Κώστας Καναβούρης, Αμνός. Ένα ποίημα στον καθρέφτη, Πόλις, Αθήνα 2021.
Ας πούμε ότι είστε ένας τυχαίος αναγνώστης (ας υποθέσουμε τέλος πάντων με συγκατάβαση και για χάρη της συζήτησης ότι έξω από όλους εμάς υπάρχει αυτό το εξωτικό είδος, που κατά βάση βολεύει τα αφαιρετικά σχήματα των αφ’ υψηλού κριτικών), μπαίνετε λοιπόν σ’ ένα βιβλιοπωλείο, όπως καλή ώρα το Ζάτοπεκ, και περιδιαβαίνοντας τον χώρο πιάνετε τυχαία στα χέρια σας το βιβλίο του Κώστα Καναβούρη. Στο εξώφυλλο το έργο τού πρόσφατα χαμένου Αλέξανδρου Ίσαρη σάς προκαλεί το ενδιαφέρον, «Αχιλλέας και Πάτροκλος» ή ο καθρεφτισμός μιας φιλίας, αφού ο επεξηγηματικός υπότιτλος του βιβλίου «ένα ποίημα στον καθρέφτη» διαφωτίζει αρκετά γιατί έχει επιλεγεί το συγκεκριμένο έργο. Οι εγκεφαλικοί νευρώνες (έτσι λέγονται άραγε;) στο πρώτο πρόσωπο του εξωφύλλου κάνουν το έργο κάπως φουτουριστικό ή εγκεφαλικό, κρατάτε τους συγκεκριμένους επιθετικούς προσδιορισμούς, μια και αν ανοίξετε τυχαία το βιβλίο στις πρώτες σελίδες, θα πέσετε πάνω σε κάτι αφορισμούς (άρα το εγκεφαλικό εν μέρει μπορεί να δικαιολογηθεί), ενώ αν αφιερώσετε λίγα λεπτά παραπάνω θα διαπιστώσετε ότι υπάρχει, παρά την προφανή απαισιοδοξία του, και αρκετό μέλλον στις σελίδες του. Στο σημείο αυτό και ενώ έχετε αποφασίσει είτε να αγοράσετε το βιβλίο είτε να το αφήσετε πίσω στον πάγκο, παρεμβαίνω εγώ, κάποτε βιβλιοπώλης άλλωστε, για να σας βοηθήσω στην επιλογή σας. Επειδή είμαι ενθουσιώδης τύπος αλλά ταυτόχρονα ξέρω να μην το επιδεικνύω, θα προσπαθήσω να σας πω τη δική μου ανάγνωση κι ελπίζω να τη βρείτε πειστική.
Τι είναι λοιπόν το βιβλίο του Κώστα Καναβούρη; Είναι κατ’ αρχάς ένα βιβλίο αυτοαναφορικά πολιτικό –ξεκινάω από αυτό γιατί ο τυχαίος αναγνώστης που είπαμε μπορεί να γνωρίζει τον συγγραφέα είτε ως δημοσιογράφο είτε ως παραγωγό ραδιοφώνου. Η πολιτική του αυτοαναφορικότητα είναι μάλλον διττή: κατ’ αρχάς το βιβλίο είναι μια απολογία και μια επιβεβαίωση της ποίησης στους χαλεπούς καιρούς της εποχής μας. Δεν είναι απλώς και μόνο ένα ποίημα ποιητικής, αλλά επιζητά επιπλέον να επιβεβαιώσει τον κοινωνικό και ιστορικό της ρόλο, θέλει να αποκριθεί – και ευτυχώς δεν το κάνει άμεσα, μ’ έναν και μόνο περιοριστικό ορισμό, αλλά με πολλούς και ποικίλους, κάθε στίχος του ποιήματος μάλιστα θα μπορούσε να θεωρηθεί, αν δεν είναι προγραμματικά τέτοιος, ένας μικροορισμός της ποίησης– στο ερώτημα γιατί χρειάζεται σήμερα η ποίηση. Γιατί ο ποιητής πρέπει με αγωνιστικό φρόνημα (θυμίζω ότι η Μυριάμ Ρεβώ ντ’ Αλλόν ζητάει το ίδιο για την καθημερινή προάσπιση της δημοκρατίας) ν’ ανεβαίνει καθημερινά στο ικρίωμα, «λέξη προς λέξη φτιάχνοντας τον κόσμο»; Εδώ ήρωες, τοπωνύμια, σκοτωμένοι, και ιστορικές στιγμές έρχονται να ενισχύσουν την πίστη (γιατί περί αυτού πρόκειται), ότι ανεξαρτήτως ιδεολογίας, ο ποιητής αληθεύει πρωτίστως στο ποίημα, στο συμπεριληπτικό της ζωής όλων μας, φίλων και εχθρών, σ’ αυτό το «ημερολόγιο από παπούτσια φορεμένα», αλλά, για δείτε, τα ίδια παπούτσια φορούσε και η απειλή. Για να το πω με μια φράση του πολιτικού συρμού των τελευταίων ημερών, ανεξάρτητα από εμάς που το γράφουμε ή το διαβάζουμε, το αληθινό ποίημα βρίσκεται πάντα στη σωστή πλευρά της Ιστορίας.
Συγχρόνως όμως ο Καναβούρης θέλει να απαντήσει σ’ ένα προσωπικό, υπαρξιακής φύσεως ερώτημα, στο «γιατί εγώ ποιητής;». Εδώ η απάντηση είναι επίσης διττή, η πιο ξεκάθαρη είναι επειδή προϋπάρχει εκείνο το γράμμα της μητέρας που όλο έρχεται από τη φυλακή, όπως ο ποιητής αντίστοιχα έρχεται διαρκώς από τον Πύργο –ευθεία αναφορά στον Σινόπουλο που κι αυτός βέβαια δεν παραπέμπει απλώς στον γενέθλιο τόπο του αλλά στον Πύργο του Κάφκα (να ένα ακόμα παιχνίδι καθρεφτισμών). Το γράμμα, με ημερομηνία 5 Φεβρουαρίου 1949, δημοσιεύεται στον επίλογο του βιβλίου, ενταγμένο στο σώμα του ποιήματος. Η δεύτερη απάντηση περιλαμβάνει πολλά ονόματα, δηλαδή τους ποιητικούς προγόνους που έχει ο ίδιος επιλέξει, αλλά εξ αυτών βλέπω να ξεχωρίζει με αρκετές έμμεσες αναφορές ο Γιάννης Ρίτσος. Ο επαρκής αναγνώστης –άλλη μια αφαίρεση σαν αυτή του τυχαίου αναγνώστη– θα μπορούσε νομίζω εύκολα να αντιληφθεί ότι ο Ρίτσος αποτελεί για τον ποιητή μας τον κατεξοχήν πρόγονο αναφοράς του.
Λοιπόν, τι έχουμε πει έως τώρα; Ότι έχουμε να κάνουμε μ’ ένα ποίημα ποιητικής, ή καλύτερα μ’ ένα αυτοαναφορικό, πολιτικό βιβλίο. Ας προσθέσουμε ακόμα ένα επίθετο για χάρη του τυχαίου μας αναγνώστη –που δεν ξέρω πόσο τυχαίος μπορεί να είναι αν θέλει να διαβάσει ποίηση, Καναβούρη κι έχει έρθει στο Ζάτοπεκ. Πρόκειται ασφαλώς για ένα σκηνικό ποίημα: διατρέχοντας τις σελίδες του βιβλίου παρατηρούμε ότι και τα 22 ποιήματα του κυρίως σώματος αλλά και ο επίλογος είναι δομημένα σε θεατρική-διαλογική μορφή, με επαναλαμβανόμενα μοτίβα και την ίδια πάντα αρχική φράση «Είσαι ικρίωμα». Για έναν παράδοξο λόγο –ξάφνου σκεφτόμαστε όμως τη φράση «ποίημα στον καθρέφτη» του υπότιτλου αλλά και τον στίχο «το ποίημα είναι το αντεστραμμένο είδωλο μιας αναπνοής που δεν ειπώθηκε αλλιώς» και όλα δικαιολογούνται– δεν έχουμε δύο πρόσωπα σε συζήτηση, αλλά το λευκό χαρτί που διαλέγεται με το επόμενο λευκό χαρτί ή με τον εαυτό του, κατά τους σεφερικούς στίχους από το «Θερινό ηλιοστάσι η΄»: «το άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης/επιστρέφει μόνο εκείνο που ήσουν./ T’ άσπρο χαρτί μιλά με τη φωνή σου, / τη δική σου φωνή / όχι εκείνη που σ’ αρέσει». Νομίζω πως όλο το ποίημα του Σεφέρη σχετίζεται με την ιδέα γύρω από την οποία δομείται ο Αμνός του Καναβούρη. Οι τελευταίοι στίχοι του: «Zωή σου είναι ό,τι έδωσες/ τούτο το κενό είναι ό,τι έδωσες/ το άσπρο χαρτί.» ταιριάζουν με την ιδέα που εκφράσαμε παραπάνω, ότι ο Αμνός αποτελεί μια προσωπική αναμέτρηση με το συγγραφικό ερώτημα γιατί γράφω ποιήματα ή ευρύτερα με την υπαρξιακή απορία τι κάνω εγώ εδώ (αφού πρόκειται στην ουσία για το ίδιο ερώτημα) και κατά τη γνώμη μου δείχνει μια πρόθεση επανεκκίνησης του Καναβούρη, το πέρασμα σε μια άλλη ποιητική φάση, ειδικά μετά την επιτυχία του προηγούμενου βιβλίου του Αποθήκη καταλοίπων ηδονής (Μελάνι, 2018).
Άφησα για να σχολιάσω στο τέλος τον τίτλο του βιβλίου Αμνός, που για μένα φέρει, και λόγω σπουδών, ένα ιδιαίτερο συμβολικό βάρος. Ο ποιητής χρησιμοποιεί τη λέξη «αμνός» και όχι το «αρνίον» της Αποκάλυψης, παραπέμποντας στο «Ίδε ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου», στα λόγια δηλαδή με τα οποία καλωσορίζει ως αθώο και άκακο προβατάκι προς σφαγή ο Ιωάννης τον Χριστό, υπονοώντας προφανώς και τις προφητείες του Ησαΐα. Αντίστοιχα, το ποίημα και ο ποιητής ανεβαίνουν στο ικρίωμα –ο Καναβούρης σε συνέντευξή του στην Πόλυ Κρημνιώτη έχει συνδέσει αυτό το ανέβασμα στο ικρίωμα, στο αναπόφευκτο ικρίωμα της Ιστορίας ασφαλώς, με τη via crucis, την οδό του μαρτυρίου και του Σταυρού– ακριβώς για να σηκώσουν τα πάθη του κόσμου και κατά κάποιον τρόπο να τα εξιλεώσουν, να τα απαλύνουν, να τα συγχωρέσουν, ώστε να καταλήξουν «μνημείο που έχασε την ιστορία του και δεν λυπάται πια». Άλλωστε κάτι αντίστοιχο μήπως δεν κάνει και ο Ισλανδός Βάλντιμαρ Γιόχανσον στην ταινία του Αμνός (2021) με το ζευγάρι που κουβαλάει τη μνήμη μιας τραγικής απώλειας και επενδύει συναισθηματικά τα πάντα σ’ έναν αμνό που υιοθετεί σαν παιδί του;
Το «αντίο» στο τέλος του ποιήματος, ένα αντίο στο ίδιο το ποίημα που έχει διαπιστωθεί ότι συγγενεύει με το ανέφικτο, τουτέστιν το άρρητο, επειδή ακριβώς φτιάχνεται από την τέφρα των πόλεων που έγιναν στάχτη, είναι ένα απαισιόδοξο μάλλον και αντιμεταφυσικό αντίο. Ο αμνός δεν φέρνει την ανάσταση, προορίζεται να θυσιαστεί, αυτή η θυσία σημαίνει κάτι για τους άλλους, αλλά όχι και για την Ιστορία που συνεχίζει ακάθεκτη το καταστροφικό της έργο. Θυμίζω, άλλωστε, ότι η «κανονική» ιστορία, έξω από την ποίηση, έξω από την ανωτερότητά της όπως της υποδεικνύει ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του, δεν αφορά παρά «maps and chaps», «χάρτες και μάγκες», τα πρόσφατα γεγονότα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία το επιβεβαιώνουν. Αλλά αυτή η πικρή, ποιητικά όμως δοσμένη, συνειδητοποίηση, θα έλεγα στον τυχαίο μας αναγνώστη πως είναι ένα δίδαγμα που δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να το χάσει.
⸙⸙⸙
[Το κείμενο διαβάστηκε στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου, στο Zátopek, στις 30 Μαΐου 2022.Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Η φωτογραφία είναι από την αναφερόμενη στο κείμενο ταινία Αμνός. Δείτε τα περιεχόμενα του έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]