ceb3ceb9ceb1 cf84cebf ceb2ceb9ceb2cebbceafcebf cf84cebfcf85 ceb3ceb9ceaccebdcebdceb7 cf80ceb1cf80ceb1cebacf8ecf83cf84ceb1 ceb4ceb7

Γιάννης Παπακώστας, Δημήτριος Βικέλας – Σαιντ Ιλαίρ – Αντόνι Ρουβιό – Εμίλ Λεγκράν. Το βιβλίο ως μέσο διαπολιτισμικής επικοινωνίας, Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, Αθήνα 2022, σελ. 465.

Cover PAPAKOSTASΤο νέο βιβλίο του Γιάννη Παπακώστα με τίτλο τα τέσσερα εμβληματικά ονόματα στον χώρο των Γραμμάτων Δημήτριος Βικέλας – Σαιντ Ιλαίρ – Αντόνιο Ρουβιό – Εμίλ Λεγκράν και συνοδευτικό υπότιτλο «Το βιβλίο ως μέσο διαπολιτισμικής επικοινωνίας» αποτελεί ένα μνημειώδες απόκτημα, ένα έργο αναφοράς για κάθε επιστήμονα.

Όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας στον Πρόλογό του, το ερέθισμα για το εγχείρημα ήταν το εκτενές διήγημα του Δημητρίου Βικέλα Λουκής Λάρας, το οποίο, αμέσως μετά την έκδοσή του το 1879 στη Αθήνα, μεταφράστηκε σε δέκα διαφορετικές ευρωπαϊκές γλώσσες, εκ των οποίων δύο μέσα στον ίδιο χρόνο, η μία στο Παρίσι από τον μαρκήσιο ντε Σαιντ Ιλαίρ και η άλλη στο Αμβούργο από τον Βίλχεμ Βάγνερ. Ήταν η πρώτη φορά που ελληνικό λογοτεχνικό βιβλίο βρήκε τόσο μεγάλη απήχηση όχι μόνο στο εξωτερικό, όπου παράλληλα προβαλλόταν και η χώρα μας, αλλά και στο εσωτερικό της.

Ενδεικτικές και οι μαρτυρίες των Κωστή Παλαμά και Γεωργίου Δροσίνη, οι οποίοι ομόφωνα αποφάνθηκαν ότι «εις τον Βικέλαν επεφυλάσσετο η τιμή να δώση το σύνθημα» για τη συγγραφή διηγήματος, τάση προς την οποία, όπως τόνισε σε γνωστό έργο του και ο Παπακώστας, συνέβαλε αισθητώς και ο διαγωνισμός που προκήρυξε η Εστία το 1833, δίνοντας έτσι ώθηση στη στροφή των συγγραφέων προς το διήγημα. Μέχρι τότε γράφονταν μόνο μυθιστορήματα. Δείγμα τούτου ήταν το Αμάρτημα της μητρός μου του Γεωργίου Βιζυηνού, ακολούθησε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης με τον Χρήστο Μηλιώνη και άλλοι. Έτσι γεννήθηκε «εν λογοτεχνικόν είδος νέον», με το οποίο ασχολήθηκαν και αναδείχτηκαν σημαντικοί πεζογράφοι της γενιάς του 1880.

Ας προστεθεί εδώ και η πληροφορία ότι για πρώτη φορά ελληνικό λογοτεχνικό έργο μεταφράστηκε και στην Ιβηρική χερσόνησο, ειδικότερα στη Βαρκελώνη, πρώτα στα καταλανικά από τον ελληνιστή καθηγητή Αντόνι Ρουβιό Λιούκ και στη συνέχεια στα ισπανικά από συνεργάτη του. Τούτο στάθηκε η αφορμή ώστε μεταξύ των δύο λογίων, Βικέλα και Ρουβιό, να ανοιγεί μια μακρά αλληλογραφία, η οποία διήρκεσε δεκαεφτά χρόνια, όπου ο Ρουβιό δεν παύει να εκφράζει την αγάπη του για τη χώρα μας. Παρέχει επίσης την πληροφορία ότι «Μεταξύ των ξένων φιλολογιών ολίγαι είνε τόσον άγνωστοι εις την Ισπανίαν όσον η νεωτέρα ελληνική». Ενδεικτικός και ο ανυπόκριτος θαυμασμός τους:

Τὴν Ἑλλάδην ἐθαύμασα καὶ ἠγάπησα,
Καὶ τοὺς Ἑλλήνους τιμῶ ὡς ἄλλους συμπατριώτας μου.

