ceb3ceb9ceb1 cf84ceb7 cf83cf85cebbcebbcebfceb3ceae cf84cebfcf85 cebdceafcebacebfcf85 cf80ceb1cf80ceaccebdceb1 cf83ceb5 ceb1cebdceb1

Ρήματα και ουσιαστικά στην ποιητική συλλογή του Νίκου Παπάνα
Σε ανακηρύσσω νικήτρια (Ιωλκός 2021)

Φωτιά, θα σ’ αφήσω να σβήσεις,
στάχτη, παντού στάχτη

Διαβάζοντας ξανά και ξανά την τελευταία ποιητική συλλογή του Ν.Π., άρχισα να παρατηρώ πως σε ορισμένα ποιήματα έλειπε τελείως το ρήμα, ενώ σε άλλα σε στίχους. Σαν να εξορίζεται το ρήμα με ό,τι αυτό δηλώνει: κίνηση, ενέργεια που μεταβαίνει σε κάποιον, σε κάτι, κατάσταση, πάθος. Για παράδειγμα, το «Γαλάζιο αδιέξοδο», τελευταίο ποίημα της συλλογής, που λειτουργεί και επιλογικά σε αυτή, αποτελείται από δέκα στίχους κατανεμημένους σε πέντε δίστιχα. Η ραχοκοκαλιά του ποιήματος κατασκευάζεται χωρίς κανένα ρήμα και το κάθε ουσιαστικό στέκεται μόνο του, αποκτώντας υπόσταση παρατηρήσιμης οντότητας με συγκεκριμένες ιδιότητες. Στο «Ανεξημέρωτο φιλί», πρώτο ποίημα της συλλογής αποτελούμενο από δεκατρείς στίχους κατανεμημένους σε έξι στροφές, με δύο στίχους οι τέσσερις πρώτες, έναν στην πέμπτη, τέσσερις στην έκτη, τα ρήματα απουσιάζουν στην πρώτη, στην τρίτη και στην τέταρτη στροφή, ενώ κυριαρχούν στις υπόλοιπες συγκεντρώνοντας την ενέργεια προς το ανεξημέρωτο, το ανεξερεύνητο, με όλες τις συνέπειες που έχει αυτό το κυνήγι: Ακούραστα σ’ αναζητούν / θαρρείς κι επιμένουν να χαίρονται / που οι πέτρες τα ματώνουν / σ’ αδιέξοδα μονοπάτια (σ. 9). Και στο ποίημα με τον τίτλο «Ευτυχώς ήρθες» που επαναλαμβάνεται στον πρώτο στίχο της στροφής, στους τέσσερις επόμενους αναφέρεται ο ποιητής σε αυτό που ήρθε και στο οποίο απευθύνεται: λύτρωση επιτέλους, / έναστρο πάθος, / νόημα του καλπασμού, / αφροσύνη δύο ψυχών. Η κάθε λέξη «κάθεται» με όλη τη βαρύτητά της στον αναγνώστη: λύτρωση (από τι), πάθος (για τι), καλπασμός (προς τα πού και έναντι ποιας ακινησίας), αφροσύνη (έναντι μιας λογικής που ακινητεί, που ποιεί το ορθόν, που ασφαλίζει κλείνοντας πορτοπαράθυρα σε μιαν έξοδο εκστατική, υπερβατική, που βεβαίως ενέχει κινδύνους αλλά και περιπέτεια –και μακάρι η αφροσύνη να είναι δύο ψυχών). Στο ποίημα «Il n’y a pas d’ amour heureux» στις δύο πρώτες στροφές (τρεις είναι συνολικά), με τρεις και τέσσερις στίχους αντίστοιχα, στον πρώτο στίχο της καθεμιάς ο ποιητής χρησιμοποιεί δύο ρήματα –Το ξέρω, δεν υπάρχει και Δεν ξέρω κι αν υπήρξε ποτέ, κανένα όμως στους υπόλοιπους στίχους της πρώτης στροφής, ένα ακόμη στον τρίτο στίχο της δεύτερης. Παρόμοιες απουσίες και αλλού στο πρώτο μέρος, όπως και σε ορισμένα από τα χάι κου του δεύτερου μέρους της συλλογής –στο τέταρτο, το δέκατο, ενδέκατο, δωδέκατο, δέκατο τρίτο, δέκατο τέταρτο, δηλαδή σε έξι από τα δεκαεπτά.

Σε ελεύθερο στίχο τα ποιήματα, με διαφορετικό αριθμό στίχων στις στροφές, κι ωστόσο με μιαν αρχιτεκτονική που φανερώνει το προμελετημένο και το σκόπιμο. Για παράδειγμα, στο ποίημα «Το ρολόι μου» όλες οι στροφές αποτελούνται από τρεις στίχους, εκτός από την τελευταία, την έβδομη, που αποτελείται από δύο· αυτή η διαφοροποίηση τραβά την προσοχή. Από την άλλη, η αυστηρή δομή των χάι κου, με τρεις στίχους και πέντε, επτά και πάλι πέντε συλλαβές, θα έλεγε κανείς ότι λειτουργεί ασφυκτικά, περιοριστικά. Κι ωστόσο, μεγάλοι καλλιτέχνες καινοτόμησαν μέσα στους αυστηρότερους περιορισμούς –είναι, εξάλλου, μια πρόκληση να δει κανείς τι κόσμοι ανοίγονται με το ελάχιστο, πώς στο ελάχιστο χωράει η ψυχή.

Αρκετά από τα ποιήματα της συλλογής είναι ερωτικά της ποίησης, αν, μάλιστα, δεν ήταν η χρήση του θηλυκού σε ποιήματα όπως το «Σε ανακηρύσσω ποιήτρια», που δίνει και τον γενικό τίτλο στη συλλογή, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι γενικώς ερωτικά –εύκολα μπορεί να «ξεγελαστεί» ο αναγνώστης με στίχους όπως της πρώτης στροφής: Όταν ακούω τη φωνή σου / στην αρχή αντιστέκομαι. / Είμαι το νέο θαύμα της αυτοκυριαρχίας (σ. 12). Σε αυτά δίνονται και προϋποθέσεις για την ποιητική δημιουργία, όπως η απουσία της αυτοκυριαρχίας, η εγκατάλειψη στον κόμπο του λαιμού (σ. 12), η περιπλάνηση σ’ όλες τις κάμαρες της ψυχής μου (σ. 14), η άνευ όρων παράδοση στην αμήχανη ζάλη (σ. 12), στο ανομολόγητο δίλημμα, στα λόγια που δεν είπαμε (σ. 14), η απαλλαγή από κουστούμια που στενεύουν και από προγράμματα αυστηρά (σ. 15, 20), το ξεγύμνωμα της ψυχής που τυλίγεται / σ’ αυτήν τη λευκή σελίδα που όλο γεμίζει / τρεμάμενα γράμματα / στο χρώμα της νύχτας (σ. 16) ο μετασχηματισμός σε τέχνη της οδύνης, της μοναξιάς του ανεκπλήρωτου: Τουλάχιστο να ξενυχτήσω, / να μείνω εδώ, να εξωραΐσω / το πρόωρο τέλος σε καινούρια αρχή (σ. 19). Αν και κάποιες φορές ο ποιητής εκφράζει τον σκεπτικισμό του για την αξία, τη «χρησιμότητα» της ποίησης, ίσως της τέχνης γενικά –ενίοτε αισθάνεται άχρηστος / και τόσο περιττός / όπως –ίσως– ο φίλος μου ο υδραυλικός Μανόλης / πολύ παλιά, πριν από τον κατακλυσμό (σ. 20).

Από μια διάθεση της στιγμής επιλέγω να παραθέσω ολόκληρο το ποίημα «Αυτοτιμωρία».

ΑΥΤΟΤΙΜΩΡΙΑ

Με στραβό σαρκαστικό χαμόγελο,
ιπτάμενη σκελετωμένη γριά,
με ματωμένα ρούχα,
η αγωνία· μ’ αγγίζει με τα παγερά της δάχτυλα,
ρίχνει στο πρόσωπό μου αλεύρι
και μ’ ένα βρόμικο μαχαίρι σφάζει
τον πόθο μου στη βρεφική του κούνια.
Ύστερα, ευτυχώς, την παίρνει ο άνεμος και χάνεται.

Πλένω το πρόσωπο, πηγαίνω στον καθρέφτη.
Όμως, το είδωλό μου με τρομάζει –
εγώ είμ’ η αγωνία.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Frank Horvat. Δείτε τα περιεχόμενα του έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

562413 2

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *