Η ποιητική σύνθεση του Κώστα Καναβούρη Αμνός. Ένα ποίημα στον καθρέφτη (εκδ. Πόλις, 2021) φιλοδοξεί και καταφέρνει να συνομιλήσει όχι μόνο με άλλα καλλιτεχνικά πεδία, όπως η ζωγραφική και ο κινηματογράφος αλλά και με επιστημολογικά, όπως η Ιστορία και η Πολιτική Φιλοσοφία. Στις 24 ενότητές της (συμπεριλαμβανομένων του Προλόγου και του Επιλόγου) διαπλέκονται αρμονικά τα πεδία που προαναφέρθηκαν, επιτρέποντας πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης του έργου.
Στο εξαιρετικά ενδιαφέρον εξώφυλλο μάς υποδέχεται ο πίνακας του Αλέξανδρου Ίσαρη «Αχιλλέας και Πάτροκλος». Αν ανατρέξουμε στο ομότιτλο ποίημα του Ίσαρη θα διαβάσουμε:
«Πάτροκλε! Αχιλλέα!
Τώρα τον ζωγραφίζει για πάντα κοιμισμένο.
Κι όταν τα δάκρυα κυλούν στα μάγουλά του
Τον ζωγραφίζει σαν σε καθρέφτη βενετσιάνικο
Με κηλίδες κυανές στο στόμα και στα μάτια.»
Εικαστικά τα δύο πρόσωπα διαπλέκονται κατοπτρικά με τρόπο που συνομιλεί όχι μόνο με τους στίχους του Ίσαρη αλλά και με τον τίτλο του Καναβούρη, όπως θα διαπιστώσουμε παρακάτω. Γνωρίζουμε ότι διαχρονικά το καθρέφτισμα της ανθρώπινης μορφής ενέπνευσε και εμπνέει καλλιτέχνες στη ζωγραφική, στη φωτογραφία, στον κινηματογράφο, στη λογοτεχνία. Αρχικό σημείο αναφοράς, βέβαια, ο αυτοαναφορικός Νάρκισσος –ο «πρώτος ευρετής της ζωγραφικής», κατά τον αναγεννησιακό Αλμπέρτι– αλλά και πίνακες, όπου το παιχνίδι του δημιουργού με το κάτοπτρο είναι παραπάνω από εμφανές, όπως ο «Las Meninas» του Βελάσκεθ ή το πορτραίτο του ζεύγους Αρνολφίνι του Βαν Άϋκ. Εύλογα δεν μπορούμε παρά να αναρωτηθούμε γιατί το κάτοπτρο αποτελεί διαχρονική καλλιτεχνική πηγή έμπνευσης. Ίσως γιατί, είτε αναφερόμαστε στις εικαστικές τέχνες, είτε στο θέατρο, είτε στη λογοτεχνία, η αλληλουχία ανάμεσα στον αντικατοπτρισμό και το ψυχικό βάθος, το παιχνίδι ανάμεσα στις καλλιτεχνικές αλλά και ιστορικές ουτοπίες είναι διαρκές, όπως εμφανίζεται να είναι διαρκές και στη συγκεκριμένη ποιητική σύνθεση.
Ο καθρέφτης, φιλοσοφικά, μάς παραπέμπει και στο πολύ γνωστό έργο του Μ. Φουκό Περί Αλλοτινών Χώρων (Des espaces autres), στην περίφημη διάλεξή του όπου εισάγει τον όρο ετεροτοπία για να περιγράψει τόπους λειτουργικούς που αποτελούν κάποιο είδος αντι-θέσεων, ενίοτε και ψευδαισθήσεων. Η διάκριση που κάνει ο Φουκό ανάμεσα στις ετεροτοπίες και στις ουτοπίες είναι εξόχως σημαντική και ενδιαφέρουσα ως «κλειδί» ερμηνείας του έργου του Κ. Καναβούρη. Κατά τον Φουκό, ενώ οι ουτοπίες είναι μη τόποι, ανήκουν δηλαδή στο φαντασιακό, οι ετεροτοπίες είναι τόποι, ανήκουν στο πραγματικό. Μεταξύ ετεροτοπιών και ουτοπιών υπάρχει ένα είδος μεικτής εμπειρίας, ο καθρέφτης. Ένας τόπος χωρίς τόπο, ένας μη-τόπος. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Φουκό: «Στον καθρέφτη βλέπω τον εαυτό μου εκεί όπου δεν βρίσκομαι, σε έναν χώρο μη πραγματικό που ανοίγεται με εικονικό τρόπο κάτω από την επιφάνεια». Σε εκείνη τη διεπιφάνεια ανάμεσα στο φαντασιακό και στο πραγματικό, σε εκείνο το μεταίχμιο, στο κατώφλι, βρίσκεται και ο καθρέφτης. Ωστόσο, στην ποιητική δημιουργία, τη θέση του καθρέφτη δύναται να αποκτήσει, ως νέα ετεροτοπία, ως μεταιχμιακός τόπος μετάβασης σε μια νέα πραγματικότητα, το λευκό χαρτί. Εκείνο που υποστασιοποιείται και διαλέγεται διαρκώς στις επόμενες σελίδες με τον ίδιο τον εαυτό του, σε μια αυτοαναφορική διερεύνηση των μύχιων σκέψεων εκείνου που κατοπτρίζεται εντός του, δηλαδή του ποιητικού υποκειμένου.
Συνεχίζοντας την ανάγνωση του έργου παρατηρούμε στην προμετωπίδα του Προλόγου το ρητό του Herbert Marshall McLuhan «Το χέρι που γέμισε ένα χαρτί έχτισε μια πόλη» και αμέσως μετά ακολουθούν εξαιρετικά ενδιαφέροντες στοχασμοί πάνω στο ποιητικό φαινόμενο.
Αναφέρω ενδεικτικά:
Το ποίημα είναι ένα ικρίωμα
Ο δήμιος περιμένει τον ποιητή
Ο ποιητής περιμένει τον δήμιο
Το ποίημα σε ερμηνεύει
το ίδιο και το τραύμα
Ο ποιητής δεν ζητάει από τον αναγνώστη κατανόηση
Ζητάει ευθύνες
Κάθε στοχασμός, εν είδει αφορισμού, αποτελεί όχι μόνο μια πυκνωτική πραγματεία περί ποίησης και ποιητικής αλλά και δομικό άξονα, τα «στημόνια» για την ύφανση των νοημάτων που ακολουθούν στις επόμενες ενότητες.
Στην εξαιρετικά δομημένη ποιητική σύνθεση ακολουθεί ο διάλογος του λευκού χαρτιού με τον εαυτό του, ένα εξαιρετικό εύρημα ως προς την πολυσημία και τη λειτουργικότητά του. Η καταβύθιση του ποιητή στη λευκότητα του χαρτιού, που προσιδιάζει στη λευκότητα του θανάτου, γίνεται ο τρόπος ώστε να δομηθεί αυτή η νέα, ποιητική, πραγματικότητα, το νέο πεδίο σημασιών γύρω από τον λόγο της τέχνης για τον εαυτό της και τον κόσμο, γύρω από τον λόγο του ποιητικού υποκειμένου για τον εαυτό του και τον κόσμο. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες οι δυο πυκνές σελίδες της πρώτης ενότητας, που ακολουθούν τον Πρόλογο, γραμμένες με τρόπο εξόχως θεατρικό. Η σκηνογραφία είναι σαφής. Στο βάθος ακούγεται το τραγούδι του Μιχάλη Σουγιούλ «Ας ερχόσουν για λίγο… μοναχά για ένα βράδυ» –τραγούδι που νοσταλγικά θα ακούσουμε και στο επιλογικό μέρος– και ήδη βρισκόμαστε σε μια ατμόσφαιρα νοσταλγίας για κάποια απώλεια. Η σκηνογραφία θα μπορούσε να αποδοθεί με ένα θεατρικό δρώμενο αλλά και ως μια κινηματογραφική σκηνή. Προσωπικά, μου θύμισε τη σκηνή από την αριστουργηματική avant garde ταινία Το αίμα του ποιητή του Ζαν Κοκτώ (1930), όπου ο ήρωας ποιητής-ζωγράφος βυθίζεται στον καθρέφτη του που βρίσκεται σε έναν τοίχο, δίπλα σε μια καρέκλα. Στο τέλος, όταν πέφτει η «αυλαία», απομένει ο καθρέφτης. Κενός.
Κάθε ενότητα αυτής της συλλογής, κάθε στημόνι ύφανσης των ν(ο)ημάτων, έχει άξονα το μότο «Το ποίημα είναι ένα ικρίωμα». Ικρίωμα δεν είναι μόνο ο τόπος όπου διαπράττεται το έγκλημα, είτε με απαγχονισμό είτε με αποκεφαλισμό. Είναι και η σκαλωσιά. «Επί ικρίω» χτίζεται σιγά σιγά, σελίδα-σελίδα, με σταγόνες μελάνης και αίματος (ας θυμηθούμε εδώ τον στίχο του Ίσαρη «με κηλίδες κυανές στο στόμα και στα μάτια»), η ποιητική Πόλις. Όσο το ικρίωμα-σκαλωσιά προχωρά καθ’ ύψος αλλά και κατά πλάτος, τόσο διευρύνονται και τα όρια της ποιητικής ετεροτοπίας με διαρκείς αναφορές σε ιστορικές ουτοπίες του παρελθόντος και το κόστος τους σε ανθρώπινες ζωές, ανθρωποθυσίες, Αμνοί… Διαχρονικά οι ουτοπίες σχετίζονταν με νέες ιδέες που αφορούσαν, ως προς την αρχιτεκτονική και την πολεοδομία, μια άλλη συγκρότηση της Πόλης. Αφορούσαν όμως και στην πολιτική αλλαγή, σε μια νέα πολιτική πρόταση. Ας θυμηθούμε, ενδεικτικά και μόνο, τις Ουτοπίες των ουτοπιστών σοσιαλιστών Σαιν Σιμόν, Όουεν και Φουριέ ή τη φράση «Ένας χάρτης του κόσμου που δεν περιλαμβάνει την Ουτοπία δεν αξίζει ούτε μια ματιά, αφού παραλείπει τη μοναδική χώρα στην οποία αποβιβάζεται συνεχώς η Ανθρωπότητα», του Oscar Wilde στο έργο του The Soul of Man under Socialism. Δεν παραλείπει στον χάρτη του κόσμου του τις ουτοπίες ο Καναβούρης. Κάθε άλλο… Εμπνέεται από αυτές και αρθρώνει λέξη προς λέξη τη δική του Πόλη με όρους ποιητικούς και πολιτικούς.
Γνωρίζουμε, βέβαια, ότι οι Ουτοπίες του παρελθόντος και κυρίως του 19ου αι. έδωσαν τη θέση τους στις δυστοπίες του 20ού. Η παρουσία του Θανάτου, σε αυτή την περιδιάβαση στην Πόλη που χτίζει ο Καναβούρης, καθίσταται ορατή σε κάθε σελίδα. Οι εκατόμβες των νεκρών των επαναστάσεων, των πολέμων, του Ολοκαυτώματος εμφανίζονται από σελίδα σε σελίδα, διεκδικώντας το δικαίωμα στη μνήμη και στη δικαίωση. Στην α-λήθεια. Γίνονται σταδιακά ενικός αριθμός. Αμνός. Το αίμα στο οποίο έγινε ήδη αναφορά και ο απόλυτα δηλωτικός τίτλος. Η θυσία των αθώων.
Λευκό χαρτί: Το αίμα τρέχει αλλά δεν πάει πουθενά.
Και είναι μονάχα λευκό
και είμαστε μονάχα εμείς
που περισσέψαμε και είμαστε τώρα εδώ
να ιστορούμε πάνω στο λευκό τα ανιστόρητα
το φονικό των αριθμών
τα πεπραγμένα των καταμετρήσεων (σελ. 28).
Οι εικόνες των θυμάτων στα ερείπια, καθώς και η μετάβαση από τον πληθυντικό αριθμό στον ενικό αναπόφευκτα δημιουργούν συνειρμούς που οδηγούν στη γνωστή υδατογραφία «Angelus Novus» του Πάουλ Κλέε, την οποία ο Μπέγιαμιν, ιδιοκτήτης του έργου, θεωρούσε ως τον «Άγγελο της ιστορίας». Στην περίφημη ένατη θέση του για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας αναφέρει ότι: «Το πρόσωπό του είναι στραμμένο προς το παρελθόν. Όπου εμείς αντιλαμβανόμαστε μια αλυσίδα γεγονότων, αυτός βλέπει μία μοναδική καταστροφή που συνεχίζει να συσσωρεύει το ένα ερείπιο πάνω στο άλλο». Ο Άγγελος της Ιστορίας βλέπει τις καταστροφές ώς μία και μόνη καταστροφή. Τους «Αμνούς» σε «Αμνό», θα λέγαμε με όρους της ποιητικής του Καναβούρη. Το ταξίδι ανάμεσα στο τραυματικό παρελθόν, το εξαιρετικά αμήχανο παρόν και στο δυσοίωνο μέλλον είναι διαρκές. Τα γεγονότα, βέβαια, πάντα διαμεσολαβούνται γλωσσικά, ενσαρκώνονται μέσω της γλώσσας όχι ως κατοπτρικές απεικονίσεις ενός πολλαπλά σπασμένου καθρέφτη αλλά κυρίως ως αφηγήσεις, ως επανερμηνείες, ως περιδινήσεις του νου στον χρόνο αλλά και στο άχρονο, στο τώρα και στο επέκεινα.
Εδώ να κάνω μια παρένθεση και να αναφέρω ότι υπάρχει μια φράση του Αριστοτέλη, όχι ιδιαίτερα αγαπητή στην κοινότητα των ιστορικών. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι η ποίηση είναι ανώτερη από την ιστορία, επειδή η τελευταία ενδιαφέρεται για τα καθ’ έκαστον, σε αντίθεση με την ποίηση η οποία ενδιαφέρεται για τα καθ’ όλου. Η φράση, από την Ποιητική, είναι η ακόλουθη: «δι’ ό και φιλοσοφώτερον και σπουδαιότερον ποίησις ιστορίας εστίν· η μεν γαρ ποίησις μάλλον τα καθ’ όλου, η δ’ ιστορία τα καθ’ έκαστον λέγει». Ωστόσο, στη συγκεκριμένη ποιητική σύνθεση ο Καναβούρης επιχειρεί να αρθρώσει λόγο τόσο για τα καθ’ όλου όσο και τα καθ΄ έκαστον, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Μιλά για τις ματαιωμένες –και ματωμένες– ουτοπίες, τα επίμαχα και τραυματικά γεγονότα του παρελθόντος. Μήπως γιατί ο λόγος της Ποίησης είναι καταλληλότερος για να ανασύρει μνήμες και τραύματα; O Hayden White θα μας μάλωνε, θυμίζοντάς μας τα «κοινά γλωσσικά πρωτόκολλα», το συνανήκειν των τεχνικών γραφής. Στη συνομιλία του ποιητικού λόγου με τον επιστημονικό, αξίζει να αναφέρουμε ότι η επιστήμη της Ιστορίας, με τις αυστηρές της πειθαρχίες, ανασύρει τα γεγονότα του παρελθόντος, όπως εκείνα παραδίδονται στις πηγές, χωρίς να ξεχνά ωστόσο ότι έχουν γλωσσική υπόσταση και, επομένως, είναι εξ ορισμού γλωσσικά διαμεσολαβημένα. Άρα, το ζήτημα της αναγωγής της ερμηνείας σε αποδεκτή ιστορική γνώση, δεν είναι κάτι απλό, είναι ευρύτερα πολιτικό. Πολιτικό ζήτημα, όμως, είναι –αντίστοιχα– και η συνειδητή κατάδυση στο παρελθόν ενός ποιητή που αναζητά να ανασύρει τα γεγονότα του παρελθόντος, ώστε εκείνο να ενσαρκωθεί σε λόγο ποιητικό. Η καλλιτεχνική γραφή, επομένως, δύναται και εκείνη, με τη δική της τροπικότητα, να αφηγηθεί με τρόπο δραστικό, όσα επιχειρήθηκε από εξουσιαστικές δομές να παραμείνουν στη λήθη καθώς και να συμβάλλει στη δικαίωση των ηττημένων, μέσα από την απονομή της δικαιοσύνης που επιφέρει ο Χρόνος. Ο Χρόνος κυλά αδυσώπητα και ο ρόλος του ποιητή είναι να δημιουργήσει νόημα για το παρελθόν μέσα από την ανάδειξη της σαγηνευτικής ατμόσφαιρας που δημιουργεί η περιδίνηση στις ζωές όλων όσοι/-ες έζησαν και δημιούργησαν σε άλλες εποχές.
Λευκό χαρτί: Γκιλοτίνα
Καθώς έρχεται το κάρο με τους βασιλιάδες
κι ο δρόμος είναι στρωμένος
με χρυσά τραπουλόχαρτα
και το παιδί είναι δασκαλεμένο να φωνάζει
πως ο βασιλιάς είναι γυμνός
όμως φοβάται τόσο πολύ.
περνάνε τα χρόνια μέσα στον φόβο.
Το παιδί δεν μιλάει.
το παιδί γερνάει.
Το παιδί πεθαίνει.
Και η Ιστορία συνεχίζεται. (σελ. 36)
«Η Ιστορία συνεχίζεται»… λοιπόν.
Ο δήμιος περιμένει τον ποιητή
Ο ποιητής περιμένει τον δήμιο
Εύλογη η διερώτηση εάν είναι και ο Ποιητής ένας Αμνός. Ας θυμηθούμε τον Αλεξάντερ στη Θυσία του Ταρκόφσκι… Όμως, αφορά κανέναν / καμία σήμερα η έννοια της Θυσίας, έννοια άρρηκτα συνυφασμένη με αυτή του Αμνού; Μπορεί, επομένως, να σωθεί αυτός ο κόσμος, όπως ήλπιζε ο ήρωας στην ταινία του Ταρκόφσκι; Τα ερωτήματα τίθενται αναπόφευκτα. Ο Χρόνος θα δείξει.
Λευκό χαρτί: Όλες τις νύχτες χορεύετε και τραγουδάτε
Όμως μονάχος του ο ποιητής ανεβαίνει
Στο λευκό ικρίωμα και αναμένει
Να γεννηθεί ο δήμιος.
Κάποτε αρκεί μια στιγμή.
Κάποτε χρειάζονται χρόνια αναμονής.
Αλλά ο ποιητής έχει μπόλικη δουλειά
Επάνω στο ικρίωμα.
Δεν είναι πρόβλημα η αναμονή
Ή μάλλον είναι ένα λυμένο πρόβλημα.
Αυτό το ξέρουν
Και ο ποιητής και ο δήμιος
Γι’ αυτό αφήνουν τον χρόνο να κυλάει
Σταδιακά, όσο το λευκό χαρτί γεμίζει λέξεις μεταστοιχειώνεται σε κάτι υλικό και άυλο μαζί, γίνεται δηλαδή ποίηση. Η απουσία γίνεται παρουσία και μεταστοιχειώνεται με τη σειρά της σε τόπο μνήμης, συλλογικής και ατομικής. Όταν ολοκληρώνεται η ποιητική «πόλη», φθάνουμε και στις προσωπικές μνήμες και στα προσωπικά τραύματα. Λειτουργώντας με τρόπο παραγωγικό, κατά το πλατωνικό πρότυπο, ο ποιητής μάς κατευθύνει από τα καθόλου στα καθ’ έκαστον, στον Επίλογο που μας υποδέχεται με το «Δεν έχουν δάκρυα τα χέρια για να κλάψουν» του Dylan Thomas.
Εδώ, η μνήμη της Μάνας είναι κυρίαρχη με τον εγκιβωτισμό μίας επιστολής της από τον χώρο των φυλακών (φυλακή: άλλη μια φουκοϊκή ετεροτοπία). Η παρουσία της απουσίας της τόσο αισθητή όσο και η απουσία της παρουσίας της, για να θυμηθούμε και τις κατοπτρικές αναπαραστάσεις με τις οποίες ξεκινήσαμε. Το ατομικό συμβάν της επιστολής αποκαλύπτει τις εξουσιαστικές δομές μακράς διάρκειας. Η ποιητική Πόλις, η λογοτεχνική ετεροτοπία, που χτίστηκε λέξη-λέξη, καθώς ο γιος της ακροβατούσε στο ποιητικό ικρίωμα που έστησε μπροστά του ο ίδιος, θεωρώ ότι δομήθηκε κυρίως για να την αποχαιρετήσει. Η Θυσία του Αμνού αυτή τη φορά γίνεται εκούσια και γίνεται όχι για τον Πατέρα-Θεό που θέλει να επιβεβαιώσει την πίστη προς Αυτόν αλλά για την πανάρχαιη Μάνα της απόλυτης καρτερίας, εκείνη που γίνεται σύμβολο της προσπάθειας να κλείσουν οι χαίνουσες πληγές των πολλαπλών δυσεπούλωτων τραυμάτων, ατομικών και συλλογικών.
Ολοκληρώνοντας, ο Κώστας Καναβούρης, είναι ένας παραδοσιακός «γραφιάς», όπως μας είχε αυτοπαρουσιαστεί σε ποίημά του και ο Καρυωτάκης. Ευτυχώς… Ώριμος ποιητικά, κατέχοντας τα εργαλεία της ποιητικής του τέχνης αλλά και θεωρητική σκευή πέραν του λογοτεχνικού πεδίου, μας παραδίδει μια ποιητική σύνθεση που συνομιλεί δυναμικά με πολλά επιστημονικά και καλλιτεχνικά πεδία. Αναλαμβάνει «να μιλήσει για όλα αυτά» που συνιστούν τα δομικά στοιχεία συγκρότησης τόσο της ατομικής του ταυτότητας όσο και της συλλογικής. Έχει πλήρη επίγνωση του ρόλου του ως διανοούμενος και των δεσμεύσεων που προκύπτουν λόγω της ιδιότητας αυτής. Παράγει καθημερινά δημόσιο λόγο λειτουργώντας παρεμβατικά στη δημόσια σφαίρα, ως όφειλε, τόσο με τη μαχητική αρθρογραφία του όσο και με τον ποιητικό του λόγο αλλά και την προώθηση της ποίησης μέσα από τις εκπομπές του στο Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας. Καταδύεται ποιητικά στην ιστορική και κοινωνική πραγματικότητα του παρελθόντος, οπλισμένος με τα κατάλληλα εννοιολογικά εργαλεία, και αναδύεται στο σήμερα με τη λόγῳ και έργῳ πολιτική τοποθέτησή του.
Καταληκτικά, ο Αμνός είναι το προϊόν ενός ελεύθερου, δημιουργικού και μαχητικού πνεύματος που διακρίνει το πλέγμα των εξουσιών που έχει κατασκευάσει το σύγχρονο υποκείμενο, ατομικό και συλλογικό, και έχει το θάρρος να δομήσει τη δική του λογοτεχνική ετεροτοπία ως αντί-Λογο, ως εναλλακτική, χειραφετητική, οπτική σε μια εποχή που όλα μοιάζουν μάταια και οι κοινωνικοί αγώνες από πριν χαμένοι.
⸙⸙⸙
[Το κείμενο διαβάστηκε στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου, στο Zátopek, στις 30 Μαΐου 2022. Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: August Friedrich Albrecht Schenck. Δείτε τα περιεχόμενα του έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]