Ένα παιδί μεγαλώνει στην Αθήνα
1934-1944
Νίκος Βατόπουλος
Εκδόσεις Μεταίχμιο
η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr
Νίκος Βατόπουλος: «Ένα παιδί μεγαλώνει στην Αθήνα» (diastixo.gr)
Η προσωπική μικροϊστορία, ο ιδιωτικός μικρόκοσμος, πώς βρίσκει τον τρόπο να συμβαδίσει με τη δημόσια, επίσημη ιστορία; Ο Νίκος Βατόπουλος στο πρόσφατο αφήγημά του φέρνει στην επιφάνεια το προσωπικό ημερολόγιο που κρατούσε ο πατέρας του για μια δεκαετία, από το 1934 μέχρι το 1944, στην τρυφερή και ανώριμη ακόμη ηλικία, από την αθωότητα των έξι του χρόνων έως την εφηβεία του. Αυτά τα χρόνια, σημαδιακά όχι μόνο για το παιδί που μεγάλωνε σε μια γειτονιά της Αθήνας, τα Πατήσια, αλλά και για την ευρύτερη ιστορία του τόπου, ξεδιπλώνονται μέσα στις σελίδες του δερματόδετου τετραδίου. Σ’ αυτό ο πατέρας του, κατ’ εντολή του δικού του πατέρα, εκπροσώπου μιας γενιάς που ένιωθε την ανάγκη να βιώσει την ιστορία μέσα από την ύφανση της καθημερινότητας, όφειλε να καταγράφει σχόλια, παρατηρήσεις, γεγονότα. Ασχολία που αποτελούσε κατά κάποιο τρόπο μια τελετουργία, καθόλου προσφιλή στην πλειονότητα τουλάχιστον των παιδιών.
Όταν ο πατέρας μου άρχισε να γράφει ημερολόγιο σε πολύ μικρή ηλικία, στα 6 του χρόνια, η σχέση με το χαρτί και το μολύβι ήταν σχέση αυτονόητη, φυσική και αναπόδραστη, ήταν σχέση αυτοπροσδιορισμού και ενηλικίωσης. Προσδιόριζε το προσωπικό στίγμα, οργάνωνε το αποτύπωμα της ηλικίας. Ελεγχόταν από την ορθογραφία και την καλλιγραφία. (σσ. 59-60).
Σ’ αυτές τις ημερολογιακές καταγραφές των πενήντα σελίδων (τόσες γέμισε το παιδί μέσα σε δέκα χρόνια) βρίσκεται το σημείο τομής, όπου συναντάται ο σύντομος χρόνος (καθοριστικός στην καθημερινή του βίωση) με τον μακρό χρόνο που καθοδηγεί την ευρύτερη δημόσια ιστορία σε ακόμη όχι εμφανείς εξελίξεις. Εκεί ακριβώς εντοπίζεται και το αναγνωστικό ενδιαφέρον, στον τρόπο που το παιδί εννοεί τον γύρω κόσμο, το μεγάλωμά του μέσα σ’ αυτόν, στα πράγματα που κερδίζουν την προσοχή του και αφήνουν το αποτύπωμά τους σε όσα γράφει (αρχικά με την παραδοσιακή πένα και το μελανοδοχείο), και, κυρίως, στα γεγονότα που λειτουργούν ως φόντο στον ιδιωτικό του κόσμο, χρόνια κρίσιμα για την ιστορία της Αθήνας και του τόπου, αποκαλύπτοντας τη ζοφερή πραγματικότητα μέσα στην οποία καλείται να ζήσει. Η δικτατορία του Μεταξά, ο πόλεμος, η Κατοχή, μπορεί να μην προσφέρουν το απαραίτητο ασφαλές και ανέμελο περίβλημα για την ανάπτυξη ενός παιδιού, ωστόσο όλα τα βλέπει και τα εξετάζει με τα παιδικά του μάτια, τα αθωώνει με την παιδική του συνείδηση. Το 1937, ο εννεαετής τότε συντάκτης του ημερολογίου δεν είναι σε θέση να κατανοήσει τι σημαίνει το καθεστώς της 4ηςΑυγούστου και με την παιδική αθωότητα γράφει:
Εις τας 4 Αυγούστου του 1937 εντύθηκα φουστανελάς και εχόρεψα εις την πλατεία του Αγίου Γεωργίου [εννοεί τον Άγιο Ιωάννη της περιοχής του Άστρους] τσάμικο και καλαματιανό. Όλα καλά, μόνο που δεν είχα τσαρούχια. (σσ. 69-70).
Λίγα χρόνια μετά, το 1942, μπορεί να ζει τη δύσκολη καθημερινότητα της Κατοχής, δεν παύει όμως σαν παιδί να παραμερίζει το γενικό πλαίσιο για να ξαφνιαστεί και να χαρεί με το χιόνι της Πρωτοχρονιάς:
1942. Ο πόλεμος συνεχίζεται. Σήμερον το πρωί –1ην του έτους– μόλις εξύπνησα έτρεξα ν’ ανοίξω το παράθυρον και όταν το άνοιξα είδον εν εξαιρετικόν θέαμα: ως φαίνεται κατά την διάρκειαν της νυκτός έπιπτε, και πίπτει ήδη, άφθονος χιών διότι όλη η επιφάνεια της γης είναι σκεπασμένη με χιόνι πάχους 15-20 εκ. (σσ. 15-16).
Αν, όμως, το συγκεκριμένο ημερολόγιο ενδιαφέρει για τη σύζευξη του ιδιωτικού χώρου στον δημόσιο, και μάλιστα μέσα από τα μάτια ενός παιδιού, το βιβλίο προσφέρει ακόμη μια ενδιαφέρουσα αναγνωστική παράμετρο. Ο Νίκος Βατόπουλος, λάτρης της Αθήνας όπως αυτή εξελίσσεται (ως ζωντανός οργανισμός) μέσα στον χρόνο, βρίσκει την ευκαιρία να διαβάσει ανάμεσα στις λέξεις και πίσω από τις σελίδες του ημερολογίου τη ζωή της πόλης του. Δεν μένει μόνο στο ημερολόγιο αυτό καθεαυτό αλλά παρουσιάζει τις συνθήκες ζωής γύρω από αυτό. Ένα πλήθος, λοιπόν, από πληροφορίες θυμίζουν στους παλαιότερους και μαθαίνουν στους νεότερους τι σήμαινε γειτονιά, παιχνίδια αυτοσχέδια στον δρόμο, κινηματογραφική αίθουσα, περιοδικά αγορασμένα στο περίπτερο, συνοικιακά μικρά μαγαζιά που λειτουργούσαν σαν ένας πυρήνας για όλη τη ζωή της συνοικίας, εκδρομές λίγο πιο πέρα από τον αστικό ιστό, εκεί που η φύση (ακόμη ζωντανή) πρόσφερε την αναγκαία ανάσα στην πόλη.
Η ζωή στα Πατήσια, όπως και στο Θησείο, στο Παγκράτι, στον Κολωνό, στους Αμπελόκηπους και σε όλες τις παλιές αστικές συνοικίες, ήταν μια ζωή που με τα σημερινά μάτια φαντάζει πρωτόγονη και ειδυλλιακή ταυτόχρονα. Ο μικρός πατέρας μου ήταν ένα από τα χιλιάδες παιδιά που εκείνα τα χρόνια, λίγο πριν τον πόλεμο και κατά τη διάρκειά του, βίωνε αυτό το θαύμα που ήταν η αθηναϊκή γειτονιά. (σ. 57).
Το ημερολόγιο το ίδιο λειτουργεί πλέον ως τεκμηρίωση των πληροφοριών αυτών με την αυθεντικότητά του. Ο Βατόπουλος χρησιμοποιεί στο βιβλίο του το ημερολόγιο του πατέρα του σαν ένα κείμενο που υπερβαίνει τη σημασία του ως οικογενειακό κειμήλιο, λειτουργώντας ως τεκμήριο της δημόσιας ιστορίας, με την επιφύλαξη φυσικά πως γράφτηκε με τον αυθορμητισμό αλλά και την αναπόφευκτη αφέλεια ενός παιδιού – με αυτά τα δύο χαρακτηριστικά όμως να συνιστούν και την αξία του. Η μικροϊστορία, όπως επισημαίνεται στον επίλογο του βιβλίου, περνά στην κοινή θέα, η ειδική περίπτωση μετατρέπεται σε συλλογικό βίωμα. Το βιβλίο συμπληρώνουν φωτογραφίες της εποχής αλλά και 7 σελίδες του ημερολογίου σε φωτογραφική αναπαραγωγή. Μια έκδοση πολύ ιδιαίτερη στην αξία της, που στέκεται επάξια δίπλα στα υπόλοιπα βιβλία του συγγραφέα, τα σχετικά με την πόλη της Αθήνας, προσφέροντας μια απρόσμενη εικόνα της ζωής στη αγαπημένη πόλη.
Διώνη Δημητριάδου