Ας μην ξεχνάμε ότι ο Βικέλας, εκτός από το Λονδίνο, έζησε για είκοσι περίπου χρόνια και στο Παρίσι, όπου του δόθηκε η δυνατότητα να συνδεθεί και με τους ευρύτερους πνευματικούς κύκλους. Ανάμεσά τους και ο ευρύς κύκλος της Ιουλιέτας Αδάμ-Λαμπέρ, γνωστής λογίας, η οποία μέσω του περιοδικού της Νouvelle Revue πρόβαλλε διαρκώς τα ελληνικά γράμματα και τον Ελληνισμό γενικότερα. Είναι το περιοδικό όπου, σε μετάφραση Βικέλα, το 1883 δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά και το διήγημα Το αμάρτημα της μητρός μου του Γεωργίου Βιζυηνού. Στο αρχείο Βικέλα, σώζονται 130 επιστολές της Λαμπέρ και 243 του Σαιντ Ιλαίρ, ο οποίος θεωρούσε την Ελλάδα «πνευματική του πατρίδα», όπως μας πληροφορεί ο Παπακώστας.

Το ιδιαιτέρως ενδιαφέρον στην υπόθεση είναι ότι με το βιβλίο του καθηγητή Παπακώστα έρχονται στο φως άγνωστες πλευρές και για ένα έργο υποδομής, όπως είναι η Ιονική Βιβλιογραφία (1910), με την οποία συνδέεται το όνομα του Γάλλου Ελληνιστή Εμίλ Λεγκράν και του συνεργάτη του Υμπέρ Περνό, στην οργανωμένη έρευνα των οποίων συνέβαλαν και αρκετοί Έλληνες λόγιοι. Είναι η δίτομη Βιβλιογραφία, που ήρθε ύστερα από ένα άλλο έργο, από το ενδεκάτομο, μεγαλεπήβολο έργο του Λεγκράν, την Ελληνική Βιβλιογραφία, έργο πολύτιμο για τα ελληνικά γράμματα και τους ερευνητές. Είναι το έργο για το οποίο ο ακούραστος ερευνητής, με βάση άγνωστο αρχειακό υλικό, το 2011, από τις εκδόσεις του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών, στις οποίες, για αρκετά χρόνια υπήρξε και Γενικός Φιλολογικός Επόπτης, εξέδωσε πρωτότυπον, ογκώδη, εξ επτακοσίων σελίδων τόμο με τον τίτλο Ο Εμίλ Λεγκράν και η Ελληνική Βιβλιογραφία, το οποίο βρήκε σημαντική ανταπόκριση από τους επιστημονικούς φιλολογικούς κύκλους.

Εξάλλου, από το αρχείο Περνό ήρθε στο φως και ένα άγνωστο έως τώρα χειρόγραφο, ένα αυτοβιογραφικό κείμενο, το οποίο ανήκει στον Ιωαννίτη λόγιο Ν. Γ. Δόσιο, ο οποίος, μετά τις φιλολογικές σπουδές του σε γερμανικά πανεπιστήμια, το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το διήνυσε στη Ρουμανία και ειδικότερα στο Ιάσιο ως φιλόλογος σε ελληνικά γυμνάσια και στη συνέχεια, συνταξιούχος πλέον, στο Παρίσι. Στη Ζωσιμαία Σχολή της ιδιαίτερης πατρίδας του, τα Ιωάννινα, ο Δόσιος δίδαξε μόνο έναν χρόνο. Λόγω της στενής παρακολούθησής του από τους Τούρκους, με τη βοήθεια Ευρωπαίου προξένου, αναγκάστηκε να δραπετεύσει νύκτωρ.

Είναι ο ερευνητής που έφερε στο φως το χειρόγραφο της ποιητικής συλλογής του Ανδρέα Κάβου Η Λύρα (1824), το οποίο εντόπισε στη βιβλιοθήκη της Αγίας Ζενεβιέβης στο Παρίσι. Στο Παρίσι επίσης ανεύρε και το Ελληνο-Αλβανικό Λεξικό, το οποίο είχε εκπονήσει ο Μάρκος Μπότσαρης σε ηλικία δεκαεννέα ετών στην Κέρκυρα για να διευκολύνει την επικοινωνία του Γάλλου προξένου, λόγιου και περιηγητή Φρανσουά Πουκεβίλ με τον Αλή Πασά στα Γιάννινα. Πρόκειται για έναν πολύ σημαντικό λόγιο, ο οποίος από τη Ζωσιμαία Σχολή μετέβη στην Αθήνα και, παρακινούμενος από τον Λέοντα Μελά, στράφηκε στη Φιλολογία «προς ην και ιδιαιτέραν κλίσιν εδείκνυεν ο νεαρός Ιωαννίτης».

Ο Παπακώστας είναι αυτός που για πρώτη φορά, ύστερα από έναν περίπου αιώνα, έφερε στη δημοσιότητα αρκετές ανεξερεύνητες πλευρές της πνευματικής δραστηριότητας του Δόσιου σχετικές με τον εκεί ανθίζοντα Ελληνισμό όχι μόνο στο εμπόριο αλλά και στα γράμματα. Οι Αυθεντικές Ακαδημίες, όπου επί ενάμισυ περίπου αιώνα έως το 1821, δίδαξαν γνωστοί Διδάσκαλοι του Γένους, όπως ο Νικηφόρος Θεοτόκης, ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Μοισιόδαξ και τόσοι άλλοι είναι κάποιες από αυτές. Επισήμανε επίσης και λανθάνουσα καταγραφή του Δόσιου με αντικείμενο ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον θέμα, όπως είναι οι «Επιτύμβιες Επιγραφές», πολλές από τις οποίες τις κατέγραψε και τις εκτύπωσε υπό τον γενικό τίτλο Studii Greco-Romane.

Από τη σειρά αυτή παραθέτω το ακόλουθο επίγραμμα, το οποίο ο ερευνητής μετέγραψε, μετέφρασε και αξιοπρόσεκτα το σχολίασε με έγκυρο φιλολογικό τρόπο. Καταχωρίζεται στις σελίδες 190-193 του έργου του και είναι το ακόλουθο:

Ὁρᾷς νεκρὸν τόνδε, οὗ καταστάζω δάκρυ;
Τοῦτον γ’ ἔτεκον, κἄφερον ἐπ’ ὠλέναις.
Ἀλλ’ οἴμ’, οἴμ’ οὐκέτι ἐγώ σοι μήτηρ
Ἰωάννη μοι, χρυσόμορφόν μοι τέκνον,
Κλεινοῦ πατρός, Γρηγορίοιο Βόδα
Καλλιμάχου, ὃς αὖθις ἄρχει Δακίοις
Ἐμοί τε Δόμνης, ἥγ’ Ἑλένη ἀκούω
Μαυροκορδάτιον ἕλκουσα σειρὰν γένους
Αἴ αἴμοι, μοι γλυκὺ τέκνον τέτρωμαι, σπλάχνα
Σοῦ στερηθεῖσα ἆρ’ εἰσέτι βιώσω;

Και η απόδοση:

Βλέπεις ετούτο τον νεκρό, που γι’ αυτόν τα δάκρυά κυλάνε;
Εγώ τον γέννησα και στην αγκαλιά μου τον εκράτησα.
Αλίμονό μου, παιδί μου χρυσοπόρφυρο,
Από πατέρα ένδοξο, τον Γρηγόριο Βόδα,
γιο του Καλλλιμάχου, που και πάλι τη Δακία κυβερνά,
κι από μητέρα εμένα κόρη της Δόμνα, Ελένη τ’ όνομά μου,
που η καταγωγή μου είναι απ’ των Μαυρικορδάτων τη γενιά.
αλίμονο παιδί μου, τα σωθικά μου μάτωσαν
Και πώς θα ζήσω τώρα πια που έχασα εσένα;

Αλλά το βιβλίο δεν συνδέεται μόνο με τον συγγραφέα και τον εκδότη. Συνδέεται και με τα Τυπογραφεία, με τα μέσα δηλαδή παραγωγής του βιβλίου, που αποτελούν και την αθέατη πλευρά. Είναι η πλευρά στη διερεύνηση της οποίας ο Παπακώστας αναφέρεται αναλυτικά. Και τούτο γιατί το βιβλίο μαζί με τον περιοδικό και ημερήσιο τύπο συνιστά εκ των ων ουκ άνευ πολιτισμικό αγαθό και αντικατόπτρισμα της πνευματικής ζωής. Είναι αυτό που συνέβαλε στη γέννηση του βιβλίου, της εφημερίδας, του περιοδικού.

Ως πρώτο τυπογραφείο αναφέρεται αυτό που έφερε ο Δημήτριος Υψηλάντης από την Τεργέστη στην Καλαμάτα το 1821, με συντάκτη τον Θεόκλητο Φαρμακίδη. Εκεί τυπώθηκαν τα τρία πρώτα φύλλα της εφημερίδας Σάλπιξ Ελληνική, στο πρώτο φύλλο της οποίας δημοσιεύτηκε η επαναστατική Προκήρυξη του Υψηλάντη στο Ιάσιο της Μολδαβίας. Άλλα δύο τυπογραφεία εγκαταστάθηκαν στο Μεσολόγγι, το ένα με τη φροντίδα του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και το άλλο δωρεά του Φιλελληνικού Αγγλικού Κομιτάτου του Λονδίνου. Είναι το τυπογραφείο που συνδέεται με την εκτύπωση της εφημερίδας Ελληνικά Χρονικά με συντάκτη τον Ελβετό Ιωάννη Ιάκωβο Μάγερ. Ο Στάνχωπ είναι ο φιλελεύθερος συνταγματάρχης που συνόδευσε τον Λόρδο Μπάιρον με την εντολή να εκδώσει εφημερίδες που θα ενημερώνουν τους Αγωνιστές και την κοινή γνώμη. Το τυπογραφείο τύπωσε το πρώτο φύλλο των Ελληνικών Χρονικών, την 1η Ιανουαρίου 1824, ακολούθησαν 226, με το τελευταίο στις 20 Φεβρουαρίου του 1826.

Επίσης του Οίκου Διδότου ήταν και το αντίστοιχο στην Αίγινα, στο οποίο ο Καποδίστριας είχε τοποθετήσει υπεύθυνο τον Γ. Αποστολίδη-Κοσμητή. Γενικά, τα τυπογραφεία, τα βιβλιοπωλεία και οι εκδοτικοί οίκοι αναδεικνύονται σε χώρους πολιτιστικούς που συμβάλλουν στην παιδεία, ενημέρωση και ανάπτυξη του λαού.

Στο Τρίτο Μέρος του βιβλίου, με τον τίτλο «Βήματα μπρος» και άλλοτε «Βήματα πίσω» προβάλλεται το βιβλίο ως πεδίο όπου δίνονται πνευματικές μάχες, αναπτύσσονται διάλογοι και αντιπαραθέσεις, εμφανίζονται λογοτεχνικά ρεύματα και καταγράφονται λογοτεχνικοί διάλογοι, όπως του Παλαμά με τον Εφταλιώτη, του Τσάτσου με τον Σεφέρη, του μοντερνισμού με την παράδοση.

Στον Εκδ. Οίκο Φέξη και υιός δίνεται μεγάλη έμφαση για την εκδοτική δραστηριότητα σχετικά με το σχολικό βιβλίο και στη συνέχεια με τις εκδόσεις μεγάλων έργων. Επίσης οι Εκδόσεις Σιδέρη που συνδέθηκαν με τους λογοτέχνες της «γενιάς του ’80», ο ΣΩΒ, ο Δροσίνης, το Τυπογραφείον της «Εστίας».

Το βιβλίο, πλούσιο σε υλικό και παντός τύπου πληροφορίες συνδεδεμένες πάντα με το θέμα, αναπτύσσεται σε δύο μέρη. Το ένα αποτελείται από το κύριο σώμα και το άλλο από την ερμηνεία και τον υπομνηματισμό, όπου ποικίλα σημεία διευκρινίζονται και συμπληρώνονται, φέρνοντας στο φως το κάτω στρώμα της επιφάνειας, πάνω στο οποίο χτίστηκε το πολιτισμικό οικοδόμημα. Θα έλεγε μάλιστα κανείς ανεπιφύλακτα πως η σύνθεση ενός τόσο πλούσιου και ποικίλου υλικού, άγνωστου στον σημερινό ερευνητή και αναγνώστη, κάνει την εργασία του καθηγητή Γιάννη Παπακώστα ευλαβικό αφιέρωμα σε όλους εκείνους τους πρωτεργάτες του βιβλίου, οι οποίοι έκαναν ταξίδια από τη μία πόλη της Ευρώπης στην άλλη, έψαξαν αρχεία και ανέσυραν από τη σκόνη του καιρού ονόματα και κείμενα που αλλιώς θα ήταν ξεχασμένα. Το υλικό είναι άπειρο, πρωτότυπο, άγνωστο και ο τρόπος πραγμάτευσής του πολυεπίπεδος, υπεύθυνος, για τούτο και γοητευτικός για τον τρόπο σύνδεσης και αποτίμησής του, φέρνοντας έτσι στην επιφάνεια σε 465 σελίδες μια ακόμη αθέατη πλευρά της πνευματικής μας ζωής. Είναι τυχαίο άλλωστε ότι ο ίδιος αυτός δημιουργός για το ερευνητικό και συνάμα ερμηνευτικό του έργο διαχρονικά έχει βραβευθεί τρεις φορές από την Ακαδημία Αθηνών;

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του έβδομου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *