Αντίθετα απ’ ό,τι διατεινόταν ο Επίκουρος πως ισχύει –ή τουλάχιστον απ’ ό,τι μας συμβουλεύει να θεωρούμε–, ο θάνατος είναι ένα μεγάλο μέρος της ζωής. Σε μια εποχή ξεκάθαρα εχθρική απέναντι στον θάνατο, καθώς οι ταγοί της τεχνολογικής εφόρμησης στη βιολογία, από τους θώκους τους και τις οθόνες τους στις κοιλάδες της σιλικόνης, ευαγγελίζονται τον θάνατο του θανάτου και την αθανασία του ανθρώπινου σώματος, υπάρχουν κάποιοι ξεροκέφαλοι που κοιτούν με μισό μάτι τα μετα-οράματα των παραπάνω και μας θυμίζουν με τον αιχμηρό τους λόγο τις απέθαντες σκέψεις του Ivan Illich: ο πόνος, το γήρας και ο θάνατος είναι αναγκαίες συνθήκες και μέτρα της ανθρωπινότητάς μας και όχι εχθροί που πρέπει να κατανικηθούν. Σαφώς, αν δεν υπήρχε ο θάνατος, ο πολιτισμός μας θα ήταν εντελώς διαφορετικός ή δεν θα υπήρχε καθόλου. Κι αν η φιλοσοφία μας, όπως έχει αρθρώσει και αρθρωθεί από αυτόν τον πολιτισμό, είναι πράγματι μια μελέτη θανάτου, η ζωή με το θεμελιώδες ποιοτικό της χαρακτηριστικό, τη θνητότητά της, και χάρη σε αυτό είναι αυτή που δημιουργεί, πλάθει και ποιεί κτήματα που ξεπερνούν τον χρόνο και φυσικά ακόμα και την ίδια. Να λοιπόν τι κάνει ο θάνατος ως εγγενές της ζωής μερίδιο, όπως το λέει ο Πλαχούρης (σ. 20): «όλες τις ρίζες του αύριο τις θρέφουν πεθαμένοι».
Ο ποιητής Γιάννης Πλαχούρης μάς εκπλήσσει τελικά σε κάθε του ποιητικό (δια)βήμα και μάλιστα πάντοτε ευχάριστα. Καταπιάνεται εδώ μ’ ένα είδος δημοτικού άσματος, που απαντάται σε κάθε λυρική έκφραση του πένθους από την Ιλιάδα μέχρι τα εναπομείναντα δημώδη επιταφικά άσματα, από τη Μάνη με τα διάσημα του είδους πένθιμα αργόσυρτα τραγούδια μέχρι την Ήπειρο. Πραγματοποιεί ωστόσο μια εύστροφη αντιστροφή: αντί να κλαίνε αυτοί που έμειναν πίσω τον νεκρό τους, είναι ο μελλοθάνατος αυτός που λέει τα της μοίρας, δηλαδή το αναπόφευκτο της εξόδου που θα ακολουθήσει εντός ολίγου. Σε αψεγάδιαστο ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο, όπως αρμόζει στο είδος, που αντλεί στοιχεία από όλο το εύρος της μυθολογίας του τόπου, ένας πατέρας φροντίζει να εξασφαλίσει ότι θα πεθάνει μόνο τη μία φορά που του αναλογεί, διότι «Ξαναπεθαίνουν οι νεκροί άμα δεν τους θυμούνται» (σ. 12), εξηγεί στον γιο του τα της ζωής αναγκαία, τον χρόνο και την απέλευσή του, τη νύχτα που ακολουθεί τη μέρα, του παρέχει την παραμυθία με τον ρεαλισμό της διαδοχής πράξεων της ταφικής μέριμνας, απλών στην εκτέλεση αλλά βαρυσήμαντων στον συμβολισμό τους ως διαδικασίας αποδοχής και διαχείρισης του επερχόμενου πένθους.
Οι ζωντανές εικόνες που ξεδιπλώνει ο ποιητής απαλύνουν το ταξίδι προς το άγνωστο (σ. 14) – τάση απόσχισης από τις παραδόσεις της αρχαίας Ελλάδας και της χριστιανοσύνης, καθώς εκεί ο θάνατος ή, μάλλον, η μετέπειτα ζωή έχει μορφή. Δεν είναι άραγε πιο τραγικός ο θάνατος, αν δεν έχεις καμία πίστη για το τι ακολουθεί μετά ή αν θεωρείς ότι δεν υπάρχει τίποτα, σε σχέση πάντα με τις εναλλακτικές αφηγήσεις περί του κάτω κόσμου, του Άδη, του Παραδείσου; Όλα αυτά τα επικαλείται ο Πλαχούρης, κυρίως όμως ως παρηγορητικούς ευφημισμούς που έφτιαξε η κοινότητα αρνούμενη να παραδεχτεί ότι υπάρχει η πιθανότητα όποιος χάνεται να χάνεται για πάντα. Το «κενό κορμί» (σ. 17), ένα συμβεβηκός της ύλης, μάταιο όσο τα όνειρα της ζωής, «αραχνιάζεται», «μυρίζει» και τέλος αποσυντίθεται. Η «Κρίση» που θα επισυμβεί σε ό,τι απομένει εξαρτάται από τη μνήμη που διατηρούν αυτοί που τον αναθυμούνται με βάση τα ορόσημα που θέτει η κοινότητα, ώστε ο νεκρός να βρει το «Έλεος» (σ. 18). Η δίκη των ανθρώπων είναι άχρηστη και αχρείαστη, αφού, εδώ που τα λέμε, ποιος μετά θα δικάσει τον δικαστή; Ίδιο είναι αυτό το πεπρωμένο για όλους μας.
{jb_quote}Να λοιπόν τι κάνει ο θάνατος ως εγγενές της ζωής μερίδιο, όπως το λέει ο Πλαχούρης (σ. 20): «όλες τις ρίζες του αύριο τις θρέφουν πεθαμένοι».{/jb_quote}
Στο τέλος, το σύντομο μοιρολόι βαδίζει προς τη δύση του με οδηγίες για λιτή ταφή και συμβουλές αποφυγής της υποφοράς. Είναι άδικο να κλαίει κανείς κάποιον που έζησε ωραία, «για τις καλές ψυχές μοιρολογά η μέρα» (σ. 23), ο άνθρωπος με τον θάνατο ουσιωδώς βρίσκει ανάπαυση, ενώ τα κόλλυβα γλυκαίνουν τους ζωντανούς, θυμίζουν τους νεκρούς και δίνουν ησυχία στις ψυχές. Στο τέλος, ο πατέρας αντιλαμβάνεται ότι ήρθε η ώρα να πάρει τις βαλίτσες του στο χέρι, σφίγγει μεταξύ του αντίχειρα και του δείκτη το εισιτήριο και δίνει το σώμα του στη γη για να καρπίσει από εκεί με τον καιρό νέα ζωή, σ’ έναν κύκλο χωρίς νόημα, στον οποίον όλοι μας, εκόντες άκοντες, βάζουμε ένα σημαδάκι, όμορφο ή άσχημο.
Το άσμα λούζεται από τα υπέροχα σχέδια του Αποστόλη Πλαχούρη, τα οποία καταδεικνύουν με ταιριαστή ποιητικότητα τον εγκλεισμό της «ψυχής» σε μια ζωή που στερείται νοήματος, όπως επίσης και την «απελευθέρωσή» της κατ’ αντιστοιχία προς και συνεπεία της ύπαρξης.
Ίσως ο γιος Πλαχούρης να κρατάει στα χέρια του το βιβλίο, στο οποίο άλλωστε συμμετέχει, ως παρακαταθήκη για κάτι πολύτιμο που θα βιώσει κάποια στιγμή και έχει τη σπάνια τύχη να γνωρίζει από τώρα τι οφείλει να πράξει και πώς θα κατορθώσει να αντεπεξέλθει στην απώλεια. Όσο κι αν είναι πολύ νωρίς για κάτι τέτοιο, δεν είναι καθόλου κακό να εθιζόμαστε σιγά σιγά στην ιδέα του χαμού ανθρώπων αγαπημένων –αν και όλο και κάποιον δικό μας έχουμε ήδη χάσει όλοι– και στο σβήσιμο της δικής μας φλόγας, ώστε να έχουμε την αισιοδοξία να την αξιοποιούμε όσο πιο δημιουργικά γίνεται, όπως κάνει ο Γιάννης Πλαχούρης πολλά χρόνια τώρα.
[Ο Χαράλαμπος Μαγουλάς είναι συγγραφέας, με σπουδές Φιλοσοφίας και Κοινωνιολογίας στην Αθήνα και Επιστημών της Γλώσσας στη Γαλλία.]
Μοιρολόγι: Αντιστροφή
Γιάννης Πλαχούρης
σχέδια: Απόστολος Πλαχούρης
Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος
σ. 32
ISBN: 978-618-5644-07-9
Τιμή: 6,36€