ceb1cf80cf8c cf84cebf cebcceb9cebacf81cf8c cebaceb1ceb9 ceb1cf84cebfcebcceb9cebacf8c cf83cf84cebf cf83cf85cebbcebbcebfceb3ceb9cebacf8c

Μαρία Τζιαούρη-Χίλμερ, Ελλιπές μέτρο, Σαιξπηρικόν, Θεσσαλονίκη 2022.

Η θεατρικότητα χαρακτηρίζει τη γραφή της Μαρίας Τζιαούρη-Χίλμερ που με ένα πιάνο και μια φωνή στήνει μια ποιητική σκηνή. Τριανταέξι (πεζο)ποιήματα, κείμενα λιτά και αφαιρετικά, ελλειπτικά, ξετυλίγουν ανάμεσα σε παύσεις, εξομολογήσεις και σιωπές δύο δραματικά νήματα. Μια γυναίκα σε έναν εξομολογητικό τόνο χωρίς υπερβολές και ρηχούς συναισθηματισμούς διέρχεται μέσα από το βίωμα του έρωτα, της απώλειας, της μοναξιάς, των φόβων, της αδυναμίας, της αγάπης, της φιλίας, της θυσίας, του πόνου. Πότε με τον στοχασμό, τον αναστοχασμό και πότε με τη μνήμη κλείνει την ποιητική αφήγηση και το «ελλιπές» μέτρο με εκείνη την αξία που δεν χάνεται κάτω από όποιες συνθήκες και μέσα από όποια περιπέτεια. Η αναγεννητική και δημιουργική δύναμη είναι πάντα στα χέρια της γυναίκας. Με υπομονή κι επιμονή πλάθει ξανά και ξανά από την αρχή. «Να βουτήξω τα χέρια μου/ μες στη ζωή/ σαν ζυμάρι/σε ρυθμό τριών τετάρτων/ να πλάσω εσένα- εμένα- εμάς/ ξανά και ξανά απ΄ την αρχή.» Η μοναξιά, η βία, το προσφυγικό δράμα, κι όλα όσα αναγνωρίζουμε ως χαρακτηριστικά της εποχής μας, διατρέχουν το έργο ως δεύτερο νήμα και συνυφαίνονται με το πρώτο.

Η καρδιά του βιβλίου σύμφωνα με την πιο πάνω οπτική είναι το (πεζο)ποίημα που φέρει τον τίτλο «Υπομονή». Η επανάληψη της λέξης «υπομονή» και «υπομονετικά», η απουσία τελείας, ο μακροπερίοδος λόγος με μια μόνο τελεία στο τέλος, που θα μπορούσε και να παραλειφθεί, αποδίδει κι ανανεώνει το δυσβάστακτο κι ανεξάντλητο στάδιο της υπομονής και δημιουργεί δραματική ένταση. Η κλιμάκωση από το μικρό και το ατομικό συμβάν στο συλλογικό και πιο τραγικό, μια μετατόπιση δηλαδή προς την ιστορία της προσφυγιάς, της μετανάστευσης και την παθογένεια της κοινωνίας προσδίδει βάθος εν τέλει και στα τριάντα έξι (πεζο)ποιήματα.

Οι «Μαστοί» είναι επίσης ένα ποίημα που ξεχωρίζει για τη θεατρικότητα και την ένταση. Με αδρές πινελιές στήνεται το σκηνικό, με έναν σύντομο διάλογο, με πολλές σιωπές ανάμεσα σε όσα ακούγονται. Περισσότερα από όσα λέγονται και ονομάζονται είναι όσα οι στίχοι υπαινίσσονται.

Το πιάνο έχει μια ιδιαίτερη παρουσία και λειτουργία μέσα στο έργο. Μπορεί στο ομώνυμο ποίημα ο «Μαέστρος» να «μιλάει» στους χορωδούς και στην ορχήστρα, «τους μιλάει στ’ αυτί, ανοίγει το στέρνο του, ανοίγουν τα δοξάρια, ανοίγουν τα στόματά τους για να δεχτούν τη μουσική που βγαίνει από το γυμνό του σώμα», όμως και στο « En Blanc et Noir», σε μια πορεία μύησης στο πιάνο, από παιδί, όταν τα χέρια έπεφταν στα πλήκτρα του πιάνου «τα δάκτυλα του είχαν μια παράξενη αρετή, σαν να ήταν τα μάτια του».

Υπομονή

Από μωρό άκουγα τη λέξη υπομονή, καθώς η μάνα μου με ταχτάριζε όταν σφάδαζα από τους κολικούς, το ίδιο όταν πεινούσα, όταν στο πάρκο έπεφτα απ’ την κούνια μια και δυό και τρεις φορές κι έκλαιγα, έκλαιγα πολύ, μα εκείνη μου ’ λεγε «θα περάσει μωρό μου, υπομονή» και όταν μίλησα η πρώτη λέξη που είπα δυνατά ήταν «Υπομονή», η πρώτη που έμαθα να γράφω στα πέντε μου, μα στα δεκαπέντε άρχισα να σωπαίνω, όταν οι συμμαθητές μου με φώναζαν «χοντρή, χοντρομπαλού φάε κι άλλο γιαουρτλού» κι έκανα υπομονή μέχρι να ’ρθουν οι γιορτές και οι καλοκαιρινές διακοπές για να βρεθώ στο νησί με τον παππού και τους ψαράδες, που υπομονετικά έβγαζαν απ’ τα δίχτυα την ψαριά τους κι αργότερα τραβούσαν μέχρι τη στεριά τις βρεγμένες μάνες με τα παιδιά τους, που όσοι ήταν τυχεροί φορούσαν τα πορτοκαλί σωσίβια, άλλοι πάλι δεν πρόλαβαν να δουν στεριά και «υπομονή όλα θ’ αλλάξουν για σας στην καινούργια γη», έλεγαν οι χωριανοί, μα οι άνθρωποι πεινούσαν και πονούσαν, γιατί δεν είχαν άλλη υπομονή. Κι εγώ μεγάλωσα και τώρα τρέχω πια πολύ ακούγοντας μουσική στ’ ακουστικά μου, η Annie Lenox τραγουδάει I saved the word today, δυο αγόρια περπατάνε ανέμελα στο δρόμο κρατώντας χέρια και κοιτιούνται πού και πού τρυφερά, κι εγώ υπομονετικά περιμένω τους ανθρώπους να τηρούν τις υποσχέσεις τους, «δεν ήτανε ληστής», «πατέρα πού ήσουν τόσα χρόνια», «όχι άλλα ψυχοφάρμακα μητέρα», «μη με χτυπάς άλλο αγάπη μου, πονάω, αιμορραγώ, πεθαίνω», κι όλοι λένε «ήταν η κακιά η ώρα, τι τραγικό συμβάν, ήταν καλό παιδί», μα εγώ κάνω υπομονή με όλους και όλα, και για εκείνα τα συγγνώμη που ήρθαν ή δεν ήρθαν ποτέ ή ίσως θα’ ρθουν μάνα, πατέρα, αδελφή, άντρα, φίλε, και κάθομαι στο πάρκο με υπομονή κοιτώντας τα πουλιά στον ουρανό ελεύθερα να φτερουγίζουν.»

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Skander Khlif. Δείτε τα περιεχόμενα του έβδομου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

ελλιπεσ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *