Επανάληψη θα βάλουμε σήμερα, ένα ακόμα από τα άρθρα της σειράς των οπωρικών. Είπα όμως να αλλάξω τον τίτλο του άρθρου για να γίνει πιο φανερό ποιο φρούτο (ή, ποια φρούτα) εννοούμε. Έτσι κι αλλιώς, έχουν περάσει εφτά χρόνια από το προηγούμενο εκείνο άρθρο, οπότε κάποιοι δεν θα το θυμάστε.
Μια από τις πιο παλιές πόλεις του μεσογειακού χώρου που κατοικούνται συνεχώς από την αρχαιότητα ως τα σήμερα, είναι κι η Δαμασκός, η πρωτεύουσα της Συρίας. Δαμασκός στα ελληνικά, Ντιμάσκ αλ-Σαμ στα αραβικά, Damas στα γαλλικά, πόλη που κάποτε ήταν ζηλευτή για τα πλούτη της και είχε δώσει τ’ όνομά της σε ένα σωρό περιζήτητα προϊόντα της, όπως είναι το δαμάσκο ύφασμα, πολύχρωμο μεταξωτό με αργυρά και χρυσά νήματα (damask στα αγγλικά), το δαμασκηνό ατσάλι, που διακρινόταν για την σκληρότητα και την αντοχή του ή το δαμασκί σπαθί, φτιαγμένο από δαμασκηνό ατσάλι αλλά και με ένθετα χρυσά ή αργυρά σχέδια.
Το σπαθί αυτό, που το λέγαν διμισκί ή ντιμισκί, ήταν περιζήτητο αν και βεβαια έπρεπε να ξέρεις να το κουμαντάρεις -όπως περηφανεύεται κάπου ο Μακρυγιάννης «τα σπαθιά των τα ντιμισκιά τα πήραν αυτείνοι οι ολίγοι με τις μαχαιρούλες».
Αλλά εδώ δεν κάνουμε ιστορία, ούτε γεωγραφία· ταξιδεύουμε στον κόσμο των οπωρικών, και το άρθρο αυτό είναι αφιερωμένο στο φρούτο από τη Δαμασκό, το δαμάσκηνο.
Είναι όμως ένα φρούτο το δαμάσκηνο ή μια οικογένεια; Τι γίνεται με τα κορόμηλα; Με τις μπουρνέλες ή βανίλιες; Πρόκειται για ποικιλίες που προέρχονται από πολύ συγγενικά δέντρα· εδώ θα τα εξετάσουμε όλα μαζί: και τα μοβ ελλειψοειδή μεσαίου μεγέθους (τα δαμάσκηνα), και τα μικρά στρογγυλά πράσινα ή κόκκινα ή κίτρινα (τα κορόμηλα), και τα μεγάλα στρογγυλά μοβ ή κίτρινα (μπουρνέλες ή βανίλιες), ακόμα και τους καρπούς της εικόνας, που εγώ δαμάσκηνα θα τα έλεγα, αλλά η ελληνική βικιπαίδεια τα θέλει κορόμηλα.
Ίδια ποικιλία ονομάτων είχαν και οι αρχαίοι. Στη βιβλιογραφία βρίσκουμε το κοκκύμηλον, που ίσως είναι η μπουρνέλα, το προύμνον, που ίσως είναι το κορόμηλο, το βράβυλον, το οποίο είναι κάποια άλλη παραλλαγή, και το δαμασκηνόν ή δαμάσκηνον, που αρχικά ήταν επίθετο, δαμασκηνά κοκκύμηλα, και μετά, όπως συχνά συμβαίνει, έγινε ουσιαστικό. Ότι τα δαμάσκηνα της Δαμασκού τα ξέραιναν από τότε, μας το λέει ο Διοσκουρίδης, στην ενότητα που αφιερώνει στα κοκκύμηλα: τῶν δὲ Συριακῶν καὶ μάλιστα τῶν ἐν Δαμασκῷ γεννωμένων ὁ καρπὸς ξηρανθεὶς εὐστόμαχος καὶ κοιλίας σταλτικός. Δεν αποκλείεται βέβαια η λέξη κοκκύμηλα να χρησιμοποιήθηκε για περισσότερες από μία ποικιλίες· ο Ιππώναξ τον 6ο αιώνα π.Χ. μιλάει για «στέφανον κοκκυμήλων και μίνθης», από μικρούς καρπούς επομένως, κορόμηλα μάλλον, αλλά δυο αιώνες αργότερα, ο κωμικός Άλεξις παρομοιάζει το πρόσωπο ενός αποπληκτικού με βραστή γεμιστή σπλήνα ή με «κοκκυμήλων σπυρίδα πεπόνων», δηλαδή πανέρι με ώριμα (πρόκειται το επίθετο πέπων, όχι το πεπόνι!) κοκκύμηλα, που εδώ μάλλον οι μπουρνέλες θα είναι.
Το προύμνον, που είπαμε πιο πάνω, πέρασε στα λατινικά ως prunus, το οποίο έδωσε στη συνέχεια, από διαφορετικούς δρόμους, τo γαλλικό prune και το αγγλικό plum. Οι άγγλοι έχουν και το prune, αλλά το χρησιμοποιούν για τα ξερά δαμάσκηνα μόνο, ενώ το plum είναι για τα νωπά. Πάντως, και στα αγγλικά υπάρχει αρκετό μπέρδεμα με τις ονομασίες των καρπών της οικογένειας.
Στον βυζαντινό Πωρικολόγο εμφανίζεται ο πρωτονοβελίσιμος Δαμάσκηνος, σε μια από τις πρώτες θέσεις της οπωρικής ιεραρχίας. Άλλο όνομα καρπού της οικογένειας (κορόμηλα κτλ) δεν εμφανίζεται. Νωρίτερα όμως, ο Πτωχοπρόδρομος πεθυμάει δαμασκηναπιδόμηλα, δαμάσκηνα κροκάτα, τα λέγουν Ανατολικά, τα λέγουν λαγηνάτα. Τα δαμασκηναπιδόμηλα δεν είναι κάποια εξωτική τριπλή διασταύρωση καρπών, είναι συλλογική ονομασία, όπως λέμε μαχαιροπίρουνα. Τα κροκάτα, τα ανατολικά και τα λαγηνάτα είναι ονομασίες που δεν ξέρουμε σε ποια σημερινή ποικιλία αντιστοιχούν, αν και ασφαλώς τα λαγηνάτα θα ήταν μακρουλά –ο Κοραής τα ταυτίζει με τα βαρδάσια.
Το δαμάσκηνο δεν πολυκαλλιεργήθηκε στα μέρη μας (με εξαίρεση τη Σκόπελο) αλλά έχει παρουσία στη φρασεολογία μας, στην παροιμιώδη φράση Άγουρα δαμάσκηνα και πικρές ελιές, που λέγεται για ανάξια λόγου πράγματα. Αυτή είναι η παραλλαγή που καταγράφεται στις παροιμίες του Ν. Πολίτη, ενώ νεότερη παραλλαγή, που έγινε και τίτλος εκπομπής του Χάρρυ Κλυνν, είναι Πράσινα δαμάσκηνα και ψιλές ελιές. Πάντως, πρέπει να υπάρχει και κάποιο σεξουαλικό υπονοούμενο, αν σκεφτούμε ότι ο Πολίτης καταγράφει και δεύτερο στίχο Άγουρα δαμάσκηνα και πικρές ελιές / τα κρυφομιλήματα είν’ άσκημες δουλειές, που σχεδόν ολόιδιος βρίσκεται στο ρεφρέν τραγουδιού του Απόστολου Καλδάρα. Μια άλλη παροιμία που καταγράφει ο Πολίτης είναι του εχθρού σου δος δαμάσκηνα, του φίλου σου απίδια, ίσως επειδή το δαμάσκηνο προκαλεί κοιλιακά. Γενικά δεν έχει καλή μεταχείριση στην παροιμιολογία μας το δαμάσκηνο!
Μετά το δαμάσκηνο ας πάμε στο κορόμηλο. Η ετυμολογία του δεν είναι βέβαιη, ίσως προέρχεται από το ορόμηλον (αμάρτυρος τύπος, αλλά βρίσκουμε το ορομηλίς) με διασταύρωση με το κοκκύμηλον, ίσως πάλι από το (αμάρτυρο επίσης) καρυόμηλον. Για το κορόμηλο υπάρχει η πασίγνωστη φράση «κορόμηλο το δάκρυ» που τη λέμε όταν κάποιος κλαίει ασταμάτητα. Πρόκειται βέβαια για στερεότυπη υπερβολή, όπου το μέγεθος των δακρύων δηλώνει την ένταση ή τη διάρκεια του κλάματος.
Στην Κέρκυρα και στην Ήπειρο τα κορόμηλα τα λένε κούμπουλα. Η λέξη πρέπει να προέρχεται από το κοκκύμηλα. Στα Οπωροφόρα της Αθήνας, ο Σωτήρης Δημητρίου, που είναι από την Ήπειρο, κάνει λόγο για κουμπουλιές και μετά εξηγεί, κορομηλιές. Υπάρχει και παροιμία, στα μέρη εκείνα, «Άλλο το κούμπουλο και άλλο το δαμάσκηνο», που λέγεται για πράγματα που δεν είναι ίδια.
Μια ποικιλία από κορόμηλα είναι και τα τζάνερα. Ο Μένος Φιλήντας, ο μεγάλος εμπειρικός γλωσσολόγος, είχε προτείνει ετυμολογία από το «διάνερα», επειδή πράγματι τα τζάνερα είναι όλο νερό. Όμως, η λέξη στην πραγματικότητα έχει τουρκική αρχή από το caneriği, που είναι μια ποικιλία πράσινων κορόμηλων, αλλά θα πει κατά λέξη «κορόμηλο της ψυχής»! (can είναι η ψυχή). Αρχικά, η ελληνική λέξη ήταν τζανερίκι, η οποία και σήμερα υπάρχει σε διαλέκτους (και με παραλλαγές, όπως τζερνίκι) αλλά το –ίκι θεωρήθηκε υποκοριστικό επίθημα κι έτσι προέκυψε το τζάνερο. Ο Σουρής σε έναν στίχο του λέει για κάποιον που έχυνε δάκρυα φριχτά «που το καθένα ήτανε σαν τζάνερο».
Το κορόμηλο είναι συχνά ξινό, όταν δεν είναι στον καιρό του. Υπάρχει η παροιμία «Ο γονιός τρώει το τζάνερο και το παιδί μουδιάζει», που είναι παραλλαγή του βιβλικού «οι πατέρες έφαγον όμφακα και οι οδόντες των τέκνων ημωδίασαν». Ο Δημ. Λουκάτος έχει μελετήσει εξαντλητικά τη φράση αυτή, ίσως κάποτε αφιερώσω άρθρο στη μονογραφία του.
Όπως είδαμε, στα τούρκικα το κορόμηλο είναι ερίκ, λέξη που έχει κι αυτή περάσει στα ελληνικά, ως ερίκια· αλλού λέγονται έτσι τα κορόμηλα γενικώς, αλλού μια ποικιλία τους.
Όσο για τις μπουρνέλες, είναι δάνειο από το ιταλ. prunella, που ανάγεται στο λατινικό prunus. Και επειδή αυτό έχει ελληνική αρχή, από το προύμνον, η μπουρνέλα είναι αντιδάνεια λέξη. Οι βανίλιες λέγονται έτσι από το άρωμά τους. Ίσως κάποτε λεξιλογήσουμε για τη λέξη αυτή -προς το παρόν βάζω, σαν ενθύμιο, μια φωτογραφία που είχε βάλει στο παλιό μας άρθρο του 2015 ο μακαρίτης ο φίλος μας ο Γς, με βανίλιες και άλλα κορομηλοειδή. Μαθαίνω επίσης ότι στην Κύπρο τις βανίλιες τις λένε φορμόζες.
Αν ζαλιστήκατε από τις πολλές ονομασίες και τις πολλές παραλλαγές των δαμάσκηνων και των κορόμηλων, μάθετε ότι ακόμα δεν τελειώσαμε. Σε κάποιες περιοχές τα κορόμηλα λέγονται και αβράμηλα, που ίσως ετυμολογείται από τα αρχαία βράβυλα, στη Χίο πάλι τα λένε νεράμπουλα· μια παλιά ονομασία που δεν ξέρω αν χρησιμοποιείται ακόμα είναι τα βαρδάσια, ενώ υπάρχουν και οι ρεγκλότες, που είναι εξελληνισμός της εκλεκτής γαλλικής ποικιλίας Reine-Claude, που πήρε το όνομά της από την «καλή βασίλισσα» Κλοντ (1499-1524), κόρη του Λουδοβίκου του ΙΒ’ και συζύγου του Φραγκίσκου του Α’ της Γαλλίας, που πέθανε στα εικοσπέντε της χρόνια, αλλά κέρδισε την αθανασία χάρη στα πράσινα γευστικά δαμάσκηνα.
Μια άλλη γαλλική ποικιλία, με καρπούς μικρούς, κιτρινωπούς και πολύ αρωματικούς, που μόνο στη Λωρραίνη της Γαλλίας καλλιεργούνται, είναι οι μιραμπέλες, που πιθανόν να έχουν ελληνική αρχή, ετυμολογικά εννοώ, μια και ίσως το γαλλικό mirabelle να ανάγεται στο ελληνικό μυροβάλανον. Τέλος, οι τυχεροί που έχουν επισκεφτεί τη Σαμοθράκη θα έχουν γνωρίσει τα πράουστα, που είναι η ντόπια ποικιλία κορόμηλων. Πολύ πιθανό να ξέρετε κι άλλα ονόματα, περιμένω να τα προσθέσετε.
Από τα δαμάσκηνα (και τις διάφορες παραλλαγές τους) φτιάχνουν στη βορειότερη από εμάς Ευρώπη πολλά αποστάγματα, σαν τη σλιβοβίτσα των σερβοκροατών ή τα διάφορα vieille prune των Γάλλων. Κι εδώ στη Λοθαριγγία υπάρχει eau de vie (νερό της ζωής, δηλ. απόσταγμα) μιραμπέλας. Επίσης, τα δαμάσκηνα κυκλοφορούν πολύ και ξερά, ενώ μπορεί κανείς να βρει και ξεραμένο πολτό από δαμάσκηνα, σε φύλλα, που τον λένε πεστίλι.
Ο Γιώργος Θεοτοκάς στον βιωματικό Λεωνή του θυμάται πως στην Πόλη η παράγκα του Δημοτικού Κήπου πουλούσε, εκτός από σοκολάτες και ξηρούς καρπούς, και πράσινα κορόμηλα: «Δέκα κορόμηλα μια δεκάρα, αν παζάρευες μπορεί να έπαιρνες και έντεκα, το βράδυ αρρωστούσες λιγάκι, μα άξιζε ο κόπος». Άλλοτε οι συνέπειες ήταν πιο σοβαρές. Σε μιαν επιδημία χολέρας, ο Σουρής παροτρύνει ειρωνικά τους Αθηναίους:
Εάν υγείαν θέλετε, καλοί μου πατριώται,
και φόβο νά μήν έχετε καθόλου της χολέρας,
κορόμηλα, βερύκοκα και τζάνερα νά τρώτε,
όσο μπορείτε πιο πολλά τετράκις της ημέρας.
Την εποχή του ραδιενεργού νέφους του Τσερνόμπιλ, που είχε έρθει στα μέρη μας Μάη μήνα, θα θυμάστε ότι οι μπουρνέλες και τα κορόμηλα ήταν από τα πρώτα που έπρεπε να αποφεύγει κανείς. «Κανείς δεν πέθανε από τα κορόμηλα», έλεγε κάποιος γνωστός μου, αλλά έπεφτε έξω: ο αγωνιστής του 21 Παναγιώτης Κάλλας ή Τσοπανάκος (1789-1825), γνωστός για τα αυτοσχέδια ποιήματα με τα οποία εμψύχωνε τους πολεμιστές, καθώς πήγαινε στη Δημητσάνα με το άλογο που μόλις του είχε χαρίσει ο Νικηταράς, έφαγε στο δρόμο πάρα πολλά κορόμηλα, έπαθε δυσεντερία και, όπως ήταν ασθενικής κράσης, πέθανε.