και θα έκανα μακροβούτια τρώγοντας ταυτόχρονα όλη εκείνη την αποτρόπαιη σούπα από όσπρια.

Πέταξα το πιάτο και το περιεχόμενο όλης της κατσαρόλας στο μαρμάρινο νεροχύτη και έπεσα με τα ρούχα στο κρεβάτι, στην απέλπιδα προσπάθειά μου να δώσω τέλος σε εκείνον τον εφιαλτικό Δεκαπενταύγουστο.

Στον ύπνο μου είδα τη Μαρία, ντυμένη σαν Παναγία, να με κοιτά με τα υγρά της, γαλανά μάτια, να μου ζητά διαρκώς συγγνώμη και να με ταΐζει, με ένα κουταλάκι του γλυκού, φρουτόκρεμα.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *