ceb3ceb9ceb1 cf84ceb7 cf83cf85cebbcebbcebfceb3ceae ceacceb4ceb7cf82 ceb1cf80ceb1cebbcf8ecf82 cf84ceb7cf82 cebacf89cebdcf83cf84

Κωνσταντίνα Σιαχάμη, Άδης απαλώς, Κίχλη, Αθήνα 2023.

Πρώτη ποιητική συλλογή, σε πέντε ενότητες, για την Κωνσταντίνα Σιαχάμη, η οποία μάς αυτοσυστήνεται και εντός του βιβλίου στη σελίδα 19 στο ποίημα «Σύντομο βιογραφικό». Εκεί επισημαίνονται κυρίαρχα σημαίνοντα, τάσεις και εμμονές που αναπτύσσονται σπειροειδώς και χαρακτηρίζουν τη συλλογή στο σύνολό της: οι γονείς, οι παππούδες και η μνήμη, η γυναίκα ως ματαιωμένο ερωτικό υποκείμενο, η σωματικότητα, η φύση, η ρομαντική και νεορομαντική οπτική της ποιήτριας, οι διακειμενικές αναφορές, αλλά και η μετωνυμική διάσταση ως προς την ταυτότητά της «Αν ήμουν κάτι, θα ήμουν στόμα», και εν συνεχεία «Εγώ δεν είμαι ποιήτρια. Απαγγέλλω όμως σαν να είμαι». Εξ ου όχι μόνον η επαναλαμβανόμενη λέξη «στόμα» σε πολλά ποιήματα αλλά και η εξομολογητική νεορομαντική διάθεσή της, η ομιλία ως απεύθυνση προς ένα «εσύ» πρόσωπο και, τέλος, η ανάγκη κυρίως για συναισθηματική κατάθεση διά μέσου της φωνής αλλά και ολόκληρου του σώματος του ποιητικού υποκειμένου που ως «στόμα» αφηγείται:

«Το στόμα σου, να μου το δίνεις. […] ν’ αργήσω να γίνω μελάνι, προτιμώ το φιλί. Το φιλί. Απ’ όλους τους νεκρούς μου» [Αθώες προστακτικές]. «Φόρεσα στολίδια, άλλαξα προσόψεις, μιλούσα γλώσσες πολλές, οι περισσότερες εκ στήθους. Και ήρθες από τη Μαύρη θάλασσα, για το δικό μας στόμα». [Έως Δευτέρας Παρουσίας]. «Νύχτες με στόμα ρόδινο» [Νύχτες]. «Πρέπει να βρω μια γλώσσα όταν κόβεται το φως» [Μικρή συνομιλία με τον Αρθούρο Ρεμπώ] κ.λπ.

Ασφαλώς, το νεορομαντικό πνεύμα σφραγίζεται από τον κυρίαρχο μοχλό του, αυτόν του θανάτου στο γνωστό πλαίσιο της πραγμάτευσής του –από τους ποιητές του παρελθόντος που υπηρέτησαν αυτή την αισθητική κατεύθυνση–, μέσα, δηλαδή, σε ένα περιβάλλον εγκατάλειψης και μελαγχολίας:

«Απεχθάνομαι τα συνδετικά ρήματα και δείχνω μια προτίμηση στα παθητικά» [Σύντομο βιογραφικό]. «Ικανή για μεγάλους θανάτους, εγώ» [Αυτοπροσωπογραφία]. «Χους εγώ» [τίτλος ποιήματος], «Ρέκβιεμ» [τίτλος ποιήματος] κ.λπ.

Άλλωστε ο τίτλος της συλλογής προοικονομεί την αίσθηση που ο αναγνώστης θα εισπράξει εν συνεχεία από την επαφή του με τα κείμενα – «Άδης απαλώς», φράση που ακούγεται αμφίσημα: «άδης απαλός» αλλά και «άδεις απαλώς». Ένα απαλό λοιπόν τραγούδι θανάτου; Άραγε, τόσο απαλό όπως το σημαίνον «δάχτυλα», ή η έμμεση αναφορά στην αφή, που επαναλαμβάνεται εμμονικά στη συλλογή και φέρνει στο προσκήνιο τη σωματική διάσταση του ποιητικού λόγου; Το ομώνυμο, άλλωστε, ποίημα της συλλογής λειτουργεί αποκαλυπτικά ως οδοδείκτης στην αναγνωστική μας πρόσληψη και περιπλάνηση:

«Άδης απαλώς, λέω εγώ […] εγώ σε θέλω οροσειρά, ποτάμι δρύινο, να με κατηφορίζεις απ’ άκρη σ’ άκρη. Να σου χορεύω. Αλληλούια και ραγίσματα να σου χορεύω […] η ευλαβούσα εγώ, να κουδουνίζω»

Έργα τέχνης, συγγραφείς, άνθρωποι της Τέχνης όπως, επί παραδείγματι, «Τσάι στη Σαχάρα», «Ανεμοδαρμένα ύψη», «Η γυναίκα σε πράσινο», πίνακας του Χαΐμ Σουτίν, Ισιδώρα (προφανώς Ντάνκαν), Μάτση (Χατζηλαζάρου) και Εμπειρίκος (εμμέσως διά του ποιήματος Οδός Φιλελλήνων), Ντοστογιέφσκι απαντούν στο διακειμενικό παιχνίδι όπου σχολιάζονται ο έρωτας, ο θάνατος και το σώμα, κυρίως μέσω της αφής.

«Οκτώ χρόνια αργότερα, όταν με ρώτησε ο ποιητής τι χρώμα έχουν τα μάτια σου, εγώ του είπα για τα φίνα δάχτυλά σου, πάνω μου […] Τα μάτια σου δεν τα πρόσεξα ποτέ» [Ό,τι έγινε έγινε και γίνεται ακόμα]

Στο πλαίσιο αυτό, είναι χαρακτηριστική η επανάληψη και το παιχνίδι με τα ρούχα και τα υλικά τους που γλείφουν το γυναικείο σώμα, το οποίο έχει έντονη παρουσία στη συλλογή:

«Όταν σκοτεινιάζει, απαγορευμένα χείλη φιλούν τις μεταξωτές της κάλτσες» [Ο καθρέφτης]. «Εσύ με τα χέρια τα τσακίρικα, εγώ με το εμπριμέ φουστανάκι» [Ό,τι έγινε έγινε και γίνεται ακόμα]. «Η κόκκινη φούστα ανήκει εξ ολοκλήρου στις νύχτες» [Λευκορωσικός εξπρεσιονισμός]. «Εκτός από το θρόισμα αυτό, κάτι σαν βαλς ρούχων που ξετυλίγονται στο πάτωμα. Τώρα η βεντάλια της φούστας σου ξεφυλλίζει ξερά τον χρόνο» [Πρωινό με τη Μάτση]. «…εκείνα τα δάχτυλα όταν μου φόραγαν το ελαφρύ παλτουδάκι» [Γεωργία] κ.λπ.

Η γλώσσα της Σιαχάμη είναι απλή και εξυπηρετεί κυρίως τη συναισθηματική αμεσότητα της νεορομαντικής αισθητικής αντίληψης· κάποτε όμως μοιάζει αμήχανη ως προς την ισορροπία της συναισθηματικής κατάθεσης, όπου η διάθεση έκφρασης και η συναισθηματική φόρτιση υπερτερούν της πυκνότητας, δημιουργώντας εκ παραλλήλου και μια ορατή απόσταση ανάμεσα στις αξιοπρόσεκτες στιγμές, όπου τα κείμενα αποκτούν νέα διάσταση, με άλματα του φαντασιακού και πρωτότυπες εικονικές συνευρέσεις. Είναι ακριβώς αυτή η δεύτερη τάση που συνυπάρχει στη συλλογή και βρίσκεται στον αντίποδα του (νεο)ρομαντικού πλαισίου υπηρετώντας τον μοντερνισμό διά μέσου ανατροπών και μιας πιο τολμηρής θέασης της πραγματικότητας:

«…θα ’χες κατεβεί, εσύ, ο μαύρος, ο χλωρός. Τώρα δένω το πόδι σου στο κάγκελο του κρεβατιού. Έως Δευτέρας Παρουσίας» [Έως Δευτέρας Παρουσίας]. «Γελάς, φοβάσαι από τώρα τη σκόρπια γύρη των σωμάτων» [Modus vivendi]. «Επιστρέφοντας στη Μόσχα, η ζωή τρέχει πιο γρήγορα απ’ το συνηθισμένο. Κυρίως τις νύχτες που ο καθρέφτης μυρίζει τσάι από σμέουρο». «…Σε λίγο, η τόσο γήινη μορφή σου θα γείρει στα πλευρά μιας βάρκας. Χείλη, στόμα και σπυριά αθανασίας –» [Θραύσματα μιας ερωτικής επιστολής] κ.λπ.

Εν κατακλείδι, η πρώτη ποιητική συλλογή της Σιαχάμη παρουσιάζει πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία που προδιαγράφουν το μέλλον μιας ωραίας ποιητικής φωνής εν εξελίξει, καθώς διαφαίνονται όλα εκείνα τα συστατικά που είναι απαραίτητα για να αποδώσουν την ιδιαίτερη σφραγίδα σε ένα ποιητικό έργο.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Eszter Kovesi. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Cover ΣΙΑΧΑΜΗ final

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *