Η Ανθρωπόκαινος στην ποιητική διαδρομή του Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου
Η Ανθρωπόκαινος, η τρίτη ποιητική συλλογή του Ελληνοκύπριου ποιητή Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου (1982-),[1] εκδίδεται πέντε χρόνια μετά τον Υπερκαινοφανή (2017) και δέκα μετά τις Πέντε εποχές (2012). Σε αντίθεση με τις προηγούμενες δύο, που κυκλοφορήθηκαν από τις εκδόσεις Μελάνι, η Ανθρωπόκαινος φιλοξενείται από το Ενύπνιο.
Ο ρυθμός με τον οποίο ο Παπαγεωργίου βγάζει ποιητικά βιβλία, ένα κάθε περίπου πέντε χρόνια, ενδεικνύει και τη στάση του απέναντι στην τέχνη που θεραπεύει: για τον Κύπριο ποιητή η ποίηση είναι βαριά καλογερική, άσκηση και παίδεμα με τις λέξεις, θεωρητικός στοχασμός, κοπιώδης πλην αδιάκοπη εκλέπτυνση της γραφής—εξ ου και τα πλείστα ποιήματα ποιητικής και στα τρία βιβλία του. Αντιστοίχως, οι συλλογές στην τελική τους μορφή είναι αυστηρά γεωμετρημένες δομές, όχι τυχαίες διατάξεις φράσεων και συναισθημάτων. Υπάρχει πολύς μόχθος πίσω από τη φαινομενική απλότητα των ποιημάτων του Παπαγεωργίου: μόχθος ψυχικός, καθώς η πρώτη συναισθηματική λάβα πήζει σε έλλογες φράσεις και αποκρυσταλλωμένα αισθήματα (για να χρησιμοποιήσω εικόνες από την Ανθρωπόκαινο),[2] αλλά και μόχθος διανοητικός, ώστε τα πλείστα διαβάσματα του ποιητή, ο ευρύς διακειμενικός ορίζοντας των βιβλίων του, το επιστημονικό του υπόβαθρο, η παιδαγωγική και κοινωνική του δράση να υποταγούν, όπως και γίνεται, στο ποιητικό όραμα.
Με την Ανθρωπόκαινο, τα βιβλία του Παπαγεωργίου αλλάζουν, όπως είπα, εκδότη αλλά όχι στίγμα. Ώριμος, στα 40 του χρόνια πια, ο ποιητής συνεχίζει την πρακτική που αναγνωρίζεται πλέον ως το σήμα κατατεθέν του: πολυσέλιδες συλλογές, με αφηγηματική διάταξη, που παρακολουθούν την εξέλιξη μιας ιστορίας· ποιητικά (μυθ)ιστορήματα τρόπον τινά με κεντρικό χαρακτήρα ένα ποιητικό Εγώ, που διακτινώνεται (κυριολεκτικά) στα μήκη και τα πλάτη του σύμπαντος—τα χωρικά, από τη Γη μέχρι τους πιο μακρινούς γαλαξίες, και τα χρονικά, από το σήμερα μέχρι πίσω στη Μεγάλη Έκρηξη, 4.6 δισεκατομμύρια χρόνια πριν. Οι φερέτιτλες «πέντε εποχές» στην πρώτη (αλλά ουδόλως πρωτόλεια) συλλογή είναι τα πέντε στάδια της περιπέτειας του έρωτα, που εξελίσσεται, όπως και ο ενιαυτός, κυκλοτερώς. Ο Υπερκαινοφανής και η Ανθρωπόκαινος με τη σειρά τους διατέμνουν τη μακροϊστορία του σύμπαντος με τη μικροϊστορία του ποιητικού εγώ.
Υπερκαινοφανής και Ανθρωπόκαινος είναι ποιητικά αδέλφια. Ακριβέστερα, η Ανθρωπόκαινος μοιάζει να είναι μια ωριμότερη παραλλαγή του Υπερκαινοφανούς. Τις δύο συλλογές συνδέουν πολλά: η επιμονή στην τεχνική επιστημονική γλώσσα, στην οποία θα αναφερθώ εκτενώς παρακάτω, επανερχόμενες λέξεις και φράσεις, κοινοί τίτλοι ποιημάτων, αλλά πρωτίστως οι κυρίαρχες μεταφορές της αστρονομίας, της κοσμολογίας και της γεωλογικής ιστορίας της γης, που εισάγονται στον Υπερκαινοφανή και συνεχίζουν να δεσπόζουν στην Ανθρωπόκαινο πιο μεστές και εμπλουτισμένες με μια επιπλέον εξέχουσα πηγή μεταφορικών συνάψεων, την αρχαιολογία (το «σκάψιμο» στα ενδότερα του χρόνου—και της ψυχής).[3] Το κοσμολογικό θέμα, που πρωτοεισάγεται στον Υπερκαινοφανή, βαθαίνει επίσης στην Ανθρωπόκαινο, με αναφορές στην οικολογία, το μεταναστευτικό, τις κάθε λογής διακρίσεις (φυλετικές, έμφυλες, κοινωνικές, ταξικές κ.ά.), το Κυπριακό (στην ιστορική του διάσταση και τον σύγχρονό του παραλογισμό) και λογής άλλα θέματα. Το θέμα της γεωλογίας καθίσταται κι αυτό με τη σειρά του ακόμη πιο κρουστό. Κυλιόμενες μεταφορές από το επιστημονικό αυτό πεδίο συνδέουν το συμπαντικό με το ατομικό και το υλικό με το ψυχικό. Πιο χαρακτηριστικές από αυτές είναι τα απολιθώματα, το σκάψιμο (στο χώμα και το σώμα, στην υλική, την πνευματική και την ψυχική του διάσταση), η έκρηξη του ηφαιστείου, οι τεκτονικές μετακινήσεις των πλακών και η ίδια η κοσμική έκρηξη, είτε ενός υπερκαινοφανούς (σουπερνόβα) είτε ενός Κόκκινου Γίγαντα, που σημαίνει την απαρχή ή το τέλος του κόσμου. Με μια τέτοια έκρηξη τελειώνει η πρώτη ενότητα της Ανθρωποκαίνου.
Οι δύο συλλογές επικοινωνούν και ως προς την κοινή διμερή τους δομή. «Δύο βιβλία σε ένα» χαρακτήρισε ο ποιητής την Ανθρωπόκαινο σε ιδιωτική επικοινωνία μας—μάλλον ειρωνικά, αφού στην πραγματικότητα, τόσο η Ανθρωπόκαινος όσο και ο Υπερκαινοφανής είναι «διπλά βιβλία»: αμφότερα χαρτογραφούν μια σφιχτή, ενιαία πορεία, ένα «ζουμάρισμα» από το συμπαντικό στο ατομικό, από τη στρωματογραφία του πλανήτη στη στρωματογραφία του εαυτού. Ο Υπερκαινοφανής διαιρείται στις ενότητες «Φυλογένεση» (ιστορία της εξέλιξης ενός είδους) και «Οντογένεση» (ιστορία της εξέλιξης ενός μεμονωμένου οργανισμού). Παρομοίως, η Ανθρωπόκαινος ξεκινά με την «Ανθρωπόκαινο Εποχή», που μελετά την πορεία του σύμπαντος και του ανθρώπου από την πρώτη έκρηξη της δημιουργίας μέχρι τη μοιραία στιγμή που ο άνθρωπος «καθίσταται γεωλογικός παράγοντας» ανατρέποντας έτσι με την επιθετικότητά του τη φυσική επιλογή (περισσότερα γι᾽ αυτό πιο κάτω). Η Ανθρωπόκαινος κλείνει με την ενότητα «Η στρωματογραφία μου», μια καταβύθιση στην προσωπική ιστορία—και «γεωλογία»—του ποιητικού εγώ.
Η πολυετής βάσανος του κειμένου και στο επίπεδο της δομής είναι ακόμη πιο εμφανής στην ωριμότερη Ανθρωπόκαινο από ό,τι στον Υπερκαινοφανή: με μια μέριμνα για τη συμμετρία που δεν συναντάται πια παρά σπανίως, κάθε ενότητα του πιο πρόσφατου βιβλίου περιλαμβάνει ίσο αριθμό ποιημάτων (63+1 η καθεμιά), τα οποία, με λίγη φαντασία (δεν χωρίζει ο ίδιος ο ποιητής τα μέρη σε υποενότητες), μπορούν να κατανεμηθούν σε ίσο αριθμό θεματικών υποενοτήτων (14 κάθε φορά, συν ένα ακροτελεύτιο, καταληκτήριο ποίημα).
Ο κατεξοχήν «επιστήμων ποιητής» της κυπριακής λογοτεχνίας
Αναφέρθηκα πιο πάνω στην επιμονή του Παπαγεωργίου στην τεχνική επιστημονική γλώσσα. Τι θέση έχει κάτι τέτοιο σε ένα ποιητικό βιβλίο; Η απάντηση είναι: κεντρική και κομβική. Ο Παπαγεωργίου είναι ο κατεξοχήν «επιστήμων ποιητής» της κυπριακής λογοτεχνίας. Όπως και στις δύο πρώτες συλλογές του, έτσι και στην Ανθρωπόκαινο, εκδηλώνεται ένας διαρκής παραλληλισμός ανάμεσα στα φυσικά και τα ψυχικά φαινόμενα. Η «αντικειμενική» εικόνα του φυσικού κόσμου προβάλλει παραδόξως ως φαινόμενο παράλληλο και αντίστοιχο με τον «υποκειμενικό» και δυσεξακρίβωτο κόσμο του εσώτερου είναι. Λέω «παραδόξως», διότι ο παραλληλισμός είναι σαφώς ειρωνικός: οι «ακριβείς» φυσικές επιστήμες, που μελετούν καθολικά, πειραματικώς επαληθεύσιμα φαινόμενα εξάγοντας διαχρονικούς και διατοπικούς νόμους, λειτουργούν ως κάτοπτρο για τα μη «ακριβή», μη μετρήσιμα, μη καθολικά, αμιγώς προσωπικά φαινόμενα του ψυχικού κόσμου—ενός σύμπαντος, και πάλι παραδόξως, εξίσου απέραντου και σκοτεινού όσο κι ο κόσμος.
Ο Παπαγεωργίου συλλαμβάνει τη σχέση Σύμπαντος και Εγώ ως ένα νέο είδος «αντικειμενικής συστοιχίας». Με άλλα λόγια, κατ᾽ αναλογία με τους ποιητές που καταφεύγουν στον μύθο και τη «μυθική μέθοδο» για τη δημιουργία συστοιχιών ανάμεσα στο τότε και στο τώρα, μπορούμε βάσιμα να υποστηρίξουμε ότι ο Παπαγεωργίου συνθέτει μια δική του (ειρωνική, επαναλαμβάνω) «επιστημονική μέθοδο», που θέτει σε διαρκή επικοινωνία τη μαθηματική ακρίβεια του φυσικού κόσμου με την εξ ορισμού χαώδη και δυσμέτρητη «στρωματογραφία» της ανθρώπινης ψυχής. Στην Ανθρωπόκαινο, φυσικά φαινόμενα όπως η ηφαιστειακή έκρηξη και η κινητικότητα των τεκτονικών πλακών συνιστούν την κοσμολογική αντανάκλαση των εκρήξεων του έρωτα και της σεξουαλικότητας—των σεισμών της ανθρώπινης ψυχής κατά κάποιο τρόπο, που ανοίγουν και αυτές ψυχικές ρωγμές, ώστε να διεκπεραιωθεί και εκεί, για καλό ή για κακό, η εξέλιξη.
Η οργανωτική αρχή της Ανθρωποκαίνου
Το γενικό κλειδί για την ανάγνωση της Ανθρωποκαίνου παρέχεται στη σελίδα 11 του βιβλίου: χαρακτηριστικά, είναι ένας πίνακας από επιστημονικό βιβλίο, το Ταξιδεύοντας στην εποχή του ανθρώπου: Η ζωή στην Ανθρωπόκαινο του Ζαχαρία Σκούρα (2019). Οι γεωλογικές εποχές που περιγράφει ο Σκούρας στον πίνακα αυτόν αντιστοιχούν, έστω αδρά, με την αρχιτεκτονική του πρώτου μέρους της Ανθρωποκαίνου, το οποίο, όπως προσημείωσα, φέρει τον τίτλο «Η ανθρωπόκαινος εποχή». Η ίδια δομή ανακλάται και στο δεύτερο μέρος του βιβλίου («Η στρωματογραφία μου»). Και στα δύο μέρη, μια γραμμική (ή γραμμικοφανής) εξέλιξη οδηγεί από τις απαρχές (του κόσμου ή του εαυτού) μέχρι το παρόν ή ένα προσδοκώμενο μέλλον. Στην περίπτωση του Σύμπαντος, η πορεία είναι από τον απώτατο σχηματισμό της γης πριν από 4.6 δισεκατομμύρια χρόνια μέχρι την τρέχουσα γεωλογική φάση, την Ανθρωπόκαινο Εποχή, όπου ο άνθρωπος λειτουργεί πια ως «γεωλογικός παράγοντας» αφήνοντας «τα αποτυπώματά του» στο πλανητικό σώμα—«ατομική βόμβα, υπερεξορύξεις, βιομηχανία, τσιμέντο, πλαστικά κ.ά» (φράσεις του Σκούρα, που ο ποιητής αναπαράγει). Στην περίπτωση του Εγώ, η διαδρομή αφορμάται από την οργασμική σύλληψη και οδηγείται σταδιακά προς τη φθορά μέσα από μια διαδοχή κερδών και απωλειών· είναι μια επώδυνη διαδικασία εξέλιξης του σώματος και της ψυχής (επιμένω στον όρο «εξέλιξη», με το επιστημονικό του εκτόπισμα). Σώμα και ψυχή, όπως κατ᾽ επανάληψη υποβάλλεται σε διάφορα ποιήματα, ανεβαίνουν πονώντας και πονάνε ανεβαίνοντας.
Πρώτη ενότητα: «Η Ανθρωπόκαινος εποχή»
Ο τρόπος με τον οποίο ο πίνακας από το βιβλίο του Σκούρα λειτουργεί ως οδηγός φαίνεται ευκρινέστερα στο πρώτο μέρος της συλλογής του Παπαγεωργίου. Το μέρος αυτό ξεκινά με τέσσερις ενότητες, που αντιστοιχούν με τη στρωματογραφική ιστορία του πλανήτη Γη—από τον Προκάμβριο Χρόνο, την παλαιότερη γεωλογική εποχή, μέχρι την Ανθρωπόκαινο, τη νεώτερη και τρέχουσα («τρέχουσα» για πόσο ακόμη; δείχνει να διερωτάται ο ποιητής κλείνοντας και τα δύο μέρη της συλλογής του με ποιήματα που οραματίζονται το «Τέλος»). Ήδη στο πρώτο, προγραμματικό ποίημα («Η ηλικία του κόσμου», σ. 13), που αφηγείται τη Μεγάλη Έκρηξη, οι ανταγωνιστικές εκδοχές της κοσμογονίας, η επιστημονική και η θρησκευτική— αμφότερες «απολιθωμένες», ξερές και εν τέλει ακατάληπτες—δείχνουν να καθίστανται ανούσιες μπροστά στην ορμή της ζωής, που συμβολίζει η αγέλη των δελφινιών. Και τα δύο αυτά στοιχεία προαναγγέλλουν ισάριθμες βασικές κινήσεις της συλλογής: αφενός, την άρνηση της θρησκευτικής και όποιας άλλης προκατάληψης (και των διακρίσεων που προκύπτουν στη βάση των διακρίσεων αυτών), αλλά επιπρόσθετα, κόντρα στις προσδοκίες, και ένα είδος σκεπτικισμού απέναντι στην ίδια την επιστήμη ως κάτι ψυχρό και εν δυνάμει παραπειστικό, που ανατέμνει με ακρίβεια, αλλά αδυνατεί να συλλάβει κατ᾽ ουσίαν τη ζωική ορμή, η οποία γίνεται αντιληπτή μόνο μέσω της ποίησης.[4]
Στα ποιήματα των τεσσάρων πρώτων ενοτήτων του βιβλίου, η σταδιακή ανάδυση του ανθρώπου προβάλλει ως διαδικασία παράλληλη με την εξελικτική πορεία του σύμπαντος—ένα είδος «πτώσης», με τη βιβλική έννοια, παρακμής και αλλοίωσης των αγνών αρχέγονών του υλικών. Η εξέλιξη ως πόνος είναι επανερχόμενο μοτίβο στην Ανθρωπόκαινο· το σύμπαν και ο άνθρωπος μεγαλώνουν και μεγαλώνοντας φθείρονται και πονούν:
Αφουγκράστηκα πόσο πονά η λάβα όταν ψύχεται
πόσο πενθεί όταν λιθοποιείται
Είμαι απότοκος ενός εκρηξιγενούς τοκετού
μια μέρα, ναι, θα ξαναγίνω λάβα».[5]
Οι υπόλοιπες δέκα ενότητες του πρώτου μέρους εξερευνούν διάφορες πτυχές της Ανθρωποκαίνου, δηλαδή της αλλοιωτικής, φθαρτικής παρέμβασης του ανθρώπου στη φυσική τάξη. Τέσσερα ποιήματα («Λαθρομετανάστες», «Σ᾽ έναν συνοριακό σταθμό», «Προσφυγικό», «Χελιδόνια», σσ. 28-31) έχουν ως θέμα το προσφυγικό καταδεικνύοντας πόσο γελοία ελέγχεται η έννοια του «λαθραίου», ακόμη και κάθε λογής γεωγραφική, πολιτική ή άλλη διαίρεση της Γης, ιδωμένη από την προοπτική του σύμπαντος.[6] Τα «Χελιδόνια», που θεματοποιούν το νέο σφρίγος με το οποίο οι μετανάστες εμποτίζουν τις γερασμένες κοινωνίες της Δύσης, είναι, κατά την κρίση μου, μακράν το ωραιότερο ποίημα της συλλογής:
Οι μετανάστες μαζεύονται τ’ απογεύματα
στο γήπεδο απέναντι
και παίζουν σα μικρά παιδιά
Δεν ξεχωρίζω το παιγνίδι τους
κρίκετ, ράγκμπι ή μπέιζμπολ;
Δεν ξεχωρίζω τη χώρα καταγωγής τους
Σρι Λάνκα, Μπαγκλαντές ή Ινδία;
Δεν ξεχωρίζω το καθεστώς παραμονής τους
οικονομικοί μετανάστες, άτυποι ή αιτούντες άσυλο;
Το μόνο σίγουρο είναι πως το παιγνίδι τους
σηματοδοτεί τον ερχομό της άνοιξης.
Ακολουθούν πέντε ποιήματα με θέμα τη γελοιότητα της θρησκείας και των θρησκευτικών διακρίσεων («Εν τούτω νίκα», «Μεγάλη Παρασκευή», «Δεκαπενταύγουστος», «Θρησκειολογία», «Παράδεισος», σσ. 32-6) και άλλα δύο για τους ΛΟΑΤΚΙ, τις έμφυλες διακρίσεις και την αμαρτωλή σύνδεση πατριαρχίας και φαλλ(ογ)οκρατίας («Γενοκτονία», «φαΛΛός», σσ. 37-8). Στην υποκριτική στάση των θρησκειών έναντι της ομοφυλοφιλίας είχε αναφερθεί υπαινικτικά και το σπαρακτικό ποίημα «Θρησκειολογία» της προηγούμενης ενότητας (σ. 35). Τέτοιου είδους γέφυρες εντείνουν τη δομική συνοχή της Ανθρωποκαίνου:
Ο Amir είναι πρόσφυγας
δεν μπορεί να επιστρέψει στο Ιράν
επειδή εκεί σκοτώνουν ό,τι απαγορεύει το Κοράνι
όταν ήρθε εδώ μπόρεσε να αλλαξοπιστήσει
αλλά η σφραγίδα στο πέος του αμετάκλητη |
Amir, Amor, Amen! του είπε
γέλασαν με την ψυχή τους ύστερα έκαναν έρωτα
Ο Μωάμεθ έβλεπε με αποτροπιασμό
οι 12 Απόστολοι παρομοίως
μα πιο πολύ απ’ όλους ο Απόστολος Παύλος.
Δύο ποιήματα αμέσως πιο κάτω («The bystander effect», «Νυχτερινό δελτίο ειδήσεων», σσ. 40-1) αναφέρονται στις λογής σύγχρονες τραγωδίες διεκτραγωδώντας την απάθεια του ανθρώπου—που συνιστά αφεαυτής τραγωδία εξίσου μεγάλη. Η παρακολούθηση του δελτίου ειδήσεων είναι και αυτή μια εκδοχή του bystander effect—ίσως και πιο ποταπή, αφού ο πόνος του άλλου γίνεται κυριολεκτικά πια θέαμα.
Στα τρία επόμενα ποιήματα («Damnatio memoriae (Α)», «Εξαφάνιση», «Χρονορραφία», σσ. 42-4) επιχειρείται στρατηγική στροφή από τη γεωλογία και την παλαιοντολογία, επιστήμες που δίνουν έμφαση στην ιστορία του πλανήτη και των έμβιων όντων πλην του ανθρώπου, στην αρχαιολογία, την επιστήμη που μελετά τη «στρωματογραφία» του ανθρώπινου πια παρελθόντος: ο φακός ξεκινά πια να ζουμάρει από το Σύμπαν στο Εγώ. Από τα παλαιοντολογικά όστρακα περνάμε πια στα όστρακα ως θρύψαλα αγγείων, ενώ η αρχαιολογία συνδέεται και με το πολιτικό πρόβλημα της Κύπρου—ή, ακριβέστερα ίσως, με την Κύπρο ως πολιτικό πρόβλημα (θέμα που προκύπτει ρητά στα ποιήματα της επόμενης ενότητας και ειδικά στο «Πρωταπριλιάτικο ψέμα» (σ. 46). Στο ποίημα «Χρονορραφία» (σ. 44), η μνήμη (και η αρχαιολογία) συρράπτουν τις εποχές και αποκαθιστούν τη στρωματογραφία της ιστορίας. Πρόκειται, όμως, για ψευδαίσθηση, αφού ο χρόνος διαγράφει την παρουσία των ανθρώπων.
Της «Χρονορραφίας» έπεται μια συστάδα τριών ενοτήτων με ποιήματα που στρέφονται πια από την αρχαία στη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου («Πράσινη Γραμμή», «Πρωταπριλιάτικο ψέμα», «Κύκνοι», σσ. 45-7) και από τη συλλογική στην ατομική ιστορία και δη την ιστορία της ερωτικής αστοχίας. Φυσικά φαινόμενα, όπως ο σεισμός και οι ηφαιστειακές εκρήξεις («Σεισμός», «Βεζούβιος», «Μέδουσα», σσ. 48-50), η ιστορία της τέχνης, η μυθολογία και η αστρονομία («Ο έφηβος των Αντικυθήρων», «Ο δίσκος της Φαιστού», «Ο εκτροχιασμός του Γανυμήδη», «Η έκλειψη του Κρόνου», «Verba volant, scripta manent», σσ. 51-55, σσ. 56-61), παραλληλίζονται με την ερωτική εμπειρία και καταλήγουν σε μια σειρά ποιημάτων ποιητικής («Κλοπή», «Τέχνη», «Γύψος», «Διεργασίες», «Αράχνη»). Κοινή συνισταμένη των ποιημάτων αυτών είναι ο έρωτας ως «γεωλογία του σώματος»,[7] η ερωτική απώλεια, αλλά και η γραφή, η ποίηση, ως κέρδος που αντισταθμίζει την ερωτική ήττα.
Το εκτενέστερο τμήμα της «Ανθρωποκαίνου εποχής» (σ. 62 κ.ε.) περιλαμβάνει ποιήματα που εμφαίνουν τον σκοτεινό ρόλο του ανθρώπου ως «γεωλογικού παράγοντα» και τις ποικίλες όψεις της βλαβερής «ανθρωπογεωγραφίας».[8] Το μεταλλείο και το λατομείο προβάλλει ως θεμελιακό σύμβολο της «ανθρωπογεωγραφίας», άμεσα συναρτημένο με το γεωλογικό μεγάθεμα της συλλογής («Το κομμάτι που λείπει», «Σκωρία», «Γεωτρύπανο», «Λατομείο», «Κρατήρας», «Ορύγματα», «Χρωμίτης», σσ. 62-8). Μια εικόνα από λατομείο κοσμεί και το εξώφυλλο του βιβλίου. Η λατόμευση και η εκμετάλλευση, με την κυριολεκτική και τη μεταφορική σημασία της λέξης, καταφέρουν «τραύμα θανάσιμο» στα «σωθικά» της γης («Λατομείο», «Κρατήρας», σσ. 65-6).
Πέραν αυτών, όμως, στηλιτεύονται και άλλες μορφές «ανθρωπογεωγραφίας»: η ωμότητα του ανθρώπου προς τα ζώα και τη φύση, όπως φαίνεται από το κυνήγι, δηλαδή τον φόνο ως σπορ («Μόλυβδος», σ. 69), τους εμπρησμούς των δασών («Νεκρόπολη», σ. 70), την αναισθησία για το ζώο που το πάτησαν τα αμάξια («Ο τελευταίος σπασμός», σ. 72) ή τον κυνισμό με τον οποίο «θυσιάστηκε» η σκυλίτσα Λάικα στον βωμό της κατάκτησης του διαστήματος («Το μοιρολόι της Λάικα», σ. 71—ξανά, η «ειδική» περίπτωση συνδέεται με το συμπαντικό μεγάθεμα).
Στα ποιήματα περί «ανθρωπογεωγραφίας», ο έρωτας επιμένει στο υπόβαθρο: η ερωτική εμπειρία είναι οι χαρακιές του ανθρώπου στον άνθρωπο, όπως η «ανθρωπογεωγραφία», δηλαδή οι παρεμβάσεις στο περιβάλλον, είναι οι χαρακιές του ανθρώπου στη γη. Μόνο παυσίπονο, το ποίημα. Στο πιο εντυπωσιακό ποίημα της ενότητας («Ορύγματα», σ. 67), το θέμα του μεταλλείου, της εκμετάλλευσης (και ειδικά του κινδύνου από την εκ-μεταλλευτική δραστηριότητα) και της υποταγής σε μια άφευκτη αναγκαιότητα συνδέεται τραγικά με το θέμα των επτά θυμάτων του κατά συρροή δολοφόνου «Ορέστη», τις επτά γυναίκες που «θάφτηκαν» στο φρεάτιο του μεταλλείου στο χωριό Μιτσερό.
Η φύση πάντως ενίοτε εκδικείται τον άνθρωπο—και ο κορωνοϊός είναι ίσως μια εκδοχή αυτής της εκδίκησης («Ιός», «Κυριακή των Βαΐων», σσ. 73-4), όπως πιο πάνω, στο ποίημα «Χρωμίτης» (σ. 68), η κατολίσθηση έδιωξε τα «ξενικά όντα», τους ανθρώπους, από το εγκαταλελειμμένο μεταλλείο, που τώρα λειτουργεί ως καταφύγιο για νυχτερίδες.
Η «Ανθρωπόκαινος εποχή», το πρώτο μέρος της συλλογής, κλείνει με τέσσερα ποιήματα που έχουν ως θέμα το ταξίδι—του ανθρώπου ή των ουρανίων σωμάτων («Οδυσσέας», «Καρουζέλ», «Πανσέληνος», «Η ιστορία της Γης σε 10 λεπτά», σσ. 76-83) και ένα καταληκτικό κομμάτι με τίτλο «Ολοκαύτωμα» (σ. 84), που κλείνει τον κύκλο του συμπαντικού βίου: μια Μεγάλη Έκρηξη γέννησε το σύμπαν, μια άλλη έκρηξη, ενός Κόκκινου Γίγαντα, προβλέπεται να το τελειώσει. Στα εν λόγω ποιήματα ανακεφαλαιώνονται τα μεγάλα θέματα του πρώτου και δημιουργούνται γέφυρες με το δεύτερο μέρος. Στην «Ιστορία της γης σε δέκα λεπτά» (σσ. 82-3), εναλλάσσονται στροφές με κανονικά και έντονα γράμματα: οι τελευταίες ανακαλούν τον πίνακα από το βιβλίο του Σκούρα, υπογραμμίζοντας, αν δεν το έχουμε μέχρι τώρα αντιληφθεί, ότι αποτελεί την οργανωτική αρχή στο πρώτο μέρος του βιβλίου. Στον χαρακτηριστικό «Οδυσσέα», το εκτενέστερο ποίημα του βιβλίου (σσ. 76-8), υφέρπει ειρωνικά το θέμα του προσφυγικού, που συνάπτεται με το αίσθημα του μη ανήκειν, το οποίο διατρέχει και το δεύτερο μέρος της Ανθρωποκαίνου, καθώς και της ποίησης ως της μοναδικής γνήσιας πατρίδας. Ο ποιητής σαν άλλος Οδυσσέας περιπλανιέται αδυνατώντας «να βρει την πατρίδα», όποια κι αν είναι αυτή (χώρα, θρησκεία, ομάδα), όπως στο δεύτερο μέρος θα παλεύει ματαίως να ενταχθεί. Σημειωτέον ότι ο «Οδυσσέας» είναι το ένα από τα δύο μυθολογικά ποιήματα του βιβλίου. Το δεύτερο, ο «Ήφαιστος», τοποθετείται στην ακριβώς αντίστοιχη θέση προς το τέλος της δεύτερης ενότητας. Η μέριμνα του Παπαγεωργίου για τη συμμετρία είναι, ξανατονίζω, εντυπωσιακή.
Δεύτερη ενότητα: «Η στρωματογραφία μου»
Η δεύτερη ενότητα της Ανθρωποκαίνου, «Η στρωματογραφία μου», στην οποία θα αναφερθώ πιο συνοπτικά, δεν είναι παρά η αντανάκλαση, στο επίπεδο πια του μερικού και του ατομικού, της μεγάλης εικόνας του πρώτου μέρους: μια καταβύθιση του ποιητικού εγώ στην προσωπική του ιστορία—στη γεωλογία του Εαυτού. Και εδώ η καταγραφή είναι χρονολογική, από τη γέννηση (κατ᾽ ακρίβεια, τη σύλληψη) μέχρι τη σημερινή κατάσταση του ενήλικα. Όπως και στην περίπτωση του Σύμπαντος, η πορεία εκλαμβάνεται ως βιβλική Πτώση.
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου, όπως και το πρώτο, ξεκινά και τελειώνει με ποιήματα ποιητικής. Ανάμεσά τους χαρτογραφείται η πορεία του Εγώ από τη δική του «προκάμβριο», «κρυπτοζωική» φάση (όταν δεν ήταν παρά έμβρυο) στην πρώτη παιδική ηλικία (τον «παλαιοζωικό» του αιώνα», από την εφηβεία στην πρώτη ενηλικίωση, τον στρατό και τις σπουδές (τη «μεσοζωική» του φάση), και τέλος στη δική του «ανθρωπόκαινο», την επώδυνη πλοήγηση στα κύματα της (υποτίθεται) «έμφρονος» ζωής: από τις παρθενικές ερωτικές εμπειρίες στην επαναλαμβανόμενη ερωτική αστοχία· από τις αμφιβολίες, τις ανασφάλειες, τον φόβο και την αγχώδη διαταραχή, που συνοδεύουν τον αγώνα του ποιητικού Εγώ καθώς αγωνίζεται «να ορίσει τον εαυτό του», μέχρι τη σωρεία των απωλειών (οικογενειακών και προσωπικών)· και από τις αντιδράσεις στις απώλειες αυτές, τις περισσότερο ή λιγότερο υγιείς, ξανά στα σωτήρια παυσίλυπα: τη φιλία (των ανθρώπων, αλλά πολύ περισσότερο των σκύλων και φυσικά την ποίηση. Το ποίημα «Ερημοποίηση» (σ. 162), αφιερωμένο στον σκυλάκο του ποιητή, είναι ανατριχιαστικά όμορφο:
Ερημοποίηση
Στον Chris
Ολόκληρος πλανήτης η αφεντιά μου
έχω, βλέπεις, κι εγώ δορυφόρο
περιφέρεται πάντοτε σε ακτίνα λίγων μέτρων από ’μένα
η σελήνη μου είναι πάντοτε πανσέληνος
για να ’χω άπλετο φεγγαρόφωτο εγώ, το ετερόφωτο πλάσμα
Όταν φύγω απ’ το σπίτι
μας έλκει βαρύτητα αμφίδρομα
όταν επιστρέφω, τρέχει να πιει νερό
ο τρόπος του να πει πως έχει λειψυδρία μακριά μου
Θυμώνω, του λέω
«Όλη μέρα ήταν εκεί το νερό, στο μπολάκι
δεν συνιστά ξηρασία η απουσία μου, κατάλαβέ το»
Αυτός απαντά
Για κάποιο λόγο όταν φεύγεις
γινόμαστε εδώ μέσα έρημος.
Το ακροτελεύτιο ποίημα της συλλογής («Τέλος», σ. 165) είναι ένας στοχασμός για τη ζωή, το ταξίδι, τον χρόνο, τα στοιχεία της φύσης και της γεωγραφίας, τη διαφορά ανάμεσα στην ποίηση και την πεζότητα. Όσο κι αν προσπάθησε να χωρέσει στα κοινωνικά καλούπια (ή προσπάθησαν άλλοι εκ μέρους του να τον χωρέσουν), ο ποιητής, θέλουν δεν θέλουν, δεν είναι ένας «συνηθισμένος ταύρος», που αδυνατεί να παίξει τον ρόλο που αναμένει για αυτόν η κοινωνία. Τούτος ο μη «συνηθισμένος ταύρος» είναι προορισμένος να γράφει ποιήματα («Ταύρος», σ. 163). Κι αυτό, τελικά, μέσα στη ματαίωση, τον φρικτό πόνο της ερωτικής προδοσίας, την κατάθλιψη, είναι το μόνο γνήσιο βίωμα ελευθερίας. Το προτελευταίο ποίημα της συλλογής («Ανθρωπόκενος») ήταν ήδη ένα σάλπισμα αντίστασης· η ανθρωπόκαινος δημιουργεί «ανθρωπόκενους», ο ποιητής όμως δεν παρασύρεται:
Δεν επιθυμώ να απλώσω
αλεξάνθρωπο συρματόπλεγμα
από τη μια μου άκρη στην άλλη
δεν θέλω να ζω κενός ανθρώπων
μονάχα επιχειρώ να επιβιώνω στην Ανθρωπόκαινο.
Επιβιώνει μέσω της ποίησης—χάρη στην ποίηση.
Πίνακας 2: «Η στρωματογραφία μου», το δεύτερο μέρος της Ανθρωποκαίνου
Καταληκτικά
Από την τελευταία μου αναφορά στα «ποιήματα αντίστασης» καταφαίνεται και ο τόνος της Ανθρωποκαίνου—ένα μείγμα συναισθημάτων και στάσεων. Τόσο το πρώτο όσο και το δεύτερο μέρος της συλλογής, είναι, όπως είπαμε, μια πορεία «πτώσης», καθώς ο χρόνος εκτυλίσσεται από το παρελθόν στο παρόν. Παρά το βιβλικό αυτό υπόστρωμα, όμως, η άφιξη στο παρόν είναι μάλλον αμφίθυμη παρά κατατονική. Από τη μια, πλανήτης (και σώμα) φέρουν τα σημάδια (τις ουλές) της γεωλογικής τους εξέλιξης· η πορεία από το άλλοτε στο τώρα είναι επίπονη και επώδυνη, μεστή τραυμάτων, ακυρώσεων και ματαιώσεων. Από την άλλη, όμως, και ο πλανήτης και το σώμα συνεχίζουν να υπάρχουν, παραμένουν ζωντανοί και ενεργοί—δεν έχουν αποτεφρωθεί ακόμη από την έκρηξη κάποιου κυριολεκτικού ή μεταφορικού Υπερκαινοφανούς ή Κόκκινου Γίγαντα. Η εξέλιξη είναι επώδυνη διαδικασία, αλλά ο πόνος είναι και γέφυρα προς τη χαρά («Θεωρία της εξέλιξης των ειδών»). Η «ανθρωπόκαινος εποχή» είναι, επαναλαμβάνουμε, κατά τον Σκούρα, η εποχή που «ο άνθρωπος καθίσταται γεωλογικός παράγοντας», δηλαδή παρεμβαίνει αλλοιωτικά στο περιβάλλον (ή στη «γεωλογία» των άλλων ανθρώπων). Η «εμφροσύνη», όμως, του «έμφρονος ανθρώπου», του Homo sapiens, τον καθιστά ικανό όχι μόνο να καταστρέφει, αλλά και να δημιουργεί (ποιητική) ομορφιά. Leitmotiv της Ανθρωποκαίνου είναι η λειτουργία της ποίησης όχι μόνο ως ψυχικού καταφυγίου, αλλά και ως κατεξοχήν «ανθρωπογενετικού» παράγοντα. Η ποίηση, όχι οποιαδήποτε άλλη κατάκτησης της τεχνολογίας, είναι το στοιχείο που διαχωρίζει τον Homo sapiens από τους προγόνους του («Homo Sapiens», σ. 25).
Η Ανθρωπόκαινος είναι συλλογή με ξεκάθαρη κυπριακή ταυτότητα. Ο ποιητής ικανοποιεί έτσι και το παράπονο ενός επικριτή της προηγούμενης συλλογής του[9] ότι ο Υπερκαινοφανής ακροβατούσε στο διάστημα ξεχνώντας την ιδιαίτερή του καταγωγή. Τα πλείστα ποιήματα στο πρώτο μέρος της Ανθρωποκαίνου κλείνουν προσδιορίζοντας το μέρος όπου συνελήφθησαν. Οι τόποι της Ανθρωποκαίνου είναι χαρακτηριστικοί: φυσικά τοπία της Κύπρου, από τα πιο παρθένα και αρχέγονα. Επίσης, τεχνητοί χώροι συντήρησης (ή κατασκευής) της μνήμης, όπως το μουσείο και ο αρχαιολογικός χώρος, κατά κανόνα στην Κύπρο. Η ίδια η Κύπρος προτάσσεται ως ζωντανό μουσείο απολιθωμάτων, γεωλογικών και ψυχολογικών—προνομιακός χώρος εξερεύνησης των θεμάτων της συλλογής: το νησί είναι άλλωστε παράγωγο ηφαιστειακών εκρήξεων και τεκτονικών μετακινήσεων (δηλαδή γεωλογικών φαινομένων), αλλά και θύμα της ανθρωποκαίνου εποχής: στην Κύπρο, η παρέμβαση του ανθρώπου ως γεωλογικού παράγοντα δεν αλλοίωσε μόνο το φυσικό περιβάλλον, όπως αλλού στον πλανήτη, αλλά δημιούργησε και μια ιδιάζουσα πολιτική και κοινωνική κατάσταση, η παράνοια της οποίας ξεμπροστιάζεται κατ᾽ επανάληψη στη συλλογή. Και η πορεία της Κύπρου της ίδιας, δείχνει να υπαινίσσεται ο ποιητής, είναι, δυστυχώς, πορεία πτώσης. Και σ᾽ αυτό μπορεί να βοηθήσει πια μόνο η ποίηση. Ποιήματα σαν το «Θερινό ηλιοστάσιο» (σ. 75), που κλείνει την ενότητα της ανθρωπογεωγραφίας στο πρώτο μέρος, ρίχνουν αγαπητικές ματιές στο κυπριακό τοπίο. Όλη η Ανθρωπόκαινος είναι αγαπητική ματιά προς τον πλανήτη και το σύμπαν που τον περιβάλλει, ακόμη και στην αλλοιωμένη, πεπτωκυία εκδοχή της ανθρωποκαίνου εποχής.
Με την Ανθρωπόκαινο ο Παπαγεωργίου κατακτά οριστικά το ποιητικό του εργαλείο και αναπτύσσει έναν ταχύτατο ποιητικό βηματισμό, που θα οδηγήσει, ίσως όχι γρήγορα, αφού ο ποιητής αυτός δεν βιάζεται να δημοσιεύει, σε ακόμη πιο αξέχαστους προορισμούς.
[1] Σύντομο βιογραφικό του ποιητή, με δείγματα γραφής από τις προηγούμενες συλλογές του, αναρτάται στην ιστοσελίδα της Ένωσης Συγγραφέων Κύπρου (https://www.writersunioncy.org/el/meli/item/papageorgiou-konstantinos).
[2] Από το ποίημα «Βάτραχοι» (σ. 16): «Αν ακόμα κι η ίδια η λάβα κατάφερε να στερεοποιηθεί / φτιάχνοντας ηφαιστειογενή πετρώματα / πώς να μην πήξει ο πόνος μου / να φτιάξει ποιήματα». Χαρακτηριστικό αυτού του μοτίβου είναι και το ποίημα «Κεχριμπάρι» (σ. 22), όπου η μετουσίωση της απολιθωμένης ρητίνης των πεύκων σε ήλεκτρον λειτουργεί ως ποιητολογική μεταφορά και τα έντομα που εγκλωβίζονται στο κεχριμπάρι ανακαλούν τις ξεχασμένες εμπειρίες που ο ποιητής ανασύρει από το «παλαιοντολογικό σεντούκι» της ψυχής του.
[3] Το μοτίβο του σκαψίματος στα βάθη της ψυχής, προέκταση του μοτίβου της αρχαιολογικής ή άλλης ανασκαφής (π.χ. του σκαψίματος τάφων ή γαλαριών σε μεταλλεία ή χαρακωμάτων στην Πράσινη Γραμμή) επανέρχεται τακτικά: βλ. π.χ. τα ποιήματα «Το ξεκίνημα» (σ. 89), «Ορυχείο» (σ. 109), «Γεωλογική επισκόπηση» (σ. 120), «Ανθρωπόκενος» (σ. 164) και «Τέλος, ΙΙΙ» (σ. 165).
[4] Παράδειγμα, από το ποίημα «Ευκάλυπτοι» (σ. 18), οι ειρωνικές φράσεις «είπαν οι γεωπόνοι», «είπαν οι γεωλόγοι». Το ποίημα τελειώνει με την απόφανση: «Σκοτάδι». Πρβλ και το ποίημα «Ιρίδιο, Ι» (σ. 20).
[5] «Εκρηξιγενή πετρώματα» (σ. 15). Στη «Θεωρία της εξέλιξης των ειδών» (σ. 19), η πορεία περιγράφεται πιο οπτιμιστικά: «Χρειάζεται ένα μεταβατικό στάδιο / η κάμπια θα γίνει πρώτα χρυσαλλίδα / και μόνον τότε πεταλούδα || Χρειάζεται πάντα ένα μεταβατικό στάδιο / πρώτα θα σιγήσεις, ύστερα θα μιλήσεις / πρώτα θα εκλείψεις, ύστερα θα εκλάμψεις / πρώτα θα πενθήσεις, ύστερα θα ανθίσεις».
[6] Από το ποίημα «Σ᾽ έναν συνοριακό σταθμό» (σ. 29), όπου η δράση εκτυλίσσεται στα σύνορα Σερβίας-Βουλγαρίας: «Στο τελευταίο μου ταξίδι στον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό / κοίταζα ολημερίς τη Γη από ύψος 400 χιλιομέτρων / και σας διαβεβαιώνω ότι τούτα τα σύνορα δεν φαίνονταν καθόλου».
[7] Ιδιαίτερα εκφραστικό το ποίημα «Γύψος» (σ. 59).
[8] Από το ποίημα «Το κομμάτι που λείπει» (σ. 62): «Δεν ξέρω αν η θέληση κινεί βουνά / σίγουρα όμως τα τεμαχίζει / έπειτα εκεί φυτρώνουν / δρόμοι, σιδηροτροχιές, φράγματα / κάπως έτσι η γεωγραφία / γίνεται ανθρωπογεωγραφία».
[9] Χρ. Μαυρής, Κριτική για τον Υπερκαινοφανή, poiein.gr < https://bit.ly/mavris_papageorgiou>.