Κωνσταντία Σωτηρίου, Brandy sour, Πατάκης, Αθήνα 2022.
Εξαιρετικά ενδιαφέρον στοιχείο της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής είναι η περίπτωση αξιόλογων Κυπρίων λογοτέχνιδων που κάνουν δυναμικά την εμφάνισή τους τόσο με τη λογοτεχνική ποιότητα των έργων τους όσο και με τους ευρηματικούς τρόπους διαχείρισης ζητημάτων συλλογικής μνήμης. Η πρόσφατα βραβευμένη με Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος Λουίζα Παπαλοΐζου όσο και οι Νάσια Διονυσίου και Κωνσταντία Σωτηρίου μάς έχουν προσφέρει λογοτεχνικά έργα που θίγουν πτυχές της σύγχρονης Κυπριακής ιστορίας είτε μέσα από μια έμφυλη προσέγγιση (περίπτωση Σωτηρίου) είτε ανασύροντας από τη λήθη αποσιωπημένα τραυματικά γεγονότα (περίπτωση Διονυσίου). Η δική τους ορμητική παρουσία συνιστά ένα μείζον λογοτεχνικό γεγονός που μεταστρέφει τα βλέμματα από την πρόσφατη ελλαδική λογοτεχνική παραγωγή του ιδιωτικού σε μια πιο σύγχρονη προσέγγιση όπου το ατομικό συμπλέκεται με το συλλογικό σε συνθήκες μεταιχμιακές και ανασύρει ερωτήματα για το πώς διαμορφώνεται η υποκειμενικότητα σε συνθήκες ραγδαίων ιστορικών μεταβολών. Αν θυμηθούμε τη φράση του Μπαχτίν ότι «Κάθε βιβλίο είναι λογοτεχνικά σημαίνον σε έναν αμοιβαίο, ενεργητικό και έντονο προσδιορισμό με την πραγματικότητα», μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα την επίδραση που ασκούν οι Κύπριες λογοτέχνιδες στην ανάσυρση πτυχών της Κυπριακής ιστορίας, μέσα από τη δική τους ματιά, που σαφώς διαφέρει από τη ματιά των ελάχιστων Ελλαδιτών συγγραφέων που επίσης ασχολήθηκαν με το τραύμα της Κύπρου, όπως ο Βασίλης Γκουρογιάννης.
Το Brandy sour, «μυθιστόρημα σε είκοσι δύο δωμάτια», όπως αναγράφεται στο εξώφυλλο, της Κωνσταντίας Σωτηρίου είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της λογοτεχνικής παραγωγής. Με μια έντεχνη αποστασιοποίηση του αφηγητή καταγράφει, σχεδόν διαπιστωτικά, γεγονότα που συνδέονται με την κατασκευή, λειτουργία, ακμή και παρακμή του εμβληματικού ξενοδοχείου Ledra Palace στη Λευκωσία. Η γραφή μεταστοιχειώνεται σταδιακά στο σώμα του ίδιου του ξενοδοχείου όπου φιλοξενούνται είκοσι δύο πρόσωπα, είκοσι δύο αφηγήσεις περιστατικών που συνδέονται όχι μόνο με τη ζωή εντός του ξενοδοχείου αλλά και με πτυχές της πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής και πνευματικής ζωής της Κύπρου από τη δεκαετία του 1950 έως και σήμερα. Κάθε «δωμάτιο», κάθε κεφάλαιο δηλαδή, τιτλοφορείται με την ιδιότητα του/της ενοίκου ή του επισκέπτη/-τριας του αλλά και με ένα ποτό ή αφέψημα (δυόσμος, τσάι λεβάντα, ζιβανία κ.ά.) που συνδέεται με τη γεύση που σου αφήνει η συγκεκριμένη αφήγηση. Εικόνες γευστικές, οσφρητικές, οπτικές αλλά και ακουστικές (τα αηδόνια στις Πλάτρες κι όχι μόνο…) βρίσκονται διάχυτες σε κάθε κεφάλαιο-«δωμάτιο». Η γραφή στακάτη, μικροπερίοδη με σαφή τη μέριμνα για τον ρυθμό και ένα κατακτημένο προσωπικό ύφος που αναδεικνύει τη λεπτή ειρωνεία, τον πικρό σαρκασμό, την εσωτερικευμένη θλίψη αλλά και τη διάθεση να μην αφεθούν όλα στη μοίρα τους.
Στην προμετωπίδα του βιβλίου μάς υποδέχεται η φράση της Ελληνίδας κοινωνικής ψυχολόγου Λίμπυ Τατά Αρσέλ «Το τραύμα έχει πάντα μια πατρίδα, ένα χωριό, μια χώρα, ένα σπίτι» από το σημαντικό έργο της Με τον διωγμό στην ψυχή (Κέδρος 2014), στο οποίο παρουσιάζει την πορεία ζωής της προσφύγισσας μητέρας της από το Τσαταρλί της Περγάμου, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το διαγενεαλογικό τραύμα του ξεριζωμού μεταβιβάζεται έως και την τρίτη γενιά. Η ίδια η Αρσέλ έγραψε ως εκπρόσωπος της δεύτερης γενιάς προσφύγων/-ισσών, όπως είναι και η Κωνσταντία Σωτηρίου. Μόνο που η Αρσέλ έγραφε την επιστημονική μελέτη της μέσα από την απόσταση της μόνιμης διαμονής της στη Δανία, ενώ η Σωτηρίου γράφει τα λογοτεχνικά κείμενά της στη Λευκωσία, σε έναν τόπο διαιρεμένο, στην τελευταία ευρωπαϊκή πόλη που τη χωρίζουν οδοφράγματα. Με την προμετωπίδα αυτή, η συγγραφέας μάς καθιστά σαφές ότι το τραύμα, η χαίνουσα πληγή θα βρίσκεται υποδόρια κάτω από το σώμα της αφήγησης ως χρόνια πάθηση που αναζητά εναγωνίως την ίαση.
Ο χώρος δράσης του μυθιστορήματος είναι, κατά κύριο λόγο, το τοπόσημο του Λήδρα Πάλας, σημείο διέλευσης της Πράσινης Γραμμής πλέον που ελάχιστα θυμίζει τις ανέφελες ημέρες των αρχών της δεκαετίας του ΄50, όπως αυτές αναπαρίστανται στο εξώφυλλο του βιβλίου. Παρακολουθούμε τη σταδιακή μετατροπή του από ένα ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό δημιούργημα που συνιστά ορόσημο για την αλλαγή των ηθών στην κυπριακή κοινωνία σε έναν τόπο δράσης και ιστορικής μνήμης όπου συνεκδοχικά μπορούμε να παρακολουθήσουμε την πορεία του Κυπριακού Ζητήματος. Αν και σημαντικές προσωπικότητες έχουν παραβρεθεί ή φιλοξενηθεί εκεί, εμφανίζονται στο κείμενο μόνο με την ιδιότητά τους («Αρχιεπίσκοπος»-Μακάριος ή «Ποιητής»-Σεφέρης). Επώνυμοι, όμως, είναι οι απλοί άνθρωποι που κινούνται εντός ή πέριξ του ξενοδοχείου και δεν έχουν καταγραφεί στις δέλτους της Ιστορίας. Θυρωροί, καμαριέρες, αντάρτες της ΕΟΚΑ, κομπάρσοι, δημοσιογράφοι. Κύπριοι, Ελλαδίτες, Αρμένιοι, Τούρκοι, Βρετανοί. Δεν έχει σημασία η ταξική ή εθνική προέλευση. Σημασία έχει ότι βρίσκονται στον τόπο όπου διαδραματίζεται όχι μόνο η λογοτεχνική δράση αλλά και η ιστορική. Όπως δεν έχει σημασία αν θα παραγγείλεις «ελληνικό» ή «τούρκικο» ή «κυπριακό» καφέ. Η γεύση και η επίγευση είναι ίδια…
Ο χρόνος δράσης εκκινεί από τις παραμονές της ίδρυσης του Λήδρα Πάλας έως και τη σύγχρονη εποχή της «πράσινης γραμμής» και των «ΟΗΕδων». Το εμβληματικό ξενοδοχείο, ως ζων οργανισμός, «γεννιέται» «ακμάζει» αλλά και «γερνά» εγκαταλελειμμένο , παραμένοντας διαρκώς ένα σύμβολο των ιστορικών εξελίξεων όχι μόνο στην πόλη της Λευκωσίας αλλά όλων των εξελίξεων που σχετίζονται με την πορεία του Κυπριακού Ζητήματος. Είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό το γεγονός ότι όλο αυτό το πολυσύνθετο και ιστορικά πλούσιο υλικό προσφέρεται στον/ στην αναγνώστη/ -τρια μέσα από τη λογοτεχνική τροπικότητα και με έναν πολύ ενδιαφέροντα από άποψη τεχνικής, τρόπο. Κάθε κεφάλαιο μπορεί να διαβαστεί ως ξεχωριστό διήγημα. Επίσης, στο τέλος κάθε κεφαλαίου μάς δίνεται με ευρηματικό τρόπο η συνταγή του ποτού ή αφεψήματος που συνιστά στοιχείο της ατμόσφαιρας του κειμένου. Κάθε συνταγή συνοδεύεται με σύντομο, γλυκόπικρο σχόλιο, όπως είναι και η γεύση του ποτού της πρώτης ιστορίας από την οποία αντλείται και ο τίτλος του βιβλίου, δηλαδή του Brandy Sour.
Το μυθιστόρημα της Κωνσταντίας Σωτηρίου, ακολουθώντας τους κανόνες της λογοτεχνικής ποιητικής, μας προσφέρει μια καλειδοσκοπική ματιά της πρόσφατης οδυνηρής ιστορίας της Κύπρου. Η ίδια, γεννημένη το 1975, δεν έχει βιώσει τα τραγικά γεγονότα. Ωστόσο, το τραύμα, ως βιωμένη μνήμη, βρίσκεται διάχυτο στο έργο της. Το αγγίζει με την παραμυθητική λειτουργία της γραφής της ώστε, μέσω της επούλωσης, να επέλθει –ίσως– η συμφιλίωση, κάτι που είναι ιδιαίτερα ορατό στο κεφάλαιο «Δυόσμος-Ο Δήμαρχος». Σε κανένα κεφάλαιο δεν παρατηρείται εκτροπή σε ρηχό συναισθηματισμό ή σε καταγγελτικό τόνο. Η αποστασιοποίηση που προσώπου που αφηγείται συνιστά ένα εργαλείο που επιτρέπει να αναδειχθεί η έκκεντρη ματιά και ο υπόγεια σκωπτικός τόνος για τις αποφάσεις που ελήφθησαν εκτός του νησιού, αλλά καθόρισαν την τύχη του.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με τον Kosik, κάθε έργο τέχνης, εν προκειμένω έργα του λογοτεχνικού πεδίου, αποτελεί τόσο έκφραση της πραγματικότητας όσο και διαμορφωτικό παράγοντα αυτής, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η πρόσφατη λογοτεχνική παραγωγή των Κυπρίων λογοτέχνιδων, διαμορφώνει μια νέα πραγματικότητα στα εκδοτικά πράγματα της Ελλάδας. Οι Κύπριες ανασύρουν γεγονότα από την επιβεβλημένη λήθη, επιλέγουν συχνά την έμφυλη οπτική, πειραματίζονται με καινοφανείς αφηγηματικές τεχνικές, δεν φοβούνται να γράψουν στη διάλεκτό τους, αν το κρίνουν αναγκαίο. Εν ολίγοις, έχουν πλούσιο ιστορικό υλικό που δεν διστάζουν να το αφηγηματοποιήσουν και, κυρίως, δεν διστάζουν να νοηματοδοτήσουν εκ νέου το παρελθόν τους μέσα από μια ματιά ιδιαίτερα ευαίσθητη κοινωνικά. Ο λόγος τους συνδέει διαρκώς το ατομικό με το συλλογικό, επιβάλλοντας με τη λογοτεχνική του αξία τη συμπερίληψη στην παραγωγή δημόσιου λόγου στην Ελλάδα και το θέμα της Κύπρου. Στο πλαίσιο αυτό το Brandy sour της Σωτηρίου μάς καλεί να επισκεφτούμε κάθε «δωμάτιο» του Λήδρα Πάλας, να γευτούμε ποτά και αφεψήματα αγαπητά στην Κύπρο και κυρίως να γευτούμε την γλυκόπικρη γεύση που αφήνει η επίσκεψη όχι μόνο στη διαιρεμένη πόλη της Λευκωσίας αλλά κυρίως η γνωριμία με τις προσωπικές αφηγήσεις των προσώπων που είναι φορείς όχι μόνο της ατομικής αλλά και της συλλογικής μνήμης του τόπου.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του όγδοου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